πρόσωπα, ζώα, πράγματα

π.

Γιάννης Σπανός / Βίκυ Μοσχολιού.

Στο ντοκιμαντέρ (του αγαπημένου φίλου Άρη) Πίσω απ’ την μαρκίζα, ο Σπανός μιλάει για διάφορα πρόσωπα με τα οποία συνεργάστηκε. Μ’ αρέσει ο τρόπος που μιλάει για μερικά απ’ αυτά ή μάλλον συγκινούμαι ακριβώς για τον τρόπο που μιλάει (και ξεχωρίζει) κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα. Η Αρλέτα, η Τσανακλίδου, ο Άκης Πάνου. Και βέβαια η Μοσχολιού. Περιγράφει πως ήρθε να τραγουδήσει το άνθρωποι μονάχοι και λέει ότι με το που ξεκίνησε, ο Σπανός σκέφτηκε ότι δεν μπορεί να της δώσει οδηγίες, τι οδηγίες να της δώσω. Λέει ότι βγαίνει κάτι κάπως από μέσα της (ή κάτι τέτοιο). Τραγουδάει με αυτό από μέσα της, με κάτι από μέσα της. Βλέπεις ότι κάτι προσπαθεί να περιγράψει ο Σπανός, αλλά δεν έχει ακριβώς τις λέξεις, οπότε στη συνέχεια παραιτείται, δεν εξηγεί, κάνει μια χειρονομία, για δευτερόλεπτα διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα κι ύστερα αποκαλύπτει κάτι με τη φάτσα του. Τι είναι αυτό που βγαίνει από μέσα της; Ποιος ξέρει; Εγώ απλά κοιτάζω τη φωτογραφία στα σκουριασμένα χείλη και ό,τι καταλαβαίνω.

Πάνος Γεραμάνης.

Στο ντοκιμαντέρ που παίχτηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αφού έχουν μιλήσει για τους σταρς του λαϊκού τραγουδιού, κάποια στιγμή ακούγεται ότι ο Γεραμάνης δεν ξεχώριζε τους άσημους από τους διάσημους λαϊκούς βάρδους, όσους είχαν κάνει τεράστια καριέρα απ’ όσους χάθηκαν στην πορεία των χρόνων και γύρισαν στις πόλεις και τα χωριά τους. Βλέπουμε και ένα δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από συνεντεύξεις δύο μουσικών στο ραδιόφωνο. Τους έψαξε ο Γεραμάνης λέει σε όλη την Ελλάδα. Ο ένας έχει αυτό το γλυκοενοχλητικό στοιχείο του αδικαίωτου, εκείνο το ρημάδι το θα μπορούσα αλλά ήταν το σύστημα τέτοιο και βέβαια δίκιο έχει, αλλά πάντα αυτού του είδους τα παράπονα έχουν και κάτι που δημιουργεί απόσταση. Λυπάμαι που δε σημείωσα το όνομά του, θα ήθελα να το πληκτρολογήσω και να πατήσω γκουγκλ ίματζις. Χωρίς να ξέρω τίποτα ιδιαίτερο, συμπαθούσα πολύ τον Γεραμάνη, γιατί νιώθω ότι είναι υπεύθυνος που εκεί στην εφηβεία πέρασα απ’ τον Μελωδία στο Δεύτερο Πρόγραμμα και απ’ το ροκοέντεχνο στο λαϊκό και το ρεμπέτικο. Ακόμα θυμάμαι την εκπομπή που έκανε αφού βγήκε από μια περιπέτεια υγείας στο νοσοκομείο. Ξεκίνησε με τη φράση στο νοσοκομείο η νύχτα ήταν βαριά και αν και ήταν ραδιόφωνο, είχα πάντα την αίσθηση ότι αυτή τη συγκεκριμένη φράση δεν την άκουσα, αλλά την είπε με τη φάτσα του μπροστά μου. Η νύχτα ήταν βαριά. Να καπνίζει και να λέει Η νύχτα ήταν βαριά – όλη η φράση ούτε μισό ηχαλάκι, μόνο ένα πρόσωπο.

Λεσβία.

Τα πρόσωπα που περνούν απ’ την οθόνη στο ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου. Τα πρόσωπα είναι και οι ιστορίες, είναι και η ιστορία. Συχνά, το ξεχνάω και μπλέκομαι. Εκνευρίζομαι, απορώ και θέλω να μπω σε τέσσερις χιλιάδες φριχτές κουβεντούλες. Κι ύστερα κάτι γίνεται και θυμάμαι πως το μόνο που έχει σημασία είναι αυτά τα πρόσωπα στο φευγαλέο πέρασμα της κάμερας.

ζ.

Επιστρέφω μόνιμα σε μια φράση που αγαπώ. Υπάρχει μια μοναξιά που δε μοιάζει με καμία άλλη. Ο Μπωντριγιάρ μιλάει για τους νεοϋορκέζους που τρώνε μόνοι τους βιαστικά στους δημόσιους χώρους (Να ξετυλίγεις ένα σάντουιτς όρθιος ή μισο-όρθιος μέσα στον ξέχειλο πανικό της πόλης, μόνο και μόνο για να στομώσεις και να επιστρέψεις καινούριος στις λαπτοπικές διεκπεραιώσεις).

Ο Λεφτεράκης όταν κάνω μπάνιο στέκεται με τον κώλο πίσω (μισο-όρθιος δηλαδή) στην άκρη άκρη του νιπτήρα. Κοιτάζει την κουρτίνα του μπάνιου ατάραχος κι υπομονετικός. Πού και πού κάνει κι αυτός το ελαφρύ μπανάκι του, ξεκινάει και σταματάει να γουργουρίζει, κοιτάζει κάτι στα άπλυτα, στέκεται απλά. Ο Όζζυ κάποιες φορές ξάπλωνε και κοιμόταν κουλουράκι στο πατάκι του μπάνιου.

Προσπάθησαν και προσπαθούν, γάτος και σκύλος, ν’ αντιστρέψουν τη φράση του Μπωντριγιάρ. Υπάρχει μια μη-μοναξιά που δε μοιάζει με καμία άλλη (γιατί δεν κάνουμε στ’ αλήθεια κάτι μαζί). Υπάρχει μια συντροφικότητα που δε μοιάζει με καμία άλλη (γιατί είναι μια γενική, διαρκής παρουσία). Υπάρχει ένα παρεάκι-που-δε-ζητάει-τίποτα-ούτε-καν-απευθύνεται-απλά-μπορεί-και-υπάρχει-μαζί-ταυτόχρονα-με-μια-εντελώς-ανάλαφρη-και-συνολική-αγαπητικότητα που δε μοιάζει με κανένα άλλο.

Υπάρχει ένας τρόπος να υπάρχεις μαζί χωρίς να ζητάς ή να σου ζητάνε. Να περιμένεις χωρίς το στοιχείο της αναμονής και να σε περιμένουν χωρίς το στοιχείο της αναμονής. Σε περιμένω και το ρήμα είναι απλά μια σωματική κίνηση (words as steps, verbs as motions λέει ο Πωλ Όστερ). Η σωματικότητα της αναμονής, άμα της αφαιρέσεις την αγωνία.

Ο Λεφτέρης με περιμένει να τελειώσω το μπάνιο μου. Μετά βρισκόμαστε πάνω και γύρω απ’ το νιπτήρα. Όλα τα επείγοντα έχουν αναιρεθεί με ένα τρόπο .

π.

Την ώρα που αφήνω το αμάξι στο συνεργείο είναι η πρώτη στιγμή το τελευταίο τετράμηνο, κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν ακινητοποιημένο κι αφημένο στην τύχη του, που σκέφτομαι ότι ο κύριος Π. μπορεί να μου πει δε φτιάχνεται. Ή δεν αξίζει να βάλεις λεφτά, άστο, πέτα το, πούλα το για ανταλλακτικά. Καθώς περπατάω προς το τραμ με πιάνει ένας μικρός μικρός πανικούλης. Δε φτιάχνεται. Εκείνη τη στιγμή δε με νοιάζει τόσο η πιθανότητα να μείνω χωρίς αμάξι οριστικά, ενδεχόμενο φυσικά εντελώς πραγματικό, όσο η πιθανότητα να μην ξαναοδηγήσω αυτό το συγκεκριμένο. Όπελ κόρσα 18 ετών. Στ’ αλήθεια δεν σκέφτηκα, ωχ δε θα το ξαναοδηγήσω, αλλά ωχ δε θα ξαναπάει βόλτα. Ναι, τρίτο ενικό, δεν μπερδεύομαι. Φυσικά, μέσα σε 18 χρόνια έχουμε ζήσει πολλά, και μέσα στο τραμ προσπάθησα να τα θυμηθώ όλα, με έμφαση α) στις φορές που κοιμήθηκα μέσα του β) σε κάποιες πραγματικά θαυμάσιες διαδρομές γ) σε κάποια ατυχή περιστατικά, που έβγαλα όλο μου το θυμό πάνω του (σόρι τιμόνι, σόρι χειρόφρενο).

Η αλήθεια είναι ότι δεν το πρόσεξα ιδιαίτερα ποτέ. Τουλάχιστον, έτσι μου λέει ο κύριος Π. κάθε φορά που το βλέπει πενταβρώμικο, γεμάτο άδεια πλαστικά μπουκάλια νερό, τρίχες ζώων, ψίχουλα κουλουρακίων, κούτες yusra (άδειες και γεμάτες) και καλοκαιρινά είδη διαφορών ειδών. Ρε συ ντροπή είναι, πρόσεχέ το λίγο.

Δεν υποψιάζεται ο κύριος Π. ότι το κορσάκι συμφωνεί μαζί μου ως προς τις προτεραιότητες. Το κατάλληλο cd (γιατί με cd λειτουργεί το γλυκούλι) είναι η μόνη σημαντική προϋπόθεση για να τσουλήσουμε στους μακρινούς και κοντινούς δρόμους. Είναι δύσκολη δουλειά να βρίσκεις πια άδεια cd, να κατεβάζεις μουσική και ακόμα περισσότερο δύσκολη δουλειά να κάνεις αυτό που χρειαζόταν πάντα. Να συνδεθείς με τη στιγμή, να ακούσεις το τραγούδι που θες και χρειάζεσαι, να φτιάξεις μια συλλογή που την έχεις προβλέψει απ’ το προηγούμενο βράδυ (δεν έχουμε τις ντίτζιταλ πολυτέλειες του σούπερ μάρκετ κομματιών). Ψάχνουμε τη συγκίνηση μανιασμένα, ψάχνουμε τη συγκίνηση για να αντέξουμε τους δρόμους της Αθήνας, ψάχνουμε τη συγκίνηση κι όχι να βάλουμε ένα απλά ανεκτό χαλί να χαλάει τ’ αυτιά και την έμπνευσή μας.

Την ώρα που σκέφτομαι ξανά και ξανά το πιθανό δε φτιάχνεται,το ραδιόφωνο στ’ αυτιά μου παίζει φταίω που ενώ μεγάλωσα τα ίδια λάθη κάνω / και τα χαμένα από καιρό πάλι τα ξαναχάνω. Αυτό το τραγούδι δεν το έχω ακούσει ποτέ στο κορσάκι και αμέσως η αγωνία της επικείμενης απάντησης του κυρίου Π. μεγαλώνει. Άσε που αυτό το και τα χαμένα από καιρό πάλι τα ξαναχάνω τώρα μου φαίνεται και ταιριαστό και πολύ βαρύ και με στέλνει στο διάολο και πίσω και όλα αυτά ενώ ακόμα δεν είναι καν εννιά παρά τέταρτο το πρωί.

Λίγες ώρες αργότερα ακούω τον κύριο Π. όλο χαρά να μου λέει ότι τελικά φτιάχνεται (αλλά κοστίζει όσο ένας μήνας μου και κάτι αλλά χαλάλι του κι οι πίκρες του χαλάλι). Μάλιστα στην ερώτηση αν αξίζει που φτιάχνεται, μου απαντάει σαν σωστός συνεργειάς με το πιο σοβαρό και στιβαρό ύφος του κόσμου αν δεν κρατήσει πέντε χρόνια τουλάχιστον, έλα να με βρεις.

Το οδηγώ μετά από τέσσερις μήνες και νιώθω καλά. Δυναμώνω το ραδιόφωνο. Είναι αγαπημένη συνήθεια μετά από συνεργείο ή πλύσιμο, να δω τι άκουγαν οι άγνωστοι άλλοι, ενώ δούλευαν. Δεν αναγνωρίζω καν το σταθμό. Παίζει ένα παλιό ρεμπέτικο: όπου και να φύγεις, όπου και να πας / θα ξαναγυρίσεις μια και μ’ αγαπάς. Ούτε να το ήξεραν οι άνθρωποι ότι θα με ταράξει η φωνή της Γεωργακοπούλου και να το έκαναν επίτηδες. Το τραγούδι κάτι μου θυμίζει. Να το ακούω πάλι στο κορσάκι, να παρκάρω και να μένω λίγη ακόμα ώρα μέσα. Μέχρι να τελειώσει το κομμάτι. Κλειστά τα παράθυρα, τίγκα η ένταση και έξω νύχτα καλοκαιρινή. Θα πάω να πιω ποτό μ’ ένα φίλο που πια έχουμε χαθεί από χρόνια. Οι παλιοί Λατίνοι (κι ο Νόλαν) είχανε μια στρατηγική για να θυμάσαι –  απομνημονεύεις μια τοποθεσία, ένα σημείο, ένα μέρος κι ύστερα κάνεις τις συνδέσεις.

Το μέρος είναι το παρκαρισμένο κορσάκι και γω είμαι κλεισμένος μέσα, ακούω, τραγουδάω (σόρι Γεωργακοπούλου) κι ετοιμάζομαι να πιω πολύ.

