Έβλεπα μια εκπομπή στην Ερτ που κάθε φορά είναι αφιερωμένη σε ένα άτομο που ασχολείται με το χορό. Νομίζω πρέπει να μιλούσε ο Δάφνις Κόκκινος και έλεγε ότι μεγαλώνοντας οφείλουμε να ακούμε το σώμα μας και ίσως να μη μπορούμε πια να κάνουμε αυτά που κάναμε, αλλά μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς. Και αυτό δεν είναι κακό, ούτε στενάχωρο. Κάπως έτσι το είπε ή κάπως έτσι το θυμάμαι τέλος πάντων.
Ο Όζζυ, ο σκύλος με τον οποίο συζήσαμε για πάνω από μια δεκαετία, τα τελευταία δυο περίπου χρόνια είχε αλλάξει τους τρόπους του σώματός του. Τα χαρακτηριστικά κουλουράκια του ύπνου μετατράπηκαν σε ένα περίεργο τελικό ς (αλλού έδειχνε η μουσούδα, αλλού ο κώλος, αλλού ο κορμός). Η χαρά κάθε φορά που έμπαινες σπίτι δεν συνοδευόταν απ’ το τάνυσμα όλου του κορμιού και το αδυσώπητο χτύπημα της ουράς – δυναμό, μόνο χαμήλωναν τα αυτιά, το βλέμμα βάθαινε και η ουρά έκανε μια ανεπαίσθητη αλλά ταυτόχρονα πολύ έντονη κίνηση. Τα τεντώματα που κατέληγαν στα πίσω πόδια να παίρνουν θέση βατράχου έγιναν ένα αλλόκοτο κάθισμα στο πλάι (όπως σε παλιές φωτογραφίες οι άνθρωποι στο γαϊδούρι ή το μηχανάκι).
Τι είναι αυτό που μας συνιστά; Ποιο χαρακτηριστικό, ποιο νεύμα, ποιες κινήσεις; Είμαστε ο νεανικός μας εαυτός που τρέχει χωρίς φρένα, γλιστράει αλλά δε σταματάει, πηδάει φράχτες και ψηλά κάγκελα κλειστών σχολείων και πάρκων; Είμαστε κυρίως αυτή η ασταμάτητη ορμή, μια συγκεκριμένη γεμάτη φόρα κίνηση στο μπάσιμο στα μονά, οι άπειρες ανάσες στα μονοπάτια των νησιών;
Ήταν (ή είναι) ο Όζζυ κυρίως η ουρά που χαρούμενη βαράει καρέκλες τοίχους τραπέζια ερχόμενος να πάρει τα χάδια του και να φορέσει το λουρί του για να βγει έξω; Είναι η ικανότητά του να χωράει τρεις χιλιάδες μπαλάκια του τένις στο στόμα ενώ σπρώχνει με το πόδι άλλα τόσα; Ή ήταν (και είναι) το βλέμμα καθώς ημιανεβασμένος στον καναπέ περιμένει το τελικό σπρώξιμο από σένα, αυτή την βοήθεια που θα τον οδηγήσει στο βασίλειο του χουχουλιάσματος και της ξάπλας;
Θυμάμαι πια κυρίως τον δεύτερο Όζζυ, τον μεγάλο, και τον θυμάμαι να λέει με την ουρά (την ακίνητη), με τα πόδια (που γλιστράνε) και το βλέμμα (αυτό ακριβώς ίδιο), αυτό που έλεγε ο Δάφνις Κόκκινος. Δεν με ενοχλεί που δεν κάνω τα ίδια, κάνω άλλα. Δεν ψάχνω την ουσία μου σε ένα τρόπο, είμαι πολλοί τρόποι κ όλοι συνιστούν την πιο βαθιά και την πιο επιφανειακή ουσία μου.
Άλλωστε θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ο Όζζυ γερνώντας ακολούθησε τους δικούς μου ρυθμούς. Πιο αργούς, πιο λαχανιασμένους, πιο κάπως αλλιώς. Υπάρχουν πολλοί ρυθμοί να παίξεις μπάλα, να τη συζητήσεις, να την κοιτάξεις, να γελάσεις.