Θα με νοσταλγήσεις και θα ξαναρθείς
θα το μετανιώσεις, θα με θυμηθείς

π. (πάλι)

Στο λεωφορείο ο τύπος δίπλα μου σκρολάρει ακατάπαυστα και ταυτόχρονα λαμβάνει μηνύματα σε ομαδική στο βάιμπερ. Όλα με ήχο. Με ενοχλεί, αλλά το καταπιέζω γιατί μυρίζει τη μυρωδιά του μεγάλου ανθρώπου και ξέρω πως μάλλον δεν ξέρει τι πρέπει και τι δεν πρέπει με τα βίντεο και τον ήχο στα σόσιαλ μίντια όταν βρίσκεσαι σε ΜΜΜ. Σε κάποια φάση καταλαβαίνω το σώμα του δίπλα μου που χαλαρώνει, για την ακρίβεια λίγο χύνεται πάνω μου. Κοιμήθηκε. Τα μάτια του έχουν κλείσει, το στοματάκι έχει κάνει ένα απειροελάχιστο στραβό ο και απ’ τα ρουθούνια του βγαίνει ήσυχος αέρας και κάπου κάπου σαν στάχια κουνιούνται λίγες τρίχες. Τα δάχτυλα κι απ’ τα δύο του χέρια είναι πάνω στην οθόνη. Το σταματημένο βίντεο δείχνει έναν παίχτη της Ίντερ που ετοιμάζεται να βγάλει τη φανέλα του για να πανηγυρίσει. Το ένα δάχτυλο έχει μείνει ακριβώς πάνω στο πρόσωπο του παίχτη και όλα τα εμότζις είναι ανοιχτά ακριβώς από πάνω. Άρα ανοιχτά και όλα τα συναισθηματικά ενδεχόμενα. Πάνω απ’ αυτό το γκολ αιωρούνται διάφορα συναισθήματα καρδιάκλάμαγέλιοσυμπάθειααπλή επιβράβευση. Μένει στάσιμος για πολύ ώρα έτσι, γέρνει πάνω μου όλο και περισσότερο, η οθόνη είναι ακινητοποιημένη απ’ τα δάχτυλα, αλλά οι ειδοποιήσεις συνεχίζουν και σκάνε. Τι διάολο; Πέθανε;

Πλησιάζει η στάση μου και αρχίζω και αναρωτιέμαι πως θα κατέβω, τώρα που στην πραγματικότητα έχει στηριχτεί πάνω μου, με το αμπεχωνοειδές μπουφάν του και τη μυρωδιά του που με στενοχωρεί και με αγχώνει. Πώς να μυρίζω άραγε; Απ’ τη δύσκολη θέση με βγάζει ο Κωνσταντίνος Δ. που του τηλεφωνεί.

Κοντά στη στάση είναι ένα φροντιστήριο αγγλικών. Μια μαμά παίρνει το παιδί της. Αυτό είναι φοβερά χαρούμενο και φωνάζει ΜΑΜΑΑΑΑΑ, ΜΑΜΑΑΑΑ ΕΙΔΕΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ;;;;; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΘΑΝΟ;;;;;;;;

Αυτή δεν απαντάει, απλά προχωράνε.

*

Σκέψεις έρχονται και φεύγουν τυχαία. Δεν υπάρχει τρόπος να τις κρατήσεις ή να τις κατακτήσεις. Μια σκέψη διέφυγε· προσπαθούσα να την καταγράψω· αντ’ αυτού, γράφω ότι μου διέφυγε

(κι αυτό π.)

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

απλά προσπαθεί να επιβιώσει

*

Στη στάση του λεωφορείου έξω απ’ τον κωτσόβολο. Περνάνε μπροστά μου για να πάνε στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Το παιδάκι, εμφανώς χαρούμενο, κουβαλάει, με το ζόρι χωράει στην αγκαλιά του, μια τεράστια σακούλα. Η μάνα του (πιθανότατα) λέει: εμείς πληρώσαμε κάτι παραπάνω και δεν περιμέναμε.

*

Οι άνθρωποι ανησυχούν που τον τελευταίο μήνα δε χρησιμοποιώ αμάξι. Πότε θα το πας στο συνεργείο να δεις τι έχει; Η αλήθεια είναι ότι είχα πολλά χρόνια να μην το χρησιμοποιώ καθημερινά. Ξαφνικά, Δεκέμβριο του ‘23, ανακάλυψα το τραμ, το Α2, (ξανά)βρήκα τα πόδια μου. Οι άνθρωποι ανησυχούν και αναρωτιούνται δεν πρέπει όμως να πας να το δει ο μάστορας; Και πώς θα πας όμως εκεί κι αλλού; Θυμάμαι που κοιτούσα, κολλημένος στην κίνηση ή κινούμενος με ταχύτητα, τους άλλους στη στάση -σκεφτόμουν, νά μια στενάχωρη εικόνα. Να πρέπει να γυρίσεις απ’ τη δουλειά κουρασμένος και επιπλέον να περιμένεις και στη στάση, να στριμώχνεσαι. Να παίρνεις το δρόμο για τα μπαρς και τα σινεμά και να πρέπει να πας με τα Μέσα. Τώρα όμως κάτι μ’ αρέσει που περιμένω στις στάσεις, κάτι μ’ αρέσει που περιμένω. Διαβάζω το βιβλιαράκι μου, χαζεύω φάτσες, στριμώχνομαι, περπατάω. Επίσης, δεν ψάχνω για παρκάρισμα. Και δεν βλέπω πόσοι οδηγοί είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια για το παραμικρό. 

*

Όπως έχω πει, ήμουν ικανή να περνώ όλο τον ελεύθερο χρόνο μου καθισμένη με το βλέμμα καρφωμένο ευθεία μπροστά. Κι όμως, τη στιγμή που κάποιος μου ζητούσε να πάω και να κάνω κάτι, αμέσως ένιωθα καταπιεσμένη! 

Ρέιτσελ Κασκ (σ’ αγαπώ)

*

Μου κάνει εντύπωση I: Στον τελικό του Φέιμ Στόρι τραγουδάει ο Ρέμος. Παίζει η εισαγωγή ενός τραγουδιού και λίγο πριν μπει το κουπλέ, ο τραγουδιστής λέει κάτι του στιλ για σηκώστε κινητά για φωτιστε λίγο. Έχουμε συνηθίσει να λέμε απαπά, πως έχουν γίνει έτσι οι συναυλίες, όλοι τραβάνε βίντεο, κανείς δε ζει στη στιγμή. Τώρα όμως, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, το ζητάει επιτάκτικα: σηκώστε κινητά, φωτίστε

*

Μου κάνει εντύπωση II: Διαφήμιση στο γιουτιούμπ. Με πάνω από ογδόντα εκατομμύρια τραγούδια στο γιουτιούμπ πρίμιουμ, δε θα χρειαστεί ποτέ να ακούσετε το ίδιο τραγούδι. Ποιος άκουσε ποτέ μουσική και δεν ήθελε να ακούσει ξανά και ξανά το ίδιο κομμάτι; Ποιος επιθύμησε ποτέ ένα μονίμως εναλλασσόμενο ακουστικό χαλί;

*

Μου κάνει εντύπωση III: Ένα είδος αναπολογητικότητας που επανέρχεται και κάτι μου κάνει. Ηρωίδες όπως αυτή της Ντεμπρέ στο Love me tender, η πρωταγωνίστρια στην Ανατομία μιας πτώσης, η μία από τις δύο φίλες στο Πιάσε το λαγό της Μπάστασιτς. Στ’ αλήθεια δεν πρόκειται για ένα είδος αναπολογητικότητας, το λέω σχηματικά, το λέω γιατί είναι εύκολο, αλλά δεν είναι αυτό. Πρόκειται για πρόσωπα, των οποίων τις επιλογές δεν μπορείς ακριβώς να καταλάβεις ή που όταν πας να πεις, οκ λογικό, αλλά τώρα θα πρέπει κάπως να το μαζέψουν, να κάνουν ή να πουν κάτι που πρακτικά, εντός του δεδομένου κοινωνικού πλαισίου, θα τις βοηθήσει, θα τις εξυπηρετήσει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, προχωρούν, απλά προχωρούν. Υπάρχει κάτι που μοιάζει με ό,τι να ‘ναι – είναι όμως ένα μείγμα ελευθερίας, άβολης ειλικρίνειας και πρακτικών επιβίωσης.

Αντιγράφω από τη συνέντευξη της Μπάστασιτς στον Αναγνώστη (δικά μου τα μπολντ):

Ερώτηση της Α. Σαμοθράκη: 

Η Λεϊλά είναι φοβερός χαρακτήρας- όχι απλά εντελώς απελευθερωμένη, αλλά και ξέφρενη, μου θύμισε την Κάθρην από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, απλά δεν δέχεται το «όχι» για απάντηση. Όμως πάντα η ελευθερία έχει ένα τίμημα. Είναι το ίδιο και με τη συγγραφική ελευθερία;

Απάντηση της Λ. Μπάστασιτς: 

Και πάλι από την οπτική της Σάρας είναι όλα αυτά. Η Λεϊλά είχε μια πολύ δύσκολη ζωή: έχει δει τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, έχει χάσει δικούς της ανθρώπους, οπότε δεν ανέχεται πλέον τις παπάτζες. Οπότε μπορεί να φαίνεται ξέφρενη σε έναν καλοζωισμένο Ευρωπαίο, αλλά στην πραγματικότητα απλά προσπαθεί να επιβιώσει. Επιλέγει να μην είναι θύμα για να μην εκτοπιστεί.

*

Σε κλαιν’ τα δέντρα όλα, σε κλαινκαι τα κλαδιά

Γκαντάρας – παραδοσιακό (χρησιμοποίησε τα λόγια ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου σε ένα κομμάτι του καινούργιου του δίσκου).

*

Μου κάνει εντύπωση IV: Νάπολη. Περισσότερο από τα αγάλματα του Δάντη και τους πίνακες του Καραβάτζο και τα κτίρια του 1700 που είναι παντού, η πόλη καθορίζεται από τεράστια κηδειόχαρτα και εκκλησάκια, όλα αμφίβολης αισθητικής – περίεργα σχηματάκια, τεράστια γράμματα, άκομψες φωτογραφίες των νεκρών, αγαλματίδια και αγαλματάκια, παναγίες και θείοι. Με άλλα λόγια ζωή και μνήμη και ακόμα περισσότερη ζωή. Τους ανθρώπους τους και τις ιστορίες τους τούς κλαιν’ οι τοίχοι, τούς ζουν οι δρόμοι, τούς λένε τα βλέμματα.

*

Στο τραμ κάτι πιτσιρίκια γυρνάνε ένα τικ τοκ βίντεο. Ξεχνιούνται, έχει φτάσει η στάση τους, βγαίνουν τρέχοντας, αλλά κλείνουν και το δρόμο στο τελευταίο, που δεν μπορεί να κατέβει και ξεμένει μέσα. Μέχρι την επόμενη στάση γελάει, το έχει πιάσει σπαστικό γέλιο, δε λέει να σταματήσει, γελάει με το στόμα ανοιχτό, σκουπίζει τα σάλια του με το χέρι του. Κατεβαίνει στην επόμενη στάση και αμέσως τρέχει προς την πλατεία που είχαν κατέβει τα υπόλοιπα. 

*

Είναι και αυτές οι μέρες του χρόνου που πάντα σκέφτεσαι. Τι είχε σημασία; Τι θα έχει σημασία; Τι σημαίνει περιμένω; Τι σημαίνει βιάζομαι; Ποια είναι όλα αυτά τα πρόσωπα των πεθαμένων στους δρόμους της Νάπολης; Πώς αυτά τα προχειροκολλημένα κακοφτιαγμένα χαρτιά σκεπάζουν αυτά τα βαριά πανέμορφα κτίρια που έγιναν με τόση προσοχή και τέχνη και γιατί τα μάτια μου ψάχνουν συνέχεια τα χαρτιά; Διαβάζω δυνατά τα ονόματα. Κοιτάζω τα πρόσωπα. Εδώ είναι πόλη των ανθρώπων, ζωντανών και νεκρών, όχι πόλη των μνημείων. Εδώ κατοικούν ακόμη φαντάσματα και σώματα, και οι τουρίστες θα πάρουν μόνο ό,τι περισσεύει. Ό,τι περισσεύει απ’ το προσωπικό χαβαδάκι και τα (όποια) γούστα των ανθρώπων της πόλης. 

*

Εδώ πάλι, στην Αθήνα, αυτό που κατοικεί και αυτό που περισσεύει είναι το εντελώς ανάποδο. 

*

Το λεωφορείο περνά μπροστά απ’ τη Στέγη. Συμπτωματικά, η σελίδα λέει: 

Δεν έχουν ιδιαίτερη φαντασία, δεν ξέρουν τι να κάνουν τα χρήματά τους. Δεν είναι αστεία η αποφασιστικότητά τους να αποδείξουν ότι αυτό που δεν μπορεί να αγοραστεί, μπορεί τελικά να αγοραστεί μια χαρά;

Ρέιτσελ (ξανά)

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized

δεν το λέω

Βλέπω το The Fire Within: A Requiem for Katia and Maurice Krafft, το ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτζογκ για ένα ζευγάρι ηφαιστειολόγων. Οι εικόνες είναι εντυπωσιακές και οι φάτσες των δύο πρωταγωνιστών φοβερές. Ο τρόπος που αυτοί οι άνθρωποι περπατούν, περιφέρονται και κουβαλούν τα διάφορα όργανα στους χώρους γύρω και κοντά στα ηφαίστεια έχει κάτι το γοητευτικό και απόκοσμο. Η αποτύπωση της λάβας που αναβλύζει είναι επιβλητική. Στ’ αλήθεια όμως αυτό που με έχει πιάσει απ’ το λαιμό είναι το voice over του Χέρτζογκ. Η φωνή του και κάποιες παρατεταμένες σιωπές. Ο τρόπος που μιλάει το όνομα Katia.

Θέλω το πρωί στο αυτοκίνητο στο δρόμο για τη δουλειά να ανοίγω το ραδιόφωνο και να μου μιλάει ο Χέρτζογκ. Θέλω να πληκτρολογώ τυχαίους τηλεφωνικούς αριθμούς και να το σηκώνει ο Χέρτζογκ. Θέλω να λαμβάνω ηχητικά στο ινσταγκραμ από άγνωστα προφίλ και να είναι ο Χέρτζογκ. Δεν έχει σημασία τι θα λέει. Θέλω αυτή τη φωνή και αυτές τις παύσεις στ’ αυτιά μου.

Τι ‘ναι 1

«Το αντίθετο μιας αλήθειας» δήλωνε ο Κλάους «είναι ένα ψέμα· αλλά το αντίθετο μιας βαθιάς αλήθειας» ―παύση για έμφαση, ψεκαστήρες, έντομα, μηχανές του γκαζόν, η αισθητή απουσία των θορύβων της πόλης, η φωνή του Κέννυ Ρότζερς από ένα περαστικό αυτοκίνητο― «ενδέχεται να είναι μια άλλη βαθιά αλήθεια». Είναι Αύγουστος ή δεν είναι Αύγουστος (ο Κλάους βγάζει τα παλιομοδίτικα στρογγυλά γυαλιά του, τρίβει το πρόσωπό του, τα ξαναφοράει, συνεχίζει να περπατάει)· εάν υποστηρίξω ότι είναι Αύγουστος ενώ δεν είναι, απλώς ψεύδομαι· εάν όμως πω ότι η ζωή είναι οδύνη, αυτό είναι αλήθεια, μια βαθιά αλήθεια· ομοίως είναι αλήθεια ότι η ζωή είναι χαρά· όσο περισσότερο βάθος έχει ο ισχυρισμός, τόσο πιο αντιστρέψιμος είναι· οι βαθιές αλήθειες προϋπάρχουν του συντακτικού, οι όροι τους μπορούν να αντιστραφούν, ακριβώς όπως στην περίπτωση του ασυνείδητου, όπου δεν ισχύει ο νόμος της μη αντίφασης ούτε ο νόμος του αποκλειόμενου τρίτου. Στη συνέχεια, σοβαρεύοντας προς στιγμήν, ο Κλάους αγγίζει τον ώμο μου: Ένα τέτοιο ρητό μπορεί να σου σώσει τη ζωή.