***
Η ΜΔ σε ένα πρόσφατο κείμενό της μου θύμισε εκείνη την θαυμάσια φράση της Haraway Τα είδη συντροφιάς μολύνουν το ένα το άλλο συνεχώς. Ο Όζζυ ήρθε στη ζωή μου σε μια περίοδο που είχα ξεχάσει τη χαρά της μόλυνσης, του χώματος, της ζεστασιάς του σώματος που κολλάει πάνω σου με μη βολικούς ή κανονικούς τρόπους. Όπως στο ελεύθερο παντρεύεσαι την άμμο με τρόπους που αποσταθεροποιούν την απόστασή σου απ’ το κάτω που πατάς και το σάλιο που καταπίνεις, έτσι και ο Όζζυ (και ο τρόπος που αγαπιόταν με τη Μαριάννα) ήρθε να μου πει ότι τα όρια και τα σύνορα των σωμάτων κάποτε καταπατούνται όχι μόνο για χάρη της αγάπης, αλλά περισσότερο γιατί απλά έτσι θες, έτσι νιώθεις, έτσι συνδέεσαι. Πως; Μπουρδουκλωνόμενος με τον άλλο. Χάνοντας τα χέρια σου, τη μουσούδα σου, τα πατούσια σου, το τριχωρό σου στέρνο και τα μυρωδάτα αυτιά σου. Κι ύστερα δε χρειάζεται να βρεις κάτι, φτάνει να επιμείνεις στο μπουρδούκλωμα.
Η φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού / Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει / Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει / Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας. Με φοβερές δόσεις εσωτερικής μεγαλοστομίας και πόζας σημείωνα εκεί κοντά στην ενηλικίωση ξανά και ξανά αυτή τη φράση από την έρημη χώρα, νομίζοντας ότι κάπου σ’ αυτή θα συνοψιστεί μια χειρονομία ζωής που θα τα πει όλα για το προσωπικό το πολιτικό το κοινωνικό και πάει λέγοντας. Τελικά το νόημα αυτής της φράση με χτύπησε κατακέφαλα την πρώτη φορά που ξύπνησα και συνειδητοποίησα ότι κοιμόμασταν με τον Όζζυ και οι δύο ανάσκελα, εγώ με ανοιχτά πόδια αυτό εκεί ανάμεσα, κρατώντας μια στάση που θα μπορούσα να ονομάσω αρχίδι με αρχίδι. Παραδοθήκαμε ο ένας στον άλλον, λειώσαμε ο ένας με τον άλλον, αναχωρήσαμε από τον κόσμο του ξύπνιου, της συνείδησης και της προσπάθειας έχοντας ως μόνη άγκυρα αυτή τη σύνδεση. Αρχίδι με αρχίδι.
Από τότε και μετά δεν έχω φάει ούτε μισό πιάτο που να μην περιέχει και μερικές τρίχες, δεν έχω φορέσει ρούχο που να μην περιλαμβάνει λίγο απ’ το dna του, δεν έχω ζήσει ούτε λιγάκι έξω απ’ τη μόλυνση.
***
Έχω υποσχεθεί – στον εαυτό μου κυρίως – να αποφεύγω τα γλυκερά και μελοδραματικά κειμενάκια. Αλλά όσα είπαμε παλιά, εννοείτε πως (δεν) ισχύουν. Είπα ξείπα ήταν το εξοργισμένο επιχείρημα του κάποτε πολύ νεαρού Σ σε ένα ερωτικό καυγά. Από τότε κάπου κάπου το θυμάμαι και πολύ συχνά πείθομαι για το διαρκές δικαίωμα στην αυτοαναίρεση. Οπότε γράφω όχι γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς, αλλά γιατί για να πενθήσω τον Όζζυ πρέπει να κρατήσω σημειώσεις, πρέπει να βγάλω σε λέξεις το αίσθημα της απουσίας, ακόμα κι αν είναι καταδικασμένες αυτές οι λέξεις να είναι λίγες, ανεπαρκείς, μισές.
***
Είμαι στο αμάξι κάποιες μέρες μετά το θάνατο του Όζζυ. Ψάχνω ένα cd που να έχει Αλεξίου γιατί αυτή μπορεί να πει αυτό που θέλω και μπορεί να το πει γιατί τις ίδιες μέρες πηγαίνοντας μαζί με τον πατέρα μου σε ένα διαγνωστικό κέντρο για κάτι εξετάσεις, θέλοντας και μη, σκέφτομαι τον πατέρα μου. Και όταν σκέφτομαι τον πατέρα μου το μυαλό μου παίζει από μόνο του Αλεξίου.