Μπ. Λέρνερ – Αμερικανική αγωγή

Τι ‘ναι 2

Τι `ναι αλήθεια, τι παραμύθια, /
θάνατος τι ‘ναι, τι ‘ναι η ζωή; /
Έλα κοντά μου, στην αγκαλιά μου /
να μου τα πεις εκεί.

Αλ. Πρωτοψάλτη – Γιορτή

λάφινγκ τουγκέδερ

Στο πλαϊνό πεζοδρόμιο ενός σούπερ μάρκετ του κέντρου βλέπω μία εργαζόμενη που προφανώς κάνει το διάλειμμά της. Είναι καθισμένη στα σκαλάκια της διπλανής πολυκατοικίας, καπνίζει τσιγάρο και σκρολάρει στο κινητό. Με το χέρι που καπνίζει κρατάει και το κεφάλι της. Οι κινήσεις της είναι αργές. Ανάμεσα απ’ τις τζούρες, όταν στηρίζει το μέτωπό της στη χούφτα της, τα μαλλιά της σχεδόν ακουμπάνε στο λάστιχο του παρκαρισμένου αμαξιού. Το πεζοδρόμιο είναι ελάχιστο, σχεδόν ανύπαρκτο. Μπαίνω κατευθείαν σε μουντ «το να ζεις και να δουλεύεις στην αθήνα είναι μια ανθρώπινη τραγωδία». Πάω ν’ αλλάξω πεζοδρόμιο γιατί, πρακτικά, δε θα χωρέσω θα πρέπει να τη σηκώσω ή έστω να την κάνω να μαζέψει τα πόδια της πάνω στα σκαλιά. Την ώρα που είμαι στη μέση του δρόμου, τη βλέπω καθώς κάνει το σκρολ να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Γελάει δυνατά, δεν κρατιέται. Αμέσως πετάει το τσιγάρο και αρχίζει να πληκτρολογεί, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει το γέλιο. Ήταν ολοφάνερο. Ένα καλό μιμ που κάποιος είναι επείγουσα ανάγκη να δει αμέσως.

Ποτέ καμία

Στον τοίχο του πάρκινγκ που οδηγεί προς το υπόγειο, είναι γραμμένο με τεράστια γράμματα: Σε περίπτωση φωτιάς δε φέρουμε ΚΑΜΙΑ ευθύνη.

Συνέχεια όλες τις ευθύνες του κόσμου

Ο μπάτσος σταματάει την κυκλοφορία στην αρχή της Αμαλίας. Είμαι το τρίτο αμάξι στη σειρά. Είναι πρωί, έτσι κι αλλιώς θα έφτανα οριακά στην ώρα μου. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Άντε τώρα να ξεφύγεις από δω μέσα. Ο μπάτσος όμως παραμένει εκεί στη μέση του δρόμου και κρατάει το γουόκι τόκι του. Δε βάζει κάποια κορδέλα. Δεν ετοιμάζεται να μας στείλει να στρίψουμε κάπου (όχι ότι υπάρχει εκεί αυτό το κάπου). Παίρνω τα πάνω μου. Εντάξει, κλασικά, κάποιο vip περνάει και μας κόβει για ένα δυο λεπτά. Συμβαίνει αυτό. Ακούω μουσική. Παραμένουμε ακίνητοι. Οδηγοί κορνάρουν ή κατεβαίνουν να δουν τι συμβαίνει. Ο μπάτσος σε ίδια στάση. Περνάνε δέκα λεπτά. Σβήνω το αμάξι. Τελικά ο όποιος είναι να περάσει περνάει μετά από 25 (μετρημένα) λεπτά. Έχω περάσει απ’ όλα τα στάδια του πένθους [Άρνηση -> (πολύς) Θυμός -> (ελάχιστη) Διαπραγμάτευση -> (αρκετούτσικη) Κατάθλιψη -> (αν μπορείς κάνε κι αλλιώς) Αποδοχή]. Όταν ξεκινάμε και περνάμε πια μπροστά από τη βουλή, δε νιώθω θυμό, όπως συνήθως, βλέποντας τουσ υπόλοιπους μπάτσους, που πίνουν φρεντοκαπουτσίνο και κοιτάνε σα χάνοι στοίχημα και γκαζέτα στα κινητά τους. Νιώθω ξαφνικά, αλλά με πολύ μεγάλη ένταση, ότι η ζωή μου τελειώνει και ότι αυτά τα 25 (μετρημένα) λεπτά ήταν πάρα πολύ σημαντικά, ήταν αναντικατάστατα, ήταν ανεπανάληπτα, με τρόπους που δεν μπορώ να διανοηθώ. Νιώθω ότι αυτός ο κλειστός δρόμος, αυτά τα 25 λεπτά μου διέλυσαν στην κυριολεξία τη ζωή. Νιώθω ότι αυτό το 25λεπτο ήταν κάτι που χάθηκα, κάτι που ήθελα, κάτι που δεν έπρεπε να χαθεί. Θα ήθελα να μάθω ποιος ήταν αυτός μέσα στο κωλάμαξο με τα φιμέ τζάμια. Ξαφνικά φωνάζω μόνος μου μέσα στο αμάξι ΠΟΙΟΣ ΡΕ ΓΑΜΗΜΕΝΟΙ ΠΟΙΟΣ.

Την προηγούμενη μέρα, σε μια πολύ άσχημη στιγμή, με μια αναπάντεχη ειλικρίνεια, αν όχι σκληρότητα, ο Δ. είπε τώρα δε με κρατάει τίποτα, όπου με πάρουν, να φύγω απ’ αυτό το μπουρδέλο. Δεν ήταν αυτό το κλασικό μόνο στην ελλάδα γίνονται αυτά και λοιπές φιλελέ μπούρδες. Ήταν ένα τόσο πραγματικό να φύγω απ’ αυτό το μπουρδέλο, που κανείς θα μπορούσε να αισθανθεί τρόμο ή δέος. Καταλαβαίνω όμως απόλυτα, εγώ αυτά τα 25 λεπτά τα ήθελα και τα έχασα.

Netflix-military complex

Δεν βοηθάει καμιά φορά στην κίνηση και το ότι βγαίνω απ’ την ασφάλεια της προεπιλεγμένης μουσικής και βάζω να ακούσω Πρώτο Πρόγραμμα. Ειδήσεις και εκπομπές στο δημόσιο ραδιόφωνο. Το ένα πρωί άκουσα την ανάλυση της Μίνας Καραμήτρου ως «ειδικής στην ισλαμιστική τρομοκρατία» και το επόμενο τις θέσεις του Ανδριανόπουλου για τη Μέση Ανατολή (και εννοείται και τα δύο πρωινά τους δύο δημοσιογράφους να συμφωνούν και να επαυξάνουν σε ό,τι λένε οι συνομιλητές τους). Δε μου κάνει εντύπωση που λένε όσα λένε -φυσικά και έχουν δικαίωμα να είναι όσο δεξιοί θέλουν-, μου κάνει εντύπωση ο τρόπος τους και ο τεχνικός λόγος που χρησιμοποιούν. Ειδικά η Καραμήτρου ήταν λες και είχε βγει από το Europe has fallen (ή κάποια ανάλογη ταινιοσειρά). Μιλούσε με φοβερή ψυχραιμία και ένταση για μυστικές υπηρεσίες, ευρωπαϊκά κράτη (που κοιμούνται μακάρια), για επιχειρησιακές δυνατότητες και άλλα παρόμοια. Οι άνθρωποι νομίζουν πως ζουν σε ένα video game ή σε κάποια σειρά και μπορούν να ζητούν χαλαροί περισσότερη στρατιωτικοποιημένη αστυνόμευση, εφόδους, παρακολουθήσεις, ανακρίσεις, intelligence, drowns. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να μιλούν για «το ισραήλ ως προκεχωρημένο φυλάκιο του δυτικού πολιτισμού» που «θα καθαρίσει για όλους μας», λες και μιλάνε για το πιο αυτονόητο και φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μου έκανε εντύπωση που σε ένα απ’ αυτά που γράφει ο Χωμενίδης κάποιο άτομο του έγραψε από κάτω για τον προφήτη Ουελμπέκ. Μάλλον αναφερόταν σε αυτή την περίφημη παντελώς ακροδεξιά θεωρία αντικατάστασης (οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που θα πάρουν τη θέση του χριστιανικού κόσμου της ευρώπης). Και θυμήθηκε λοιπόν τον Ουελμπέκ και την ακροδεξιά παπάτζα του και την ένωσαν μια χαρά με το «θα καθαρίσει για όλους μας». Ο σκοτωμός γι’ αυτούς είναι μια λογική λύση, μια ρύθμιση, μια απόφαση, κάτι κουλ που συμβαίνει σε ένα υπερσύγχρονο air gaped operation room. Ίσως προλάβουμε κάπως να το χώσουμε και στο επόμενο μίσιον ιμπόσιμπλ.

Και γιατί Ι;

Σε ένα παλιότερο Παρασκήνιο, που κυρίως ψέλνει ή τραγουδάει, ο Αλέξης Δαμιανός ανάμεσα στα ελάχιστα που λέει είναι και αυτό:

Βεβαίως εγώ έχω περιμένει νύχτες πολλές να ανοίξουν οι ουρανοί των Θεοφανίων. Έχω περιμένει, περιμένει, περιμένει, περιμένει. Και δε μου έκανε καθόλου κακό που δεν είδα αλλά και που δεν έπαψα να πιστεύω ότι κάποια μέρα μπορεί να δω ν’ ανοίγουν τα ουράνια στα Θεοφάνια. Έχω κάτσει στα σκαλάκια τραγουδώντας ψέλνοντας της αυλής μου και δε νομίζω ότι έχασα τίποτα, ούτε νιώθω βλάκας ή κόπανος. Νιώθω ότι βρήκα κάτι άλλο που είναι ισάξιο. Αυτή η αναμονή. Τη νύχτα. Βρήκα ότι κάποιοι παλμοί κάποιοι πιο πέρα από μένα, δεν έχει σημασία αν δεν ανοίξουν οι ουρανοί και γιατί ν’ ανοίξουν οι ουρανοί.

Και γιατί ΙΙ;

Στο Fame Story που παίζει αυτό τον καιρό στην ελληνική τηλεόραση οι παίχτες μαθαίνουν τα τραγούδια που θα πουν στο επόμενο live. Σε ένα απ’ αυτούς δίνουν το losing my religion. (Βλέπουμε τη φάτσα του: Σκοτεινιάζει, δεν το πιστεύει, αγχώνεται, θυμώνει, αδικείται, στενοχωριέται). «εγώ αυτό το τραγούδι ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΩ. Εγώ απορώ πως μου έδωσαν να πω ένα τραγούδι σε ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ». Μετά από λίγο πάει στο δωμάτιο. Μπαίνει ολόκληρος κάτω απ’ το πάπλωμα και χτυπιέται. Όταν μια συμπαίχτριά του πάει να τον βοηθήσει, εξανίσταται. Πετάει στο πάτωμα το χαρτί με τους στίχους. «ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΩ».

Το επεισόδιο της επόμενης μέρας ξεκινάει και βλέπουμε τον ίδιο παίχτη στην πρόβα. Τραγουδάει άνετα έχοντας μάλλον και πολύ καλή προφορά.

Λίγο αργότερα, στο δωμάτιο που μιλάνε οι παίχτες του ριάλιτι στην κάμερα μόνοι τους λέει:

«Τελικά, το έβγαλα το τραγούδι,

μάλλον θα είμαι οκ.

Παύση.

Παύση.

Παύση.

Εγώ τώρα γιατί έκανα όλο αυτό το σαματά;

Παύση.

Τσαμπα;»

Όχι φίλε μου καθόλου τσάμπα. Όπως ένιωσες (κι ας άλλαξες μετά).

Εγώ αυτό το τραγούδι ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΩ.

Εγώ αυτά τα 25 λεπτά ΔΕΝ ΤΑ ΧΑΡΙΖΩ.

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized

χαμηλά κι ατέλειωτα

Βγαίνω Συγγρού και ο ουρανός είναι κάπως μαύρος στο βάθος, σκοτεινός και απέραντος, πιάνει όσο πάει το μάτι και έχω μάλιστα την αίσθηση ότι αν μπορούσε το μάτι να φτάσει παραπέρα κι εκεί θα τα κάλυπτε όλα αυτή η βαριά μαυρίλα.

Ο ουρανός είναι πολύ μαύρος, εγώ είμαι πολύ κουρασμένος για να μαγειρέψω (μακαρόνια μη φανταστείς), δε θέλω να παραγγείλω γιατί όλη αυτή η μαυρίλα είναι πολύ πιθανό να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή και η αυθόρμητη απόφαση είναι goodys. Κανονικά αυτό το τσιζ, όπως κάθε τέτοιου είδους τσιζ, μ’ αρέσει, αλλά κάτι έχει η βραδιά και όλο αυτό μου φαίνεται απλώς σαντ. Παρόλα αυτά το κάνω, σα να ήταν η μόνη λύση στον κόσμο. Παρκάρω, στο Κουκάκι ο κόσμος τρωγοπίνει, άλλος θεός –πριν λίγο στο φεστιβάλ βιβλίου όλοι ζούσαν την ανησυχία, θα βραχούν το βράδυ τα βιβλία;δε θα βραχούν;τι να κάνω; ή συζητούσαν σοβαρά για τις πλημμύρες στο πήλιο–. Στα goodys όλο αυτό το στενάχωρο πράγμα γίνεται ακόμα πιο στενάχωρο αφού για κάποιο λόγο λειτουργεί ένας φοβερά δυνατός κλιματισμός, κλιματισμός πλοίου χωρίς να είσαι σε πλοίο, και στο τραπέζι αριστερά κάθεται μόνος του ο γνωστός συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας φορώντας μπουφάν και τρώγοντας κάτι με μαχαιροπήρουνο σε ένα ορθογώνιο πιάτο. Τον σιχαίνομαι και τον λυπάμαι και βγάζω ό,τι να ‘ναι άκυρα συμπεράσματα για τον άνθρωπο, αλλά σχεδόν δε φταίω γιατί απ’ τα ηχεία ακούγεται δυνατά μια επικολυρική εκδοχή του sound of sadness, που τα κάνει όλα αδιανόητα τραγικά και κενά νοήματος. Επίσης είναι η δεύτερη φορά που τον βλέπω σήμερα, πέρασε απ’ το περίπτερο στην έκθεση και προς στιγμήν αγχώθηκα ότι θα σταματήσει να ψωνίσει. Άβολο. Όμως, λιγότερο άβολο απ’ τους υποψήφιους που περνάνε και αφήνουν τις καρτούλες τους κι εγώ προσπαθώ γρήγορα να καταλάβω από ποια στο διάολο παράταξη είναι, αλλά δεν το προλαβαίνω έχουν ήδη φύγει κι έχω μείνει με μια επαγγελματική κάρτα στο χέρι.

Χθες έβλεπα κάτι βιντεάκια με κουρέματα, reels στο insta δηλαδή, την τελευταία εβδομάδα επιτελούν την (ιερή) λειτουργία που συνήθως επιτελεί ο Μπομπ Ρος, τα βλέπω και ηρεμώ, ησυχάζουν τα μέσα μου, γλαρώνουν τα μάτια μου. Μια γυναίκα στο L.A. κουρεύει μόνο με ξυράφι, είναι εντυπωσιακό, αλλά από την πανδημία και μετά έγινε δασκάλα κομμωτικής, απέκτησε μια αλλεργία στα χημικά του κομμωτηρίου. Της έχει λείψει η ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Σε κάποια βίντεο είναι σχεδόν βουρκωμένη μ’ αυτά και μ’ αυτά, σε άλλα κάνει tutorials. Έτσι μου έρχεται να μάθω να κουρεύω με ξυράφι, έχει κάτι το ξεκουραστικό ν’ ασχολείσαι με τα μαλλιά των ανθρώπων (και των σκυλογατιών), αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν πιάνουν τα χέρια μου.

& ο μίκυ πάντως δε νιώθει ακριβώς καλά

Ο ουρανός συνεχίζει να έχει αυτή τη βαριά ατέλειωτη αίσθηση, μόνο που τώρα τον νιώθω και σα να ‘ναι κάπως χαμηλά, λες και αυτό το απέραντο μαύρο θα ακουμπήσει τα κεφάλια μας. Πάντως εγώ οδηγώ κανονικά στη Συγγρού και προσπαθώ να καταλάβω από ήρθε αυτή η ξαφνική αίσθηση απόλυτου αδιεξόδου, η οποία ήρθε και μ’ έπιασε απ’ το λαιμό ξαφνικά μέσα σ’ ένα τέταρτο, όσο έκανα να φτάσω απ’ το Πεδίο στο Φιξ, και τώρα δεν μπορώ να ευχαριστηθώ τη μεγάλη κατηφόρα που πάντα μου φτιάχνει ένα τσικ το κέφι. Στη γειτονιά για κάποιο λόγο τα φώτα του δρόμου είναι σβηστά, επικρατεί ερημιά, λες κι έχει βαρέσει ένας συναγερμός που δεν άκουσα ποτέ, ψυχή πουθενά και ο ουρανός όλο και κατεβαίνει προς τα κάτω. Σ’ ένα βίντεο ο Μπέος κυκλοφορεί στους δρόμους και ψευτοωρύεται προς τα αυτοκίνητα ΠΟΥ ΠΑΤΕ; ΠΟΥ ΠΑΤΕ; ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΟ ΠΑ ΑΠΟ ΧΤΕΣ; Εντωμεταξύ τα τζάμια των αυτοκινήτων είναι κλειστά και δεν ξέρω σε ποιον το λέει ο Μπέος εκτός δηλαδή απ’ την κάμερα που επιμένει να τραβάει ΠΟΥ ΠΑΤΕ ΡΕ; Σε ένα άλλο βίντεο απ’ τον Έβρο κάποιοι ψιθυρίζουν ενώ ένας γύπας στέκεται στη μέση του δρόμου, το έκλεισα αμέσως δεν είδα τι γίνεται μετά, είναι φοβερό πως σε πιάνει καμιά φορά και λες δεν αντέχω δε μπορώ να το δω. Σε μια εκδήλωση τον Αύγουστο στα Κύθηρα ο Ιάσωνας Αποστολόπουλος προσπαθούσε να μιλήσει κάπως ψύχραιμα για το ναυάγιο της Πύλου, αλλά αναρωτιέμαι τι σημασία έχει, δηλαδή έχει, αλλά απ’ την άλλη δεν έχει κιόλας που άγνωστος αριθμός ανθρώπων βρίσκεται στον πάτο της Μεσογείου, αφού θα έχουμε πάντα την Σακελλαροπούλου σε φώτο οπ με τον φράχτη και τους πολιτοφύλακες να τριγυρνούν ες ες στην ύπαιθρο και να τους καμαρώνει ο μισός εθνικός κορμός, ονειρεύομαι στ’ αλήθεια του χρόνου τον ιούλιο αν δεν καίγεται κάτι και γίνει η γιορτή της δημοκρατίας να βρει την ευκαιρία η ΠτΔ να τους παρασημοφορήσει να χαρεί και η νέα ευρωπαϊκή δημοκρατία μας που πέτυχε απόλυτα το σκοπό της, σκοτώνονται τόσο πολλοί άνθρωποι πια στα σύνορα ΓΙΟΥΠΙΙΙΙ, αυτό θα πει εθνική κυριαρχία όχι μαλακίες. Κυκλοφορεί στο timeline μου ένα άρθρο με τίτλο «Το δάσος της Δαδιάς χάθηκε για πάντα». Στην ίδια εκδήλωση, στα Κύθηρα, ήταν και η Μάγδα Φύσσα κι αφού είπε ό,τι είχε να πει, κάποιο άτομο απ’ το κοινό ρώτησε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, πως μπορούμε πρακτικά να βοηθήσουμε, εκείνη απάντησε: Μα το έχετε κάνει ήδη, δεν ένιωσα ποτέ μόνη. Έτσι είπε, ότι μετά τη δολοφονία ήσασταν συνέχεια εκεί, είπε.

Ο ουρανός δε λέει να ξανασκαρφαλώσει μια στάλα. Εμ έχει μείνει εκεί χαμηλά εμ έχει και τον ατελείωτο. Πριν φτάσω στα goodys περνώντας από την Σπύρου Τρικούπη κάποιοι είχαν βγάλει ένα τραπεζάκι και πέντε έξι καρέκλες, δεν είδα ήταν μαγαζί, σπίτι ή ό,τι, γιατί κόντεψα να πατήσω αλάρμ και να σταματήσω, κεράστε ρε παιδιά μια μπύρα, κάντε κάτι, να κάτσουμε λίγο στο πεζοδρόμιο να πούμε μια κουβέντα, εδώ ο ουρανός όπου να ‘ναι θα μας καταπλακώσει.

Φτάνοντας σπίτι, τρέχω να μπω στην πολυκατοικία –ούτε στην είσοδο έχει φως–, βιάζομαι γιατί μου φαίνεται ότι το ταβάνι έχει πιο λογικό ύψος και σίγουρα κάπου τελειώνει, σε αντίθεση με αυτό το πράγμα απ’ έξω, μπαίνω, χαιρετάω τα γατιά, λέω τώρα να φάμε τα τσιζ μας αλλά κάθομαι και συνειδητοποιώ ότι η μισή κοκακόλα έχει χυθεί στη σακούλα και κατ’ επέκταση στο χολ και στο σαλόνι και στο τραπέζι, πάρε ρε μαλάκα Σπύρο κουτάκι τι το θες το χάρτινο, πού το πηγαίνεις πέρα δώθε;

*

Μας έλεγε όλους εμάς που ονειρευόμαστε την ευτυχία ένας μεγάλος δρόμος περιμένει να μας οδηγήσει στη μεγάλη πόλη. Τον πιστέψαμε. Εσύ αναστέναξες βαθιά, με τράβηξες προς το μέρος σου και συνέχισες να χορεύεις. Ψιθύρισες: «Ο μπαμπάς το έλεγε αυτό κάποτε…Δεν είστε οι πρώτοι εσείς που φανταζόσαστε ετούτη τη στιγμή»

Λάνα Μπάστασιτς, Πιάσε το Λαγό

*

Μ’ αρέσει αυτή η φράση, τη λέω δυνατά: Δεν είστε οι πρώτοι εσείς που φανταζόσαστε ετούτη τη στιγμή. Σκουπίζω την κοκακόλα και βλέπω ένα χθεσινοβραδινό βιντεάκι από Κύθηρα. Έχει πέσει το ρεύμα στο νησί, σκοτάδια και βροντές, είναι μαζεμένοι σε ένα σπίτι και η Χ. τραγουδάει ένα απ’ τα πλέον αγαπημένα μου τραγούδια, δεν έχει δρόμο να διαβώ / σοκάκι να περάσω. Μ’ αυτό το κομμάτι έπρεπε να κατέβω τη Συγγρού, αλλά πόσες πιθανότητες υπάρχουν να σου κάνουν τα ραδιόφωνα κι η τύχη τέτοια χάρη;

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

τάιμ τάιμ τάιμ

το νύχι στο χρόνο

Κάνω μαλακίες γιατί είναι η πρώτη μέρα στη θάλασσα και λειτουργώ με την ένταση του οδηγού που στέκεται πέμπτο αμάξι από ένα φανάρι, που συνήθως αφήνει να περάσουν το πολύ τρία. Σκάβω βιαστικά με το πόδι ανάχωμα για να μην βρέξει το κύμα πετσέτες και λοιπά τζάτζαλα μάτζαλα. 

Δεν σκάβω όπως πρέπει και όπως ενδείκνυται την άμμο, δηλαδή με τη φτέρνα. Σκάβω με τα δάχτυλα, οπότε πολύ σύντομα συμβαίνει το αναμενόμενο. Τα δάχτυλα βρίσκουν πέτρα. Συγκεκριμένα το τρίτο δάχτυλο (έχει ξεχωριστό όνομα άραγε; ναι, μέσος ή τρίτος δάκτυλος) βρίσκει πέτρα. Κάνω άουτς, τρέχω ασυναίσθητα στο σημείο που σκάει το κυματάκι και καθώς αυτό αποσύρεται, βλέπω το δάχτυλο καλυμμένο από ένα κόκκινο υγρό. Έχει φύγει το μισό νύχι. Το αφήνω για λίγο εκεί, να το κάψει το αλάτι, να το κάψει ο ήλιος ή ό,τι άλλο λέγαμε παλιά και ύστερα το τυλίγουμε με ένα πρώην υγρό χαρτομάντηλο που πια έχει ξεραθεί.

Δεν πονάω κι ούτε έχει συμβεί κάτι. Ίσως είναι μια μικρή τοσοδά αηδία, αλλά εντάξει. Δε με πειράζει που κοκκινίζει το πρώην υγρό μαντηλάκι. Απ’ την πρώτη στιγμή που είδα τι έχει συμβεί το μόνο που σκέφτομαι είναι μήπως έσπασε κάπως εύκολα το (μισό) νύχι. Στ’ αλήθεια, δεν έσπασε καν, απλά ξεκόλλησε, αποκολλήθηκε, αποχώρησε απ’ το δάχτυλο. 

Αυτή η τόσο ήσυχη και ομαλή αποχώρηση με οδηγεί σχεδόν αυτόματα στη σκέψη ότι η έξοδος του νυχιού δεν οφείλεται στη σύγκρουση με την πέτρα, αλλά στην ηλικία του νυχιού (και εμού). Τα νύχια μαλακώνουν με τα χρόνια; Δεν είμαι σίγουρος. Ή μήπως σκληραίνουν και αποκτούν κλίση. Σκέφτομαι γέρικα πόδια. Προσπαθώ να κοιτάξω προσεχτικά τα νύχια τους. Αν κάνω μια κίνηση και τ’ ακουμπήσω θα διαλυθούν άραγε στα δάχτυλά μου; Θα γίνουν κομφετί, κομματάκια, αφρολέξ; Ή μήπως αν πάω να τα αγγίξω θα διαπιστώσω ότι έχουν αλλάξει πια υφή, δεν τα πιάνει ψαλίδι ή νυχοκόπτης, είναι πλέον κόκκαλα, παίρνουν κλίση, γίνονται μια πάνσκληρη ύλη; 

Ποια είναι η ένδειξη του χρόνου που πέρασε; Να έχεις γίνει μια μαλακή πουπουλένια μπαλίτσα έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εξαχνωθεί; Ή να έχεις καταλήξει ένα σκληρό άκαμπτο κόκκαλο, μια μάζα από μπετονιένο υλικό;

Νύχια μαλακά, χρόνια πολλά. Αυτομάτως μυρίζω μπράτσα, μασχάλες, εσωτερική πλευρά του αγκώνα. Η μυρωδιά των χρόνων, η μυρωδιά του χρόνου. Δεν είναι βρώμα, δεν είναι απλυσιά, δεν είναι αποσμητικό, δεν είναι αφρόλουτρο. Είναι σωματίλα. Σωματίλα χρόνου. Την ήξερα από λεωφορεία, παππουδογιαγιάδες, μεγάλους ανθρώπους. Νύχια μαλακά, πώς μυρίζω άραγε τώρα.

Ξαπλώνω στην πετσέτα. Γλυκιά τύφλωση ο ήλιος στα μάτια, η σκιά μετακινήθηκε. Παίρνω τις ανασούλες μου. Αδειάζω τα πλευρά, βουλιάζω την κοιλιά, σβήνω. Στην ακινησία που επιβάλλω στο σώμα και το μυαλό μου, κάτι αρνείται να ακολουθήσει. Το δάχτυλο χωρίς μισό νύχι, ο παράμεσος ή τρίτο δάχτυλο τυμπανίζει.

Τι σημαίνει τυμπανίζει; Μια εσωτερική κίνηση -συστολή, διαστολή- χωρίς εξωτερικές μεταβολές. Τυμπανίζει το δάχτυλο ή το αίμα. Το σημείο που είναι κόκκινο, το σημείο που πριν είχε νύχι και τώρα έμεινε ακάλυπτο και απροστάτευτο, το μαλακό σημείο τυλιγμένο με ένα ξερό υγρό μαντηλάκι τυμπανίζει. Τι σημαίνει τυμπανίζει; Κάτι κινείται σε μια συγκεκριμένη λούπα, κάτι κρατάει ένα ρυθμό, κάτι μετράει. Τυμπανίζει. Μετράει το χρόνο. Σαν καρδιά, αίμα τυλιγμένο σε μαντηλάκι, που μετράει, όλο μετράει το δευτερόλεπτο, το λεπτό, την ώρα, τον χρόνο, το χρόνο.

Εγώ όμως στα χτυπήματα πάντοτε βιαζόμουν -να πάμε παρακάτω. Έγινε ντάξει, προχωράμε.Τυμπανίζει. Ό,τι κι αν μετράει, προχωράμε. 

*

χρόνος & Πρόκνη [ δύο ποιήματα από τις Επισκευές πλοίων. ]

accountability/ευθύνη

οι φρυγανιές έληξαν

αν είχα την ευκαιρία

θα γυρνούσα πίσω τον χρόνο

να τις πετάξω

εγκαίρως

φάμπιουλας

κατηγορώ τον εαυτό μου

που μια μέρα

το 1986

πέταξα το φαγητό της μαμάς μου

στα σκουπίδια

εσύ το θυμάσαι

και με συγχωρείς

επαναλαμβανόμενα 

επιμένεις να μην κατηγορώ

τον εαυτό μου

σε εξαντλητικό βαθμό

ευχαριστώ 

και συγγνώμη

*

όποιος μπορεί να περιμένει, δεν έχει ανάγκη να μην περιμένει

Κάνω μια κακή, ή τέλος πάντων μια σίγουρα άκαιρη και ασυναίσθητη παρατήρηση στον Μ. για μια στάση του στην πορεία. Σκέφτομαι ύστερα, ή μάλλον δεν σκέφτομαι απλά, αλλά ξέρω ότι η ψυχραιμία μου, η δυνατότητά μου να πάρω απόσταση από τα πράγματα σχεδόν την ίδια την ώρα που αυτά συμβαίνουν είναι μια πολυτέλεια.