Χαρούλα σώσε με, το λέω δυνατά σχεδόν, αλλά δεν υπάρχει τέτοιο cd στο αμάξι. Υπάρχει όμως το επιλογή μικρούτσικος, που είχα γράψει όταν πέθανε ο μικρούτσικος και εκεί θα βρω λίγο απ’ αυτό που θέλω.
Ακούω και οδηγώ και είναι από εκείνες τις φορές που είναι ωραία, δεν έχει τόση κίνηση, κατεβαίνεις τη Συγγρού με φόρα, στο βάθος η θάλασσα λες και αν πατήσεις λίγο γκάζι ακόμα θα πέσεις – φλοπ – μέσα της. Παίζει ένα ερωτικό κομμάτι, απ’ αυτά που σήμερα ακούγονται λίγο αμήχανα και κριντζ (γιατί σχεδόν όλα ακούγονται λίγο κριντζ σήμερα, πρέπει να εφευρεθεί ένας νέος τρόπος να μιλάς για αισθήματα, έρωτες, αγάπες, επαναστάσεις). Το τραγούδι λέει φεύγω κ μη με περιμένεις και είναι η πρώτη στιγμή που μου έρχεται στο νου, όχι, όχι στο νου, στο δέρμα, στο χέρι, στα δάχτυλα η αίσθηση της στιγμής ακριβώς που σταματάει να ανασαίνει. Αυτό συνέβη στον Όζζυ κάπως μαλακά, κάπως τρυφερά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Σαν να πέφτει για έναν ακόμα γλυκό νυχτερινό ύπνο μισοχωμένος σε κάποιο κουβερλί, αφού έχει σκάψει και φτιάξει τη φωλίτσα του. Ακούω το τραγούδι και η Αλεξίου λέει φεύγω κ μη με περιμένεις. Νιώθω ότι ο Όζζυ μου αφιερώνει απ’ το υπερπέραν ένα ερωτικό τραγούδι. Δεν το εννοώ μεταφορικά. Νιώθω ότι ο Όζζυ μου στέλνει στίχους Αλκαίου, μουσική Μικρούτσικου, φωνή Αλεξίου και εγώ οδηγώ. Και όταν παρακάτω το κομμάτι λέει ποιος τη ζωή σου να ζεσταίνει επιβεβαιώνομαι. Γιατί η αγαπητική-ερωτική χειρονομία του Όζζυ ήταν στ’ αλήθεια (και) αυτή: Να πηγαίνει νωρίτερα στο κρεβάτι, να μπαίνει κάτω απ’ το πάπλωμα και να μας το ετοιμάζει. Ζεστό, χουχουλιάρικο, μυρωδάτο, με άλλα λόγια μολυσμένο. Μολυσμένο με Οζζύλα, μολυσμένο με σύνδεση, μολυσμένο με σώμα, μολυσμένο με μνήμη και ιστορίες.
***
Δυο τρία βράδια αφού πέθανε ο Όζζυ, με ξυπνάνε τα γατιά να τα ταΐσω. Σηκώνομαι με μισόκλειστα μάτια χτυπάω δεξιά αριστερά και φτάνοντας στα πιατάκια τους, κλοτσάω ένα μπαλάκι του Όζζυ. Σκέφτομαι τώρα ότι αν ήξερα από ελευθερία και αξιοπρέπεια, θα έπρεπε να πέσω αμέσως στα τέσσερα και να πιάσω το μπαλάκι με τα δόντια, να το βάλω στο στόμα μου και να του ρίξω και ένα υπόκωφο, τζούφιο γάβγισμα. Αυτή θα ήταν η δική μου ερωτική αφιέρωση.
***
Λοιπόν Όζζυ, μπορεί ο Maximus Decimus Meridius να σκεπτόταν συνέχεια την εκδίκηση, εμείς όμως μπορούμε να σκεφτούμε κυρίως τη συνάντηση, τη διαρκή συνάντηση, την προηγούμενη την τωρινή και την επόμενη και να τον παραφράσουμε: see you in this life and the next.

Reblogged στις a hairless ape.
Σε ευχαριστώ ξανά για την ιδιαίτερη γραφή σου!!!να είσαι καλά και να δημιουργείς ομορφιά!