Η υπομονή, η μετριοπάθεια, η ψυχραιμία είναι πολυτέλειες. Κάθε φορά που λέμε ας περιμένουμε το πόρισμα, ας περιμένουμε την έρευνα της αστυνομίας, ας περιμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου, ας περιμένουμε να συνεδριάσει η επιτροπή του υπουργείο/το γιουρογκρουπ/η κοινοβουλευτική ομάδα/το Δ.Σ./ο ΧΙ σκατά οργανισμός αυτό που λέμε είναι ότι έχουμε την πολυτέλεια της έλλειψης του επείγοντος. 

Δεν ξέρω το επείγον, έχω αυτό το προνόμιο και αυτό καθορίζει τη στάση μου.

Μέχρι να γίνει η έρευνα, να δημοσιεύσουν οι εφημερίδες και να ρυθμίσουν (αυτά που έτσι κι αλλιώς σκατά θα ρυθμίσουν), τόσα άτομα που τρέχουν για τη ζωή τους υπό την απειλή του επείγοντος θα έχουν χάσει το χρόνο, το χρόνο που είχαν για να ζήσουν.

Κάνω μια κακή, ή τέλος πάντων μια σίγουρα άκαιρη και ασυναίσθητη παρατήρηση στον Μ. για μια στάση του στην πορεία, γιατί είχα την πολυτέλεια να μην είναι επείγον (με όρους υπαρξιακούς) το ζήτημα, ούτε παλιά, ούτε τώρα. Δεν ζω στο επείγον, μου επιτρέπεται να είμαι ψύχραιμος.

*

η Φηλίτσα ξέρει τον χρόνο της

Κάνουμε κάτι εργασίες στα μπαλκόνια. Μένουμε στον πρώτο και οι γάτες που τόσα χρόνια έρχονταν δεν θα έχουν πια πρόσβαση στα μπαλκόνια. Σκέφτομαι τη Φηλίτσα. Η Φηλίτσα έχει έντονο βλέμμα, έντονο χαρακτήρα, είναι από εκείνα τα γατιά που σαν κριάρια διεκδικούν το χάδι σπρώχνοντας δυνατά με το κεφάλι το χέρι σου.

Η η Φηλίτσα έχει το δικό της χρόνο. Είναι απ’ αυτά τα γατιά. Επί είκοσι μέρες είσαι κει, τη χαϊδεύεις, πιστεύεις ότι στ’ αλήθεια μωρέ θέλει να κάνει ένα βήμα ακόμα, θέλει να μπει μέσα. Θέλει να υιοθετηθεί αυτή τη στιγμή. Κι ύστερα λείπει για είκοσι μέρες συνεχόμενες. 

Έχω πάρει αποστάσεις το τελευταίο χρονικό διάστημα. Διαχειρίζομαι τον πρωινό αποχωρισμό μας, ναι είναι λίγο δραματικό, μπορώ να τη βλέπω στον ακάλυπτο. Αλλά τόσο μπορώ, προχωράμε. Σήμερα που πια έγιναν οι εργασίες, σα να το ήξερε η Φηλίτσα ηρθε το πρωί με αυτή την αιώνια αμφιθυμία της, συμπιεσμένη όμως στο ίδιο πεντάλεπτο -χάδι, είσοδος στο σπίτι, αίτημα για συγκατοίκηση, απομάκρυνση, ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΡΕ ΜΛΚ ΒΑΛΕ ΦΑΪ ΚΑΙ ΒΟΥΛΩΝΕ, δε θέλω ούτε φαΐ πέρασα απλά να σου ρίξω μια ματιά. Και σα να το έκανα κι εγώ επίτηδες άνοιξα πρωί πρωί τη μπαλκονόπορτα να την καλημερίσω, να την αποχαιρετήσω. Και ύστερα από δυο τρία λεπτά μείναμε να κοιταζόμαστε. Φηλίτσα, εσύ, με αυτό το βλέμμα σου. Φηλίτσα, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις, τι θυμάσαι, σε τι ελπίζεις, πώς μετράς το χρόνο σου, που πας όταν φεύγεις κι εξαφανίζεσαι και τι σκέφτεσαι όταν έρχεσαι; 

*

ΣΤΟΠ

Στο ραδιόφωνο η παρουσιάστρια αναφέρεται στο περιστατικό με το άλογο στην Κέρκυρα. Μιλάει για κάποια καινούργια ρύθμιση της κυβέρνησης για τα ζώα όταν έχει καύσωνα. Λέει: Έπρεπε να παρθούν μέτρα, γιατί το άλογο εργαζόταν σε πολύ κακές συνθήκες. 

Το ζώο εργαζόταν. Σε απάνθρωπες συνθήκες.

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized

ΧΕ-7 (στο γκρι σέξιον)

Βρίσκομαι σε ένα μολ που έχω ξαναπάει δέκα φορές, αλλά σήμερα είμαι εντελώς αποπροσανατολισμένος. Σε βαθμό που θα στοιχημάτιζα ότι πρόσφατα έγινε μια ολική ανακαίνιση, μια ανακατασκευή, μια αλλαγή συνολική, ότι το ισοπέδωσαν όλο και το ξανασήκωσαν από την αρχή. Η Ε. όμως που δουλεύει εκεί/εδώ επιμένει ότι έτσι ήταν, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Φεύγοντας, έχω χαθεί εντελώς στο λαβύρινθο των πάρκινγκ, με τα χρώματα και τους αριθμούς. Περπατάω αιώνες ολόκληρους προς διάφορες κατευθύνσεις, τίποτα δε βγάζει νόημα και τίποτα δε μοιάζει να έχει όριο ή τέλος. Τα σέξιονς είναι άπειρα, η εσωτερική αρίθμηση των σέξιονς μοιάζει να έχει κάτι το κυκλικό (υπάρχει βουστροφηδόν στους αριθμούς;), έχω χαθεί και δεν υπάρχει τίποτα που να φαίνεται οικείο. Βλέπω ένα σεκιουριτά, κάνω ένα ξεψυχισμένο αστείο, υποψιάζομαι ότι ένα σωρό κόσμος πρέπει να χάνεται σε αυτές τις κατακόμβες, αλλά ο σεκιουριτάς απαντά, παραμένοντας εντελώς ανέκφραστος, ξεστομίζοντας σε ήπιο τόνο και με αργό ρυθμό κάτι οδηγίες τόσο καλά αρθρωμένες που νόμιζες ότι έχεις πάρει τηλέφωνο σε εκείνες τις υπηρεσίες με τα προηχογραφημένα μηνύματα που εσύ φωνάζεις, κοροϊδεύεις, αυτοσαρκάζεσαι, εκνευρίζεσαι και η φωνή απ’ την άλλη μεριά είναι όλη μια άσκηση ψυχραιμίας, λειτουργικότητας και μηχανικότητας. Λέει αυτό που έχει προγραμματιστεί να λέει, στον τόνο που έχει προγραμματιστεί να το λέει, με την ταχύτητα που έχει προγραμματιστεί να το λέει. Ακολουθώ τις οδηγίες του που δεν έχω καταλάβει ούτε στο ελάχιστο, αλλά δε με παίρνει να τον ξαναρωτήσω, αν ήταν προηχογραφημένο μήνυμα θα ξαναέκανα το τηλεφώνημα απ’ την αρχή και θα πάταγα με σχετική υπομονή 1 ύστερα 3 ύστερα ξανά 1 και θα τα κατάφερνα, ενώ τώρα σέρνω τα πόδια μου αποκαρδιωμένος και φωνάζω χωρίς φωνή ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΩ ΑΠ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ.

*

Λίγο νωρίτερα, στο αμάξι η φωνή που μέχρι πριν λίγο έλεγε κάτι κλισέ για ένα μεγάλο συνθέτη ή για ένα προεκλογικό ζήτημα, λέει χαλαρά μπαίνουμε σε διαφημιστικό περιβάλλον σκέφτομαι τι σημαίνει καν αυτό, αλλά η φωνή χωρίς να αλλάξει τίποτα, ρυθμό, ταχύτητα, χροιά αρχίζει και λέει για ένα συμβόλαιο της κοσμοτέ, ένα κλιματιστικό τογιοτόμι ή μια εταιρεία ρεύματος. Ύστερα συζητάει πολύ σοβαρά για ένα εθνικό θέμα και κάθε συζήτηση για εθνικά θέματα είναι εξορισμού μια δεξιά συζήτηση. Δεν είμαι όμως σε εγρήγορση για να αλλάξω σταθμό, γιατί αυτή η φράση μπαίνουμε σε διαφημιστικό περιβάλλον με έχει αποσυντονίσει, βλέπω και ακούω θολά, προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω σε ποιο περιβάλλον είμαστε αυτή τη στιγμή.

*

Μόλις παρκάρω, περπατάω κοιτώντας το κινητό και διαβάζω ποστς και τι πειράζει που ο δήμαρχος μοιράζει κουλούρια Θεσσαλονίκης στους τουρίστες και δεν μπορούμε να μην βλέπουμε ότι όλη η οικονομία ζει απ’ τον τουρισμό, δε μπορούμε να μένουμε πίσω, ναι λοιπόν τουρισμός και μετά ένα άτομο που δουλεύει σε ένα real estate γραφείο και τι πειράζει που οι άλλοι αγοράζουν διαμερίσματα για να πάρουν τη golden visa και μετά δε θέλουν τα διαμερίσματα και μετά δίνουν τη διαχείριση του διαμερίσματος που αγόρασαν στην ίδια εταιρεία real estate που τους το πούλησε και η εταιρεία real estate το κάνει Airbnb ή μπουτίκ χοτέλ ή απλά το ανακαινίζει και το νοικιάζει τριπλή τιμή ε και τι πειράζει, τι να γίνει, σας πειράζει και το real estate, ενώ το real estate δίνει δουλειές, το real estate κινεί την οικονομία, το real estate ανθίζει και μαζί ανθίζει ο άδωνις, ο βορίδης, διάφοροι ρώσοι που θέλουν golden visa, διάφοροι πλούσιοι ασαντικοί σύριοι, διάφοροι γενικώς που δε θέλουν ακίνητα θέλουν μια εξυπηρέτηση με τα χαρτιά τους και την αγοράζουν κι ύστερα σου λέει, δε με νοιάζει κάντο δωμάτια ρε φίλε real estate agent, real estate specialist κάντο κόντοζ κάντο μπουτίκ κρεάτων κάντο μπουτίκ καταναλωτών αθηναϊκής εμπειρίας κάντο μπουτίκ μπραντς, ε και τι πειράζει, να συντονιστούμε λίγο με τις απαιτήσεις και τις πραγματικότητες του καιρού λέει ο ψύχραιμος και μετριοπαθής expat με σπουδές στο ελεσΊ ή κάπου αντίστοιχα, η οικονομία πήγε εκεί, φάτε τουρισμό, αυτή είναι η φάση, μη γκρινιάζετε, λίγο συρτάκι, λίγο κουλούρι θεσσαλονίκης και η πατρίδα μου.

Έτσι κι αλλιώς, το ξέρουμε, δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο, αυτό είναι, αυτή είναι η πραγματικότητα, ας είμαστε ρεαλισταί.

*

Φυσικά δεν είναι το πρόβλημα οι real estate agents, γιατί όλα είναι real estate. Οι γειτονιές, ο ραδιοφωνικός χρόνος, το διαφημιστικό περιβάλλον, η γλώσσα των εκφωνητών, η γλώσσα των σεκιουριτάδων, τα πεζοδρόμια του δήμου, οι πάγκοι τα τραπέζια τα γραφεία και οι καρέκλες.

*

Πριν χαθώ στο πάρκινγκ του μολ είχα αποπροσανατολιστεί εντελώς. Δεν ξέρω από που βγαίνω ή από που ανεβαίνω και ποιες σκάλες κυλάνε προς τα κάτω. Σε αυτή την απελπισία σκέφτομαι ότι πρέπει να κάνω κάτι τώρα, άμεσα, να σπάσω αυτή την κατρακύλα, να σπάσω αυτό το αργό εφιαλτικό ιδρωμένο βούλιαγμα. Ε σε μολ ήμουνα, πήρα τις κυλιόμενες μέχρι όσο πάνω πήγαινε και έφτασα στη βεράντα του μολ, έφτασα ΣΤΑ ΓΚΟΥΝΤΙΣ. Η λύση βρισκόταν ξεκάθαρα στα γκούντις. Παραγγέλνω και κάθομαι και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μια κοπέλα μόνης της. Είναι 18 ή 22 ή 25 ή 16 ή 34. Έχει μπροστά της έναν δίσκο και τρώει με τέτοιο τρόπο, με τρόπο που παλιά σε κάποια ταινία θα άναβε η πρωταγωνίστρια τσιγάρο. Με σιχτίρι, με βουβή αγωνία, με αποφασιστικότητα, με λύσσα, με θυμό, με ματαίωση, σα να τελειώνει ο χρόνος και σα να έχουμε μόλις πέντε λεπτά ακόμα, σα να μην έχει τίποτα σημασία πια και σα να έχει περάσει κάποιο όριο, κάποιο σημείο απ’ το οποίο δεν έχει πια επιστροφή και τώρα ψύχραιμα παίρνει το χρόνο της πριν, με το επόμενο βήμα ή την επόμενη λέξη, ξεκινήσει τη νέα της εποχή.

Ο ξάδερφός μου μού έλεγε παλιά ότι όταν καμιά φορά έκανε μαθηματικά με τον πατέρα μου, τον παρατηρούσε που κάπνιζε το μπλε 22. Ω, μα τι ευχαρίστηση, τι απόλαυση, έπαιρνε μια τζούρα μισό τσιγάρο, παρατηρούσε την καύτρα να μεγαλώνει, το χαρτί να σιγοκαίγεται. Έτσι τον έπιανε μια αυτόματη λαχτάρα να ανάψει τσιγάρο, δεν του ‘φταναν δηλαδή τα μαθηματικά, ζούσε και αυτή την ανυπομονησία, ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΕ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΝΑ ΑΝΑΨΩ ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ, ΘΑ ΣΚΑΣΩ.

Αυτή την αίσθηση μου μετέδωσε, σχεδόν μου επέβαλλε η κοπέλα και καθώς το στρογγυλό μηχανηματάκι άρχισε να σφυράει και να δονείται και πήρα τα δύο τσιζ-μια πατάτες-μια κοκάκολα τα τοποθέτησα αργά αλλά και βιαστικά μαζί μπροστά μου και καθίσαμε ουσιαστικά φάτσα με φάτσα, ο καθένας στο τραπέζι του, αλλά κοιτώντας ο ένας τον άλλον και καθώς την έβλεπα να καταβροχθίζει με βουβή απελπισία και ημιάγρια απόλαυση το φαγητό της, την ακολούθησα, αντιγράφοντας τα πάντα της, τον ρυθμό, τα μασήματα, τη σιωπή, την ασκουπισιά, στ’ αλήθεια την επίθεση όχι στο φαγητό, αλλά σε όλο αυτόν τον λαβύρινθο. Την επίθεση στην τυπικότητα του σεκιουριτά, στο ανοίκειο αρχιτεκτόνημα, στο διαφημιστικό περιβάλλον, στο real estate, στο μολ ολόκληρο και σε όλον τον κόσμο που πλέον είναι ένα τεράστιο αντίγραφο του μολ (ή μήπως ο κόσμος είναι μικρός και το μολ ατελείωτο).

Επιτεθήκαμε και οι δυο, φάγαμε χωρίς βλέμματα, χωρίς να ανοίξουμε το κινητό και να σκρολάρουμε, χωρίς να κοιτάμε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν, χωρίς να κοιτάμε κανέναν, βουβοί καθρέφτες που μάσαγαν απολαυστικά, ψύχραιμα και μανιακά. Μας πήρε ένα μισάωρο ενώ κανονικά σε πέντε λεπτά θα είχαμε τελειώσει. Τα τσιζ μας ήταν η ίδια η ζωή, όπως την περιέγραφε με απίστευτη ακρίβεια αυτό το μολ στα σπλάχνα του οποίου γεμίζαμε τα σπλάχνα μας. Τα τσιζ μας ήταν το τελευταίο τσιγάρο του κόσμου και τα καταβροχθίσαμε όπως κάποτε κάναν τα τελευταία τσιγάρα σε σταθμούς τραίνων και σε άδεια μπαρ και σε βρεγμένα πεζοδρόμια κι ύστερα η ταινία τελείωνε και δεν ήξερες αν όλα πήγαν κατά διαόλου ή αν όλα τώρα θα άρχιζαν.

*

ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήταν ικανός να σου εξηγήσει οτιδήποτε ήταν ο Τζέικομπ· εάν είχε τα λόγια, δεν θα το εξέφραζε με συμπτώματα. [Μπεν Λέρνερ, Αμερικανική αγωγή]

*

Αν είχαμε τσιγάρο, δε το εκφράζαμε με τσιζ, κι αν είχαμε λόγια δε θα χανόμαστε στο μολ, κι αν δε χανόμαστε στο μολ δε θα ρωτάγαμε το σεκιουριτά απαρχαιωμένο ρομπότ – προηχογραφημένο μήνυμα, κι αν δεν ρωτάγαμε το σεκιουριτά, ίσως να είχαμε λόγια. Λόγια να πούμε, λόγια να προχωρήσουμε, λόγια να κατεδαφίσουμε το μολ, λόγια να εξαφανίσουμε τα βανάκια των τουριστών, λόγια να πάρουμε πίσω τα διαμερίσματα και λόγια να πάρουμε πίσω και να πάρουμε για πρώτη φόρα. Τι να πάρουμε για πρώτη φορά; Δεν έχω ιδέα, εδώ σας λέω χάθηκα στο πάρκινγκ του μολ και για μια στιγμή ένιωσα, πως αυτό που είχε κυρίως καταρρεύσει ήταν η πίστη στο ότι υπήρχε κάπου σε όλο αυτό το τερατούργημα μια πινακίδα που να λέει έξοδος.

εδώ είχα παρκάρει. το ‘χα φωτογραφίσει γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε και πού μπορεί να χαθείς και άντε μετά να ξαναβρίσκεσαι.

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized

ερωτική αφιέρωση

Έβλεπα μια εκπομπή στην Ερτ που κάθε φορά είναι αφιερωμένη σε ένα άτομο που ασχολείται με το χορό. Νομίζω πρέπει να μιλούσε ο Δάφνις Κόκκινος και έλεγε ότι μεγαλώνοντας οφείλουμε να ακούμε το σώμα μας και ίσως να μη μπορούμε πια να κάνουμε αυτά που κάναμε, αλλά μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς. Και αυτό δεν είναι κακό, ούτε στενάχωρο. Κάπως έτσι το είπε ή κάπως έτσι το θυμάμαι τέλος πάντων.

Ο Όζζυ, ο σκύλος με τον οποίο συζήσαμε για πάνω από μια δεκαετία, τα τελευταία δυο περίπου χρόνια είχε αλλάξει τους τρόπους του σώματός του. Τα χαρακτηριστικά κουλουράκια του ύπνου μετατράπηκαν σε ένα περίεργο τελικό ς (αλλού έδειχνε η μουσούδα, αλλού ο κώλος, αλλού ο κορμός). Η χαρά κάθε φορά που έμπαινες σπίτι δεν συνοδευόταν απ’ το τάνυσμα όλου του κορμιού και το αδυσώπητο χτύπημα της ουράς – δυναμό, μόνο χαμήλωναν τα αυτιά, το βλέμμα βάθαινε και η ουρά έκανε μια ανεπαίσθητη αλλά ταυτόχρονα πολύ έντονη κίνηση. Τα τεντώματα που κατέληγαν στα πίσω πόδια να παίρνουν θέση βατράχου έγιναν ένα αλλόκοτο κάθισμα στο πλάι (όπως σε παλιές φωτογραφίες οι άνθρωποι στο γαϊδούρι ή το μηχανάκι).

Τι είναι αυτό που μας συνιστά; Ποιο χαρακτηριστικό, ποιο νεύμα, ποιες κινήσεις; Είμαστε ο νεανικός μας εαυτός που τρέχει χωρίς φρένα, γλιστράει αλλά δε σταματάει, πηδάει φράχτες και ψηλά κάγκελα κλειστών σχολείων και πάρκων; Είμαστε κυρίως αυτή η ασταμάτητη ορμή, μια συγκεκριμένη γεμάτη φόρα κίνηση στο μπάσιμο στα μονά, οι άπειρες ανάσες στα μονοπάτια των νησιών;

Ήταν (ή είναι) ο Όζζυ κυρίως η ουρά που χαρούμενη βαράει καρέκλες τοίχους τραπέζια ερχόμενος να πάρει τα χάδια του και να φορέσει το λουρί του για να βγει έξω; Είναι η ικανότητά του να χωράει τρεις χιλιάδες μπαλάκια του τένις στο στόμα ενώ σπρώχνει με το πόδι άλλα τόσα; Ή ήταν (και είναι) το βλέμμα καθώς ημιανεβασμένος στον καναπέ περιμένει το τελικό σπρώξιμο από σένα, αυτή την βοήθεια που θα τον οδηγήσει στο βασίλειο του χουχουλιάσματος και της ξάπλας;

Θυμάμαι πια κυρίως τον δεύτερο Όζζυ, τον μεγάλο, και τον θυμάμαι να λέει με την ουρά (την ακίνητη), με τα πόδια (που γλιστράνε) και το βλέμμα (αυτό ακριβώς ίδιο), αυτό που έλεγε ο Δάφνις Κόκκινος. Δεν με ενοχλεί που δεν κάνω τα ίδια, κάνω άλλα. Δεν ψάχνω την ουσία μου σε ένα τρόπο, είμαι πολλοί τρόποι κ όλοι συνιστούν την πιο βαθιά και την πιο επιφανειακή ουσία μου.

Άλλωστε θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ο Όζζυ γερνώντας ακολούθησε τους δικούς μου ρυθμούς. Πιο αργούς, πιο λαχανιασμένους, πιο κάπως αλλιώς. Υπάρχουν πολλοί ρυθμοί να παίξεις μπάλα, να τη συζητήσεις, να την κοιτάξεις, να γελάσεις.

***

Η ΜΔ σε ένα πρόσφατο κείμενό της μου θύμισε εκείνη την θαυμάσια φράση της Haraway Τα είδη συντροφιάς μολύνουν το ένα το άλλο συνεχώς. Ο Όζζυ ήρθε στη ζωή μου σε μια περίοδο που είχα ξεχάσει τη χαρά της μόλυνσης, του χώματος, της ζεστασιάς του σώματος που κολλάει πάνω σου με μη βολικούς ή κανονικούς τρόπους. Όπως στο ελεύθερο παντρεύεσαι την άμμο με τρόπους που αποσταθεροποιούν την απόστασή σου απ’ το κάτω που πατάς και το σάλιο που καταπίνεις, έτσι και ο Όζζυ (και ο τρόπος που αγαπιόταν με τη Μαριάννα) ήρθε να μου πει ότι τα όρια και τα σύνορα των σωμάτων κάποτε καταπατούνται όχι μόνο για χάρη της αγάπης, αλλά περισσότερο γιατί απλά έτσι θες, έτσι νιώθεις, έτσι συνδέεσαι. Πως; Μπουρδουκλωνόμενος με τον άλλο. Χάνοντας τα χέρια σου, τη μουσούδα σου, τα πατούσια σου, το τριχωρό σου στέρνο και τα μυρωδάτα αυτιά σου. Κι ύστερα δε χρειάζεται να βρεις κάτι, φτάνει να επιμείνεις στο μπουρδούκλωμα.

Η φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού / Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει / Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει / Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας. Με φοβερές δόσεις εσωτερικής μεγαλοστομίας και πόζας σημείωνα εκεί κοντά στην ενηλικίωση ξανά και ξανά αυτή τη φράση από την έρημη χώρα, νομίζοντας ότι κάπου σ’ αυτή θα συνοψιστεί μια χειρονομία ζωής που θα τα πει όλα για το προσωπικό το πολιτικό το κοινωνικό και πάει λέγοντας. Τελικά το νόημα αυτής της φράση με χτύπησε κατακέφαλα την πρώτη φορά που ξύπνησα και συνειδητοποίησα ότι κοιμόμασταν με τον Όζζυ και οι δύο ανάσκελα, εγώ με ανοιχτά πόδια αυτό εκεί ανάμεσα, κρατώντας μια στάση που θα μπορούσα να ονομάσω αρχίδι με αρχίδι. Παραδοθήκαμε ο ένας στον άλλον, λειώσαμε ο ένας με τον άλλον, αναχωρήσαμε από τον κόσμο του ξύπνιου, της συνείδησης και της προσπάθειας έχοντας ως μόνη άγκυρα αυτή τη σύνδεση. Αρχίδι με αρχίδι.

Από τότε και μετά δεν έχω φάει ούτε μισό πιάτο που να μην περιέχει και μερικές τρίχες, δεν έχω φορέσει ρούχο που να μην περιλαμβάνει λίγο απ’ το dna του, δεν έχω ζήσει ούτε λιγάκι έξω απ’ τη μόλυνση.

***

Έχω υποσχεθεί – στον εαυτό μου κυρίως – να αποφεύγω τα γλυκερά και μελοδραματικά κειμενάκια. Αλλά όσα είπαμε παλιά, εννοείτε πως (δεν) ισχύουν. Είπα ξείπα ήταν το εξοργισμένο επιχείρημα του κάποτε πολύ νεαρού Σ σε ένα ερωτικό καυγά. Από τότε κάπου κάπου το θυμάμαι και πολύ συχνά πείθομαι για το διαρκές δικαίωμα στην αυτοαναίρεση. Οπότε γράφω όχι γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς, αλλά γιατί για να πενθήσω τον Όζζυ πρέπει να κρατήσω σημειώσεις, πρέπει να βγάλω σε λέξεις το αίσθημα της απουσίας, ακόμα κι αν είναι καταδικασμένες αυτές οι λέξεις να είναι λίγες, ανεπαρκείς, μισές.

***

Είμαι στο αμάξι κάποιες μέρες μετά το θάνατο του Όζζυ. Ψάχνω ένα cd που να έχει Αλεξίου γιατί αυτή μπορεί να πει αυτό που θέλω και μπορεί να το πει γιατί τις ίδιες μέρες πηγαίνοντας μαζί με τον πατέρα μου σε ένα διαγνωστικό κέντρο για κάτι εξετάσεις, θέλοντας και μη, σκέφτομαι τον πατέρα μου. Και όταν σκέφτομαι τον πατέρα μου το μυαλό μου παίζει από μόνο του Αλεξίου.

Χαρούλα σώσε με, το λέω δυνατά σχεδόν, αλλά δεν υπάρχει τέτοιο cd στο αμάξι. Υπάρχει όμως το επιλογή μικρούτσικος, που είχα γράψει όταν πέθανε ο μικρούτσικος και εκεί θα βρω λίγο απ’ αυτό που θέλω.

Ακούω και οδηγώ και είναι από εκείνες τις φορές που είναι ωραία, δεν έχει τόση κίνηση, κατεβαίνεις τη Συγγρού με φόρα, στο βάθος η θάλασσα λες και αν πατήσεις λίγο γκάζι ακόμα θα πέσεις – φλοπ – μέσα της. Παίζει ένα ερωτικό κομμάτι, απ’ αυτά που σήμερα ακούγονται λίγο αμήχανα και κριντζ (γιατί σχεδόν όλα ακούγονται λίγο κριντζ σήμερα, πρέπει να εφευρεθεί ένας νέος τρόπος να μιλάς για αισθήματα, έρωτες, αγάπες, επαναστάσεις). Το τραγούδι λέει φεύγω κ μη με περιμένεις και είναι η πρώτη στιγμή που μου έρχεται στο νου, όχι, όχι στο νου, στο δέρμα, στο χέρι, στα δάχτυλα η αίσθηση της στιγμής ακριβώς που σταματάει να ανασαίνει. Αυτό συνέβη στον Όζζυ κάπως μαλακά, κάπως τρυφερά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Σαν να πέφτει για έναν ακόμα γλυκό νυχτερινό ύπνο μισοχωμένος σε κάποιο κουβερλί, αφού έχει σκάψει και φτιάξει τη φωλίτσα του. Ακούω το τραγούδι και η Αλεξίου λέει φεύγω κ μη με περιμένεις. Νιώθω ότι ο Όζζυ μου αφιερώνει απ’ το υπερπέραν ένα ερωτικό τραγούδι. Δεν το εννοώ μεταφορικά. Νιώθω ότι ο Όζζυ μου στέλνει στίχους Αλκαίου, μουσική Μικρούτσικου, φωνή Αλεξίου και εγώ οδηγώ. Και όταν παρακάτω το κομμάτι λέει ποιος τη ζωή σου να ζεσταίνει επιβεβαιώνομαι. Γιατί η αγαπητική-ερωτική χειρονομία του Όζζυ ήταν στ’ αλήθεια (και) αυτή: Να πηγαίνει νωρίτερα στο κρεβάτι, να μπαίνει κάτω απ’ το πάπλωμα και να μας το ετοιμάζει. Ζεστό, χουχουλιάρικο, μυρωδάτο, με άλλα λόγια μολυσμένο. Μολυσμένο με Οζζύλα, μολυσμένο με σύνδεση, μολυσμένο με σώμα, μολυσμένο με μνήμη και ιστορίες.

***

Δυο τρία βράδια αφού πέθανε ο Όζζυ, με ξυπνάνε τα γατιά να τα ταΐσω. Σηκώνομαι με μισόκλειστα μάτια χτυπάω δεξιά αριστερά και φτάνοντας στα πιατάκια τους, κλοτσάω ένα μπαλάκι του Όζζυ. Σκέφτομαι τώρα ότι αν ήξερα από ελευθερία και αξιοπρέπεια, θα έπρεπε να πέσω αμέσως στα τέσσερα και να πιάσω το μπαλάκι με τα δόντια, να το βάλω στο στόμα μου και να του ρίξω και ένα υπόκωφο, τζούφιο γάβγισμα. Αυτή θα ήταν η δική μου ερωτική αφιέρωση.

***

Λοιπόν Όζζυ, μπορεί ο Maximus Decimus Meridius να σκεπτόταν συνέχεια την εκδίκηση, εμείς όμως μπορούμε να σκεφτούμε κυρίως τη συνάντηση, τη διαρκή συνάντηση, την προηγούμενη την τωρινή και την επόμενη και να τον παραφράσουμε: see you in this life and the next.

2 Σχόλια

Filed under Uncategorized

γεγονότα

Χάζευε η Μ. κάποιες παλιές βιντεοκασέτες και κοιτάζοντάς τες, θυμήθηκα ξανά τον τρόπο που συνηθίζαμε να τραβάμε τότε βίντεο και φωτογραφίες. Σε κάθε ταξίδι μάς έπιανε μια φοβερή πρεμούρα να αποτυπώσουμε μνημεία, κτήρια, τοπόσημα, τοπία. 36άρια φιλμ γεμάτα με τζαμιά, παζάρια, Βόσπορο, δρόμους της Istanbul, και το πολύ καμιά δεκαριά φωτογραφίες με φιγούρες και πρόσωπα. Στο Παρίσι λες και μας είχαν πει ότι δεν υπάρχει άλλη προηγούμενη αποτύπωση της πόλης, κι ούτε άλλη στο μέλλον θα υπάρξει. Εμείς και μόνο εμείς είμαστε υπεύθυνοι για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Αλλά και κάτι καλοκαιρινά φιλμ όλο θάλασσες, ηλιοβασιλέματα, μύλους, πόρτες και μπλε παράθυρα.

Στη βιντεοκασέτα που έβλεπε η Μ. παρακολουθούσα ατελείωτα τοπία, κτήρια και δρόμους. Μια δυο φορές μου ξέφυγε ένα άιντε ρε, γύρνα την κάμερα να δούμε ποιοι είναι εκεί. Τι τα γράφεις όλα αυτά τα έρημα τοπία, τις ακίνητες ξένες εικόνες; Έμοιαζε λες και όλοι είχαν παραταχθεί πίσω από την βιντεοκάμερα κι αυτή κατέγραφε μόνο εικόνες ενός ξενοδοχείου στην παραλία και κάπου από πίσω ακούγονταν φωνούλες, φωνούλες ξένες και φωνούλες αγαπημένες.

Τι ήταν αυτό που μας έσπρωχνε να φωτογραφίσουμε όλο το τριγύρω και να ξεχνάμε ή να σνομπάρουμε τα πρόσωπα; Δεν υπήρχε ίσως ακόμα η αίσθηση του ίντερνετ – αυτό το όλα είναι εδώ, στον υπολογιστή σου, η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει καρτ ποστάλ που να μην είναι ήδη αποθηκευμένη στο google images, άρα τι νόημα έχει όλη αυτή η προσπάθεια; Ή ίσως υπήρχε μια χαζή αίσθηση σοβαρότητας. Να είμαστε τυπικοί, να φωτογραφήσουμε την παναγία των παρισίων, τον Σηκουάνα, το Πομπιντού.

Μεγαλώνοντας, σιγά σιγά, παρατηρείται ένα σιφτ. Τα τοπία πιάνουν πια ίσο χώρο, και κάποτε μάλιστα εξαϋλώνονται μπροστά στα σώματα και τα πρόσωπα. Μια φορά στα Κουφονήσια, σχεδόν 150 φωτογραφίες, όλες πρόσωπα γύρω από ένα τραπέζι, όλες από την ίδια μέρα, από το πρωί ως το βράδυ. Πρόσωπα που τρώνε, που γελάνε, που κοιτάνε το άπειρο ή τους απέναντι, που χαζεύουν, που φωνάζουν, που τσουγκρίζουν. Η τελευταία φοιτητική έξοδος, πριν τον αποχαιρετισμό, ένα 36αρι φιλμ όλο πρόσωπα, πάλι γύρω από ένα τραπέζι (εδώ έντερ και λίγο γλυκό σαντνες). Σε μια έξοδο στο Ψυρρή σε ένα απ’ αυτά τα νέο-ρεμπετάδικα, μια 60αρα κασέτα όλη με δηλώσεις και λάιβ σχολιασμό των τραγουδιών από την ομήγυρη. Κοντινό στο κοντινό, ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε οπουδήποτε, αφού δεν υπάρχει οπτική αναφορά σε κάτι που θα αποκάλυπτε το μαγαζί. Δεν υπάρχει background, δεν υπάρχει χώρος, υπάρχουν μόνο πρόσωπα και φωνούλες.

Τώρα κάθε φορά που μπλέκω με τα παλιά κουτιά με τις φωτογραφίες και τις κασέτες, διαπιστώνω πως το μόνο που έχει ενδιαφέρον, είναι τα πρόσωπα και οι φωνούλες. Πρόσωπα αλλοιωμένα πια, πιο χαρούμενα ή πιο λυπημένα, κάποια απόντα και χαμένα, πάντως πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα.

***

***

Στο Μπακαλόγατο ο Κώστας Δούκας παραφθείρει τα πρόσωπα και τα κάνει προσώπατα – κατά το γεγονότα και τα χρήματα. Μ’ έναν τρόπο, προσθέτοντας αυτή την κατάληξη (-τα), τα κάνει πιο συμπαγή, πιο αληθινά, πιο απτά. Μετατρέπει τα βλέμματα πάνω στα πρόσωπα σε πολύ ειδικά και συγκεκριμένα συμβάντα. Τους χαρίζει μονιμότητα και αλήθεια. Τα προσώπατα έχουν υλικότητα, μπορείς να απλώσεις το χέρι και να τ’ αγγίξεις, μπορείς να τα τρίψεις, να τα χαϊδέψεις, να κολλήσεις πάνω τους, να ξαπλώσεις μαζί τους.

Μάλιστα, στην ταινία ο Δούκας τα αντιπαραβάλλει με τα χρήματα, τι αξία έχουν τα χρήματα μπροστά στα προσώπατα. Τα χρήματα είναι χαρτί, τα πιάνεις και τα σκίζεις, τα προσώπατα είναι σχεδόν οριστικά σχήματα, βράχοι, ακλόνητα γεγονότα.

***

Τον τελευταίο καιρό ξεκίνησα ξανά να βλέπω Bob Ross. Ένα επεισόδιο πριν τον ύπνο, έτσι ως προληπτικό φάρμακο για πιθανούς εφιάλτες (όχι ότι πετυχαίνει βέβαια, αλλά ηρεμεί τις σκέψεις. Ό,τι τέλος πάντων μπορώ να ελέγξω, όντως ελέγχεται χάρη στο Bob). Σε αυτή τη θέαση των εκπομπών λοιπόν, παρατηρώ ότι δεν κοιτάζω σχεδόν καθόλου τον πίνακα, το έργο. Κολλάω στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πινέλα – ακόμη και την ώρα που η κάμερα ζουμάρει στα σχήματα και τα χρώματα – τα μάτια παραμένουν καθηλωμένα στις τρίχες του πινέλου, στα δάχτυλα, στα λόγια, στον ήχο του πινέλου ή της σπάτουλας (δηλαδή στις φωνούλες).

***

***

Αφηγούμενος έναν απ’ τους τελευταίους (εντελώς άκυρους) εφιάλτες συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι σε όλους τους εφιάλτες σε όλη τη ζωή μου πουθενά δεν υπάρχουν πρόσωπα. Ακόμα και όταν εμφανίζονται γνωστά κι αγαπημένα άτομα, τα πρόσωπά τους είναι κάπως θολά. Ακόμα και στα ερωτικά όνειρα, όταν ξέρω ποιο είναι το απέναντι άτομο, κάπως ξέρω χωρίς όμως να υπάρχει εντελώς καθαρό το πρόσωπο – σα να υπάρχει ένα είδος πίξελς ή σα να μη μπορεί ο σκηνοθέτης του ονείρου (γκουχ γκουχ, δηλαδή εγώ) να νετάρει.

***

***

Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά πέφτω πάνω σε δυο τρεις φωτογραφιούλες από την Κω, έχω ελάχιστες γιατί που να βρεις όρεξη για αναμνήσεις όταν είσαι φαντάρος. Μια θάλασσα, ένα στενό με μαγαζιά, το στρατόπεδο (εξωτερική όψη). Στενάχωρα ή τζενέρικ πράγματα. Είναι περίεργο γιατί αυτό που σκέφτομαι τώρα είναι ότι όντως δε θυμάμαι δυο πρόσωπα που θα ήθελα να θυμάμαι, κάπως σα να μετανιώνω που είχα τέτοια άρνηση να φωτογραφήσω το οτιδήποτε. Ήθελα απλά να φύγω τρέχοντας από κει και να μην ξανακοιτάξω πίσω. Αν το ήξερα ότι θα θυμόμουν ένα ποδήλατο, μια πλάτη, κάτι ποτήρια, κάτι φευγαλέους ήχους, αλλά όχι τα συγκεκριμένα ένα δύο πρόσωπα, όχι τις φωνές, θα είχα ίσως σπαταλήσει ένα 36αρι φιλμ ή καμιά εκατοστή κλικ. Γιατί τώρα η κατάσταση έχει ως εξής, βρίσκομαι να αναρωτιέμαι: τι θυμάσαι από έναν άνθρωπο αν δεν είσαι σίγουρος ότι θυμάσαι το πρόσωπό του; Τι θυμάσαι αν υπάρχει περίπτωση να συναντηθείτε στο δρόμο και δεν είσαι σίγουρος αν θυμάσαι το πρόσωπο, αν θα αναγνωρίσεις τις φωνούλες;

As it was with him ,forgetting will begin with your eyes. / Then as with him, it will swallow your voice. / Then as with him, it will consume you entirely, little by little. / You will become a song, λέει η Emmanuelle Riva στο Hiroshima mon amour.

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

τέσσερα μηδέν

Ανανέωσα τα ντιπ κρεμμυδιού, τα τσιπς και το γουακαμόλε και βγήκα έξω στα σκαλιά. Δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω, και ήμουν πολύ κακόκεφη για να φωνάξω τους φίλους μας να έρθουν να δουν το υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Υπάρχει λέξη αντίθετη από το déjà vu; Ή κάποια λέξη που να περιγράφει πώς είδα όλο μου το μέλλον να περνάει μπροστά από τα μάτια μου; Είδα ότι εγώ θα έμενα στην Εθνική Τράπεζα της Αλμπουκέρκης και ο Μπέρνι θα τελείωνε το διδακτορικό του, θα συνέχιζε να ζωγραφίζει άσχημους πίνακες και να φτιάχνει λασπωμένα κεραμικά, θα έπαιρνε μονιμότητα στο πανεπιστήμιο. Θα αποκτούσαμε δύο κόρες· η μία θα γινόταν οδοντίατρος και η άλλη θα εθιζόταν στην κοκαΐνη. Εντάξει, δεν τα ήξερα όλα αυτά, αλλά το έβλεπα, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Και ήξερα ότι μετά από χρόνια ο Μπέρνι πιθανόν θα με εγκατέλειπε για καμιά φοιτήτριά του και θα ένιωθα ράκος, αλλά έπειτα θα επέστρεφα στο σχολείο, οπότε στα πενήντα μου θα έκανα επιτέλους όσα ήθελα να κάνω, μα θα ήμουν κουρασμένη.

Lucia Berlin – Οδός Λιντ, Αλμπουκέρκη [ Βράδυ στον Παράδεισο ]

Όταν διαβάζω Berlin θέλω να χαμογελάσω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή να κλάψω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή να πάω σε μια θέα και να παριστάνω πως ατενίζω σκεπτικός (ιδανικά στον αη γιώργη στα Κύθηρα που βλέπεις γύρω γύρω τη θάλασσα ψεύτικη, μακέτα, σαν ένα μπλε ασπράδι αυγού που απλώνεται ήπια και πυκνά).

***

Πού πήγε ο χρόνος;

Έχουν γραφτεί τόσα και τόσα σχετικά, άλλα μεγαλειώδη και άλλα εντελώς φτηνά. Στο μυαλό μου πάντα έρχεται εκείνη η ατάκα απ’ το Things to do in Denver when you ‘re dead. Η ζωή περνάει πιο γρήγορα κι απ’ τις διακοπές.

Νομίζω πως απ’ τα 28 μέχρι τα 40 έχουν περάσει δυόμιση χρόνια το πολύ. Και θα ορκιζόμουν ότι μέχρι τα 18 θυμάμαι μόνο καμιά ντουζίνα σκηνικά τα οποία επανέρχονται εμμονικά και συζητιούνται από μέσα μου κι απ’ έξω ξανά και ξανά, σαν ένα φιξ σκηνικό που χρησιμοποιείται σε σήριαλ, εκπομπές και ταινίες κι όλο λες τι διάολο άλλο background δεν έχει; Κι αν όχι, γιατί;

***

ninjababy [ 2021 ] έλα να σχεδιάσεις την Αθήνα, τα Βαλκάνια, το σύμπαν.

***

Έξω από το μετρό Ακρόπολη δύο αγόρια αγκαλιασμένα σφιχτά, πολύ σφιχτά και το ένα κλαίει με τα μούτρα στο λαιμό του άλλου. Κλαίει πολύ. Καθώς προσπερνάω, ακούω να λέει συγνώμη που κλαίω. Ούτε δέκα μέτρα πιο κάτω ένα αγόρι κουβαλάει ένα άλλο, προχωράνε καλικούτσα. Αυτό που κουβαλάει στην πλάτη το άλλο λέει είναι παιχνίδι εμπιστοσύνης, άστα ρε και το δεύτερο αγόρι αφήνει τα χέρια, χαλαρώνει τα πόδια και απλώνεται σαν σακί, χύνεται πάνω στην πλάτη του φίλου του. Ένα κορίτσι κρατάει δύο τσάντες στα χέρια και δυσανασχετεί γελώντας, γελάει δυσανασχετώντας, ενώ λέει τελειώνετε ρε.

Πού πήγε ο χρόνος;

Έξω απ’ το μετρό Φιξ μια κυρία ανοίγει, χωρίς να σταματάει να περπατάει ένα γαλάζιο φάκελο. Διακρίνω μόνο στο εξωτερικό του φακέλου τα γράμματα ΔΙΑΓΝΩΣΤ… Πάει να γυρίσει σελίδα, αυτή δε γυρνάει, πάει να σαλιώσει το δάχτυλο, το δάχτυλο βρίσκει στη μάσκα. Κατεβάζει τη μάσκα, σαλιώνει καλά. Γυρνάει σελίδα. Στο δεξί κομμάτι της σελίδας μια σειρά από νούμερα.

***

Ο χρόνος πήγε στο μεγάλωμα και τα γηρατειά των ζώων με τα οποία συγκατοικώ. Ένας κτηνίατρος έλεγε τις προάλλες, ε όσο μεγαλώνουν γίνονται περίεργα, βγάζουν γκρίνιες. Έτσι μοιάζουν οι επιθυμίες, οι απαιτήσεις, οι προσδοκίες, όταν εκφράζονται σαφώς και με ακρίβεια. Περίεργες και σίγουρα πάντως όχι και τόσο βολικές.

Προσπαθώ να γυρίσω τη ματαιότητα ή την αγωνία, σε ευγνωμοσύνη και απόλαυση. Δεν δυσκολεύομαι, είναι τέτοιος ο χαρακτήρας μου. Stop and smell the roses. Μάλιστα, να μυρίσω. Ο Όζζυ μυρίζει τσουρεκίλα. Ο Κυριάκος χώμα μετά από βροχή. Ο Λεφτέρης σιδερότυπο.

***

Το λέω και το ξαναλέω, τίποτα πιο μπανάλ απ’ την κρίση μέσης ( ; ) ηλικίας. Και σα να μην έφτανε το μίζερο κλισέ, έχουμε και τις αναπαραστάσεις στην ποπ κουλτούρα. Παλιμπαιδισμός και ξεσπάσματα και εσωτερικό κενό ή ψυχικός τρόμος, και τελικά μια (βεβιασμένα) γλυκιά επαναξιολόγηση και επιστροφή σε μια αγάπη που είναι ασφάλεια που είναι αγάπη που είναι ασφάλεια που είναι αγάπη – Τζον Κιούζακ για σένα λέω. Ακόμη και στην όποια προσωπική υπαρξιακή κρίση πρέπει να χωρέσουμε εντός των στενών προκαθορισμένων ορίων που έχτισε για μας κάποιο εργοστάσιο προκάτ αφηγήσεων. Όλος ο κόσμος είναι οριοθετημένος, ΚΟΜΜΕΝΟΣ ΣΕ ΚΟΜΜΑΤΑΚΙΑ, οικόπεδα και τεμάχια. Ακόμα και η πιο κρυμμένη ενδοχώρα είναι καλά μετρημένη και καταχωρημένη σε μια τεράστια βάση δεδομένων, στο υπ’ αριθμόν 1.345.678.911 κελί του αόρατου εξέλ.

***

Ο Βασίλης, τον οποίο έχω να δω από το 2006, με μια δραματική γλαφυρότητα περιέγραφε την εμπειρία του ιντερνετικού πορνό ως εξής: «υπάρχει μια σχετική διάθεση, διαλέγω το σωστό σάιτ, ακολουθεί εξερεύνηση, η κάβλα κάπως αρχίζει να λειτουργεί, είμαι στα δεκαπέντε ταμπς ανοιχτά, ό,τι ανοίγει είναι λίγο περισσότερο καβλωτικό, κάθε εικόνα λειτουργεί αθροιστικά, ανοίγω κι άλλα κι άλλα. Ύστερα, τελειώνω. Αμέσως πέφτει μαυρίλα στην οθόνη, κλείνω όλα τα ταμπς μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και νιώθω ένα κακό άδειασμα. Τώρα όλα όσα έβλεπα μοιάζουν ντεκαβλέ, σαντ, κακοφωτισμένα, γραφικά, γκοτέσκα, εντέλει παντελώς άσχημα».

Μπαίνω στον πειρασμό να κάνω την αναλογία μεταξύ χρόνου, δηλαδή ζωής και ιντερνετικού πορνό. Ζεις ζεις ζεις, ζεις παραπάνω, λαχταράς παραπάνω, ζεις κι άλλο, κι άλλο. Και ξαφνικά πέφτει μαυρίλα και όλα όσα ζούσες ένα μάτσο από sad ταμπς.

Υπερβολές και γκρίνιες.

***

Ένα από τα αγαπημένα μου ποίηματα είναι ο Διάκος του Καρυωτάκη. Σαν τις αναμνήσεις κι αυτό, επανέρχεται εμμονικά, λες και είναι ένα απ’ πέντε έξι συνολικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ιστορία.

Μέρα του Απρίλη.

Πράσινο λάμπος,

γελούσε ο κάμπος

με το τριφύλλι.

Ως την εφίλει

το πρωινό θάμπος,

η φύση σάμπως

γλυκά να ομίλει.

Εκελαδούσαν πουλιά,

πετώντας όλο πιο πάνω.

Τ’ άνθη ευωδούσαν.

Κι είπε απορώντας:

«Πώς να πεθάνω;»


Κώστα Καρυωτάκη πες μας για άνθη και πουλιά, πες μας για το πρωινό θάμπος και το τριφύλλι. Χεστήκαμε για τα 200 χρόνια, τις επετείους, τα Ναβαρίνα, τη ναυμαχία ή το Costa, χεστήκαμε για τη Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη και την ελληνική Δημοκρατία.

Ρώτα μόνο «Πώς να πεθάνω;». Ρώτα «Πώς να πεθάνω;». Ρώτα να σου πω κι εγώ για άνθη και πουλιά, για το πρωινό θάμπος και το τριφύλλι, για τη Lucia Berlin και το σαλούν, εκεί που θα συναντηθούμε.

3 Σχόλια

Filed under Uncategorized

πες μου πως το ‘κανες αυτό

Το 2022 θα είναι η χρονιά που θα γίνω 40. Ε και τί;

Τί σημασία έχει in the grand scheme of things, σε μια χρονιά που μας έχει τσαλαπατήσει. Σε μια χρονιά που τα λοκντάουνς και τα αφόρητα πανδημικά σκατά δεν είναι καν το γεγονός της χρονιάς, αφού, τί να κάνουμε, οι συνεχιζόμενες δολοφονίες στη μεσόγειο, όσο κι αν αποτελούν το επιστέγασμα της χαρούμενης και περήφανης λύσσας για τη διατήρηση και προώθηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, παραμένουν συνεχιζόμενες μαζικές δολοφονίες.

*

Τώρα είναι η στιγμή που όλοι οι λόγοι γύρω απ’ την πανδημία μοιάζουν να μην είναι αρκετοί ή, ας είμαι ειλικρινής, μοιάζουν λάθος, λάθος, λάθος.

Όταν μου ζητείται (ή μου ζητάω) να προσέχω αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό. Ο σκοπός είναι να επιβιώσουμε, αλλά είναι και να ζήσουμε και μην αρχίσω τη μπουρδολογία της μεταξύ τους διαφοράς, γιατί εν προκειμένω δεν έχει σημασία. Σκοπός δεν υπάρχει ακριβώς. Τρέχουμε ασθμαίνοντας πίσω απ’ το τελευταίο μίλι ή την επέλαση της πανδημίας, ψάχνουμε μια πληροφορία που να μπορεί να μας κουβαλήσει για πάνω από μια βδομάδα, αλλά προφανώς αυτό δε μπορεί να συμβεί και αυτό που μένει είναι κάτι αρκετά δύστροπο, κάτι που επιτρέπει ανάλογα με το φόβο ή το φόμο της στιγμής να ριχτείς στη ζωή ή να κάτσεις λίγο μέσα. Μετά αποτραβιέσαι από τύψεις ή χαλιέσαι που πάλι κάτι χάνεις, κάτι που γίνεται, κάτι που κάποιος δεν σταμάτησε. Κι ο κύκλος συνεχίζει. Όταν μαθαίνεις κάποιο κακό νέο, για λίγο παγώνεις κι ύστερα ο κύκλος συνεχίζει. Παραμένει αναλλοίωτο ένα μόνιμο αόριστο άγχος, πότε για την ασθένεια, πότε για αυτή την αδιανόητη επίθεση στον ταξικό πάτο, πότε για τίποτα συγκεκριμένο, δηλαδή για όλα.

Τριγύρω όλοι είναι σε διαφορετικές ταχύτητες. Κάποιος αυτή τη βδομάδα τρόμαξε, κάποιος θα συναντήσει τους γονείς του, κάποιος θέλει να τριφτεί αγκώνα με αγκώνα σε κάποια μπάρα, κάποιος απόψε θα μοιραστεί ό,τι καλούδι έχει πάνω του, κάποιος έχει να κάνει εμβόλιο, κάποιος αναρωτιέται τι διαφορά έχει το τεστ από το άλλο τεστ, κάποιος κάνει σα να μην τρέχει τίποτα και κάποιος είναι σε διαρκή κατάσταση αναμονής. Αναμονής για τί πράγμα; Για το τέλος όλου αυτού που δεν τελειώνει και αυτό μάλλον δεν είναι η πανδημία, αλλά αυτή η πυγμή που μας πατάει σαν τσίχλα πάνω στο πεζοδρόμιο (δηλαδή σε πρώτη φάση το μητσοτακέικο, και στο βάθος ο καπιταλισμός).

*

Είπα πεζοδρόμιο και σκέφτηκα ότι, παρόλα τα σημαντικά σκατά της χρονιάς, δε νομίζω ότι έχω ρίξει περισσότερο βρισίδι απ’ ό,τι για την πανεπιστημίου του μπακογιάννη.

 *

Το 2022 θα είναι η χρονιά που θα γίνω 40.

Τελευταία έχω χάσει μέχρι και τη χαρά του περπατήματος στην πόλη. Η πόλη έχει παραγίνει εχθρική, τελευταία φορά που την ένιωσα κάπως, ήταν, ΠΑΝΑΓΙΑΜΟΥ ΠΟΥ ΕΧΩ ΦΤΑΣΕΙ, όταν έπεσα πάνω σε ένα παλιό τραγούδι των φατμέ (ναι, των φατμέ), που μιλάει για τη Σταδίου. Η Σταδίου είναι ένας γενικώς άδειος εδώ και πολλά χρόνια δρόμος, αλλά την έχω περπατήσει πολλά βράδια μόνος μου με ακουστικά, τόσο που μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είναι ο δρόμος που έχω βρεθεί μόνος μου περισσότερο από κάθε άλλον στην Αθήνα. Ή μάλλον, για να το πω πιο μεγαλόστομα, μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι και η Σταδίου έχει βρεθεί πολλές φορές εντελώς μόνη (ή τέλος πάντων άδεια) με μόνη παρέα εμένα.

Ενιγουέι, το τραγούδι λέει:

Έλα κράτα με απ’ τη μέση / γιατί θ’ απογειωθώ / σκέψου μεσάνυχτα και κάτι στη Σταδίου να πετώ.

*

Τί με συγκινεί σε αυτό το κομμάτι; Κλασικές ρομαντικοποιημένες εικόνες της πόλης: το galaxy, η αναμονή στην αφετηρία των λεωφορείων πεντέμιση το πρωί αφού δεν υπάρχουν λεφτά για ταξί, ο απόηχος μιας πορείας μια δεκαετία πίσω ή και δυο χρόνια πίσω, τα μεγάλα πεζοδρόμια με βροχή, πρόσωπα αρχαία, ένα γλυκό στριμωξίδι που τότε έμοιαζε κουραστικό και τώρα το κοιτάζω με δίψα μεσημεριού Ιουλίου, τα ποιήματα του Γκόρπα (τι ωραία που έπιασε έτσι την πόλη, φευγαλέα, ημισκοτεινά, μελαγχολικά, μπατίρικα, αναπολογητικά, με ήσυχη λαχτάρα – κάτι σημερινά χιπ χοπ κομμάτι έχουν παρόμοιο βλέμμα και πολύ μ’ αρέσουν).

Με ενοχλεί που έχω πετύχει στο galaxy τον Πορτοκάλογλου τόσες φορές. Νιώθω ότι κάτι κλέβει απ’ το κομμάτι, το μετατρέπει σε μια κυριολεξία πολύ προσωπική (του). Με ενοχλεί γενικά ο Πορτοκάλογλου βέβαια. Απ’ την άλλη το κομμάτι με πιάνει, ψέματα δεν μπορώ να πω, με πιάνει πολύ.

*

*

Το 2022 θα είναι η χρονιά που θα γίνω 40. Η κρίση ηλικίας είναι κάτι βαρετό, χιλιοειπωμένο, μπανάλ.

Κολλημένος στην κίνηση της Σταδίου, με πιάνει ξανά τυχαίο κομμάτι. Έχει πεθάνει η Χριστιάνα, γίνονται ψευτοαφιερώματα και κάποιος πετάει στο facebook ένα βίντεο στο γιουτιούμπ, τον κραουνάκη το 1982 να κάθεται στο πιάνο και να παίζει το να μη μπορώ να σ’ αγαπήσω. Απαπα.

Με συγκινούν τραγούδια ανθρώπων που με ενοχλούν. Συγκινούμαι και δεν ξέρω τι να αποδώσω που. Ένα απ’ τα αποτελέσματα της πανδημίας είναι ότι όλοι και όλα είναι ταυτόχρονα πιο αφόρητα και πιο ευάλωτα από ποτέ – δεν ξέρεις αν πρέπει να συναισθανθείς, να βρίσεις, να δραπετεύσεις, να ετοιμάσεις βαλίτσες ή να πέσεις μέσα σε μια αγκαλιά και να γουργουρίσεις κλαίγοντας. Να χάσεις την ταυτότητα πια γίνεται μόνο σε ταινίες και ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα απ’ το νερό και έχει μείνει κολλημένος στο Φεβρουάριο/Μάρτιο του ‘20.

*

Αύριο πρέπει να πάω να πάρω το καινούριο της Λισπέκτορ. Κάθε φορά που δυσκολεύομαι, μου έρχεται η φράση της «τα πράγματα είναι πάντοτε παραμονές». Περιμένω κάτι απ’ αυτό το βιβλίο, περιμένω κάτι απ’ αυτό τον δρόμο, περιμένω κάτι απ’ αυτή τη χρονιά. Όμως κάθε προσδοκία είναι μια αναβολή, κάθε αισιοδοξία είναι άκαιρη και βάναυση, κάθε σκέψη διακόπτεται απότομα από μια αίσθηση μόνιμου επείγοντος.

*

Το τραγούδι λέει: Το σκοτάδι έγινε μέρα / πες μου πώς το ‘κανες αυτό.

Θα σου πω εγώ λοιπόν Πορτοκάλογλου, αφού έχω κολλήσει με αυτό το πράμα και δε λέει να φύγει απ’ τα αυτιά μου. Για αρχή ήμαστε και είμαστε εκεί, πρέζεντ, κονέκτεντ πως το λένε. Όπως και όσο μπορούμε. Βλέποντας και κάνοντας. Πρέζεντ.

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized