η ήττα

Πριν λίγους μήνες, εξαιτίας μιας δουλειάς, έπρεπε να περπατάω για δυο τρεις μέρες στους δρόμους κάτω απ’ την Ομόνοια. Άλλοτε μέρα μεσημέρι, άλλοτε νωρίς το βράδυ. Ήθελα λοιπόν να γράψω ένα μικρό κομμάτι για τους ανθρώπους που γεμίζουν τους εκεί δρόμους και σκέφτηκα να κάνω πάνω κάτω τις οδούς και τα πεζοδρόμια, κυρίως για να βεβαιωθώ για όσα είχα πιστέψει περνώντας από κει στα γρήγορα κάποιες φορές στο παρελθόν.

Οι εικόνες γνωστές, έχουν περιγραφεί χιλιάδες φορές, για αυτή την  παράλληλη πόλη μέσα στην πόλη. Ο κόσμος που στέκεται σε ομάδες στη μέση του δρόμου, οι γωνίες ασφυκτικά γεμάτες από σκουπίδια και απομεινάρια κάθε είδους, οι φωνές, μαγαζιά που δε μοιάζουν με μαγαζιά αλλά με στεγασμένα κομμάτια κάποιου παζαριού σε μακρινή ανατολική χώρα. Οι λέξεις άγνωστες, οι άνθρωποι τις σέρνουν μαζί με τα βήματά τους, σα να ήταν μια αλλόκοτη αργκό που χρησιμοποιούν συμμορίες σε κάποιο αμερικάνικο προάστιο. Από μικρά καταστήματα ξεπροβάλλουν παιδικά πρόσωπα. Γιοι και κόρες ενός Πακιστανού, ίχνη ενός κόσμου, στον οποίο κάποτε κατοικούσαν οικογένειες. Τώρα στις ίδιες γειτονιές, περνάς δίπλα από παιδιά που κρατάνε κάθε είδους λοστούς και μαδέρια. Τα χτυπάνε απαλά και ρυθμικά στα γόνατά τους, περπατώντας. Πιο πέρα, δύο άλλοι κοιμούνται σε μια είσοδο πολυκατοικίας που μοιάζει από καιρό ακατοίκητη. Κι όμως από τα παράθυρά της ξεχειλίζει η στριμωγμένη ζωή. Τρία τρία κεφάλια ξεπροβάλλουν από ξεχαρβαλωμένα πατζούρια.

Τώρα και εδώ, ο ξένος είμαι εγώ. Μια παράξενη φιγούρα που νομίζει πως είναι εντάξει να βολτάρει σ’ οποιοδήποτε σημείο της πόλης, προκειμένου να περιγράψει τη δυστυχία της εκεί πλευράς. Λάθος μου.

Φυσικά και δεν μπορώ να περιγράψω τίποτα. Προχωράω σαν τουρίστας μόνο που εδώ δεν είναι θέρετρο, αλλά κάποιων η αληθινή ζωή. Φυσικά και δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Είμαι περαστικός σε μια αιώνια εμπόλεμη ζώνη. Πλησιάζω τα πτώματα με μια εκ του ασφαλούς ευαισθησία, όταν ακόμη πέφτουν οι σφαίρες βροχή. Με άλλα λόγια, είμαι ένας μονίμως βιαστικός επισκέπτης στη μόνη αληθινή ζωή.

Η φωτογραφική μηχανή μένει μέσα στην τσάντα μου. Το πορτοφόλι μου μένει σφιχτό μέσα στην τσέπη μου. Περπατάω και έχω έναν υπόγειο φόβο που διαρκώς μεγαλώνει μέσα στα μάτια μου. Τα δικά τους γυαλίζουν. Υποτίθεται ότι τους καταλαβαίνω, υποτίθεται ότι έτσι και αλλιώς τους δικαιώνω. Ξέρω ότι, ό,τι κι αν συμβεί δε θα είναι παράλογο. Ο εξαθλιωμένος είναι ελάχιστα δευτερόλεπτα από την πράξη. Δεν τον χωρίζει από την όποια επίθεση μια απόφαση. Όλα είναι απλώς μια συγκυρία, μια σε τυχαία διαστήματα επαναλαμβανόμενη κανονικότητα.

Η ήττα μου είναι ακριβώς αυτή. Φοβάμαι τους ίδιους ανθρώπους που υπερασπίζομαι λεκτικά, θεωρητικά και ιδεολογικά. Έπειτα με πλησιάζουν δύο άντρες. Περιεργάζονται την τσάντα μου. Κάθονται σχεδόν μπροστά μου, έτσι που να μη χωράω ακριβώς να περάσω, αλλά όχι και να χρειάζεται να σταματήσω. Η ήττα μου είναι ακριβώς αυτή. Σκέφτομαι τα χρήματα, τη μηχανή. Λογικά, έχω συγχωρέσει ήδη την επερχόμενη κίνηση. Αλλά τώρα ο φόβος μου στρέφεται ενάντια σ’ αυτούς που προσπαθούσα να υπερασπιστώ λίγη ώρα πριν σε μια συζήτηση. Η ήττα μου είναι ο φόβος.

Τελικά, απλά τους προσπερνάω. Περπατάω ανάμεσα σε άλλες ομάδες, αυτοκίνητα που έρχονται κατευθείαν από πλάνα σε γκανγκστερικές ταινίες του Hollywood, πόρνες που γελάνε μεταξύ τους, ψιθυρίζουν ακατάληπτα λόγια ή ξεμοναχιάζονται μπροστά σε μια μισάνοιχτη πόρτα, πρεζάκια που ξαπλώνουν σε άθλια κατάσταση στην εσοχή ενός πεζοδρομίου. Τα μάτια τους γυαλίζουν.

Πώς να μιλήσεις για ανθρώπους που φοβάσαι; Πώς να πλησιάσεις τον άλλο, πώς να ξεπεράσεις το φόβο;

Μια φίλη που δουλεύει κοντά στο Μεταξουργείο μου έλεγε ότι παρόλο που περνάει κάθε μέρα απ’ την ίδια διαδρομή, παρόλο που έχει μάθει τις φάτσες κι οι άλλοι έχουν μάθει τη δική της, σε σημείο που σχεδόν να χαιρετιούνται, πιάνει τον εαυτό της κάποιες φορές να περπατάει σφιγμένη στη μέση του δρόμου.

Δεν μιλάμε εδώ για κάποιου είδους προκατάληψη που μας τυραννάει, βάζοντας τον Άλλο, απέναντι. Είδαμε κι άλλες φορές τη βία να ξεσπάει σε γνωστούς, παλέψαμε να μιλήσουμε με γλώσσα συμφιλίωσης την ώρα που άδειαζε η τσέπη μας. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, μπορώ πια να νιώθω πλήρως ηττημένος, αφού οι απόπειρες απέτυχαν, τα λόγια αυτή τη φορά δε βγήκαν, αφού δεν άνοιξα κουβέντα εκεί ακριβώς που τα μάτια γυάλιζαν. Γιατί τελικά το ζητούμενο δεν ήταν ποτέ να ερμηνεύσω ή να δικαιολογήσω ή να συγχωρέσω τον Άλλο,  αλλά να τον πλησιάσω. Και φυσικά, η ευθύνη αυτή βάραινε αποκλειστικά τη δική μας μεριά, αφού από ανθρώπους που ξέρουν μόνο αυτό το γκέτο, μόνο αυτή τη συντριβή, δε θα έπρεπε να περιμένουμε τίποτα άλλο, παρά ξεσπάσματα ή σπαστικές εκδηλώσεις επιβίωσης.

Με δύο λόγια, ακόμη απορώ πώς γίνεται να θες να υπερασπιστείς αυτόν τον κόσμο, όταν αδυνατείς να περπατήσεις μαζί του, όταν δυσκολεύεσαι να περάσεις λίγες ώρες μαζί του. Όχι βέβαια βοηθώντας εθελοντικά και από θέση ισχύος. Εννοώ, να ζήσεις λίγες ώρες μαζί του, σαν απλός άνθρωπος, σα να ‘ταν κοινή η μοίρα σας, σα να μην ήταν πια τόσο αποτελεσματική όλη αυτή η προσπάθεια να χωριστούμε. Από δω οι ζωντανοί πολίτες, από κει τα φαντάσματα από το μέλλον που έρχεται.

Αυτό το περιστατικό συνέβη τέλη Νοεμβρίου. Μετά ήρθε ο Δεκέμβρης, που οι βίαιες πορείες του, ο θόρυβος απ’ τις σπασμένες βιτρίνες με βρήκε στο δρόμο εκείνες τις ώρες να κοιτάζω αμήχανος, σχεδόν ενοχλημένος. Όμως κάποιες στιγμές επανέφερε την αισιοδοξία μου. Η βία είναι αναπόφευκτη, η σύγκρουση ακόμη και μεταξύ μας αναμενόμενη. Όμως μίλησα, άλλαξα δυο σύντομες κουβέντες με τρεις τέτοιους ανθρώπους. Απ’ αυτούς που ζουν σ’ εκείνο το αληθινό και απόκοσμο μέρος. Δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Το χάσμα ήταν τεράστιο, η ταξική μας απόσταση θα πει κάποιος, χαώδης. Η γέφυρα όμως βρισκόταν συνέχεια εκεί, μπροστά σ’ αυτά τα μάτια που δεν έχουν σταματήσει να γυαλίζουν. Μας βοήθησε ν’ ανταλλάξουμε μισή φράση. Θέλω να ελπίζω ότι θα είναι αρκετή. Την επόμενη φορά σ’ αυτόν τον ίδιο δρόμο, αντί να προχωράω βιαστικά, να σταματήσω, να αφουγκραστώ όχι μόνο τη ζωή τους, αλλά και τα δύσκολα λόγια τους και τη ζόρικη πραγματικότητά τους, ακριβώς όπως είναι. Όχι σαν τουρίστας με την κάμερα, αλλά σαν ένοχος, σαν τόσα χρόνια αδιάφορος, σαν ξένος προς την ίδια την πόλη μου. Σαν κάποιος που πρέπει να πάψει να είναι ηττημένος.

61 Σχόλια

Filed under τόποι που φαντάστηκα

61 responses to “η ήττα

  1. Σελιτσανος

    Μας βάλατε δύσκολο θέμα σήμερα Βυτίο.Έχω κάνει την ίδια διαδρομή κι έχω νιώσει τα ίδια πράγματα.Δεν ήμουν τον Δεκέμβρη στην Αθήνα και δεν ξέρω για τις γέφυρες που αναφέρετε-αν και μπορώ να φανταστώ.Εκείνο που αναρωτιέμαι είναι αν τελικά είναι αυτά καθεαυτά τα άτομα που θέλουμε να υπερασπιστούμε ή το δικαίωμά τους στην ευκαιρία της ζωής;Είναι έντιμο το προσωπικό πλησίασμά τους ή θεραπεύει προσωπικές ενοχές;Μήπως είναι άμβλυνση της ταξικής μας συνείδησης η προσπάθεια κατανόησης του προσωπικού δράματος του καθενός τους,με μάλλον αποπροσανατολιστικά αποτελέσματα;Μήπως το ουσιώδες είναι όλες μας οι δυνάμεις να κατευθύνονται εναντίον της γενεσιούργου αιτίας της κατάστασής τους;
    Ερωτήματα βάζω.Δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρω και τις απαντήσεις.
    Και,για να μην παρεξηθώ,μιλώ για προσωπικό επίπεδο προσέγγισης,όχι για φορείς κλπ(αυτό είναι άλλη μεγάλη κουβέντα).

  2. Σε τέτοια μέρη, ακόμη και να τα διασχίζεις είναι πρόκληση,
    είσαι εσύ, εγώ, η ίδια η πρόκληση : ποιός δεν το νιώθει …
    ό,τι κι αν φοράς, ό,τι κι αν κρατάς, αφού δεν φέρεις την
    μόνη αναγνωρίσιμη συγγενική αγωνία της επιβίωσης.
    Ο φόβος είναι η αρχή, και μαζί του οι αισθήσεις εντείνονται,
    μάχονται ν’αποκρυπτογραφήσουν το απέναντι βλέμμα,
    το απέναντι σώμα, την κίνηση, κι αν τύχει, να εκβιάσουν
    αποδοχή, συγχώρεση και ασυλία…
    «Η βία είναι αναπόφευκτη, η σύγκρουση ακόμη και μεταξύ
    μας αναμενόμενη».
    Στα μέρη μας (τι μπορεί να σημαίνει ‘τα μέρη μας’) ή
    στα μέρη τους
    Η σωρευμένη πικρία είναι οργή.
    Η ανατροπή δεν έχει χρόνο.
    Οι άνθρωποι δεν ήταν ενέχυρα

  3. Η ήττα μου είναι ο φόβος.

    όλη η ουσία σε έξι λέξεις.

  4. Αυτή τη φορά δε μπορώ να σε καταλάβω…
    Οταν ο φόβος υπάρχει ως συναίσθημα βαθειά ριζωμένο, η λογική δυσκολεύεται να το ξερριζώσει. Μακάρι να μπορούσα να μάθω στα παιδιά όλου του κόσμου να μη το νοιώθουν -τουλάχιστον για συνανθρώπους. Το μόνο που μου προξενεί μια ανατριχίλα ειναι οι κατσαρίδες. Ε, για να υπάρχει κάτι φοβάμαι.
    Πριν μερικά χρόνια (5-6) είχα περπατήσει εκεί πέρα με ένα νεαρό γερμανό συνάδελφο, θέλοντας να τον ξεναγήσω με ένα ιδιαίτερο τρόπο στη παλιά εικόνα της πρωτεύουσας. Του έδειχνα τις ταμπέλες των δρόμων με τα αρχαία ονόματα, εκείνος δεν γνώριζε ούτε τον Αριστοτέλη, πόσο μάλλον το Σωκράτη και το Μένανδρο! Κάποια στιγμή σφίχτηκε στο μπράτσο μου τρομαγμένος και «πάμε να φύγουμε από, θα μας ορμήξουν» μου είπε, αλλά δεν μπόρεσα να τον καταλάβω. Αργότερα, σε ένα καφενεδάκι στον ημιόροφο ενός κτιρίου εκεί κοντά -ήθελε επειγόντως καφέ, βλέπεις- τον ρώτησα γιατί ήθελε να φύγουμε τόσο γρήγορα, ήθελα να του δείξω και άλλα παλιά κτίρια, και μου απάντησε «μα δεν είδες πώς γυαλίζαν τα μάτια τους;»
    ………….
    Τον πήγα στα χασάπικα της Βαρβακείου για φαγητό, αλλά και εκεί τον τρόμαζαν οι φωνές των χασάπηδων που κραδαίναν τους μπαλντάδες τους! Τελικά, έφαγε μια σουπίτσα και στανιάρησε. Περιττό να σου πω ότι δεν ξανάρθε Ελλάδα.
    –>> Νομιζω ότι αντί για σχόλιο έγραψα ποστ!:))

  5. Βέβαια, από την άλλη τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που ενεργοποιείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, αλλά τροφοδοτείται από τα βιώματα και τις πληροφορίες που έχει λάβει ο καθένας.

    Η δύναμη των ερεθισμάτων που λαμβάνουμε από παντού είναι τεράστια, ακόμα κι αν δεν τα πιστεύουμε με τη λογική μας ή διαφωνούμε, αυτά βρίσκουν δίοδο και φτάνουν στο συναίσθημα, ενεργοποιώντας τον φόβο.

    Από την άλλη, κάποιος έλεγε πως ο φόβος και η αγάπη είναι τα μοναδικά αληθινά και υπαρκτά συναισθήματα (δλδ όλα τα άλλα είναι φούμαρα).

    (παίζει βέβαια και απλά να χρειάζεται να πιω καφέ και να καπνίσω, επειγόντως).

  6. @ Σελιτσάνε,
    βάζετε κάποια πολύ ωραία ερωτήματα. Αλλά δεν θα έπρεπε νομίζω να τίθενται διαζευκτικά. Δλδ η απάντηση σε όλα είναι ναι. Νομίζω ότι θα έπρεπε (το έπρεπε πάει σε μένα, προς θεού όχι σαν πρόταση ή σα συμβουλή) να υπερασπιστούμε αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά και το δικαίωμα στην ευκαιρία της ζωής. Ασφαλώς πρέπει να στρέφουμε την προσοχή μας κυρίως προς τα γενεσιουργά αίτια, αλλά όχι μόνο είναι έντιμο αλλά νομίζω και απαραίτητο το προσωπικό πλησίασμα. Μπορεί πολλά από αυτά να έχουν σχέση με κλασσικό ενοχικό σύνδρομο, αλλά πέρα απ’ τις λύσεις και τις θεωρητικές κατασκευές, παραμένει το γεγονός ότι κάποιοι λούζονται τώρα το πρόβλημα.
    Τώρα βέβαια και που τα γράφω αυτά, δεν είμαι σίγουρος αν είναι «σωστά» ή αν γίνονται στην πράξη. Τεσπα απλά μερικές φορές νομίζω ότι καλοί οι αγώνες για το αύριο, αλλά και οι σημερινοί άνθρωποι δίπλα μας ζουν. θα μου πείτε μήπως μ’ αυτά & μ’ αυτά, είμαι έτοιμος να προβώ σε φιλανθρωπίες;
    Ειλικρινά, κι εγώ δεν ξέρω.

    @ L’Enfant de la Haute Mer,
    κρατάω αυτή τη συγγενική αγωνία της επβίωσης. Πώς λοιπόν να πλησιάσεις ή να συνομιλήσεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους όταν η επιβίωση είναι τόσο διαφορετική για σένα και για αυτούς;

  7. @ καλή μου Ροδιά,
    αυτό που θέλω να πω εν ολίγοις είναι ότι επειδή έχω δει περιστατικά, αυθόρμητα μου δημιουργείται μια ανησυχία. όχι ότι θα με σκοτώσουν ή θα μου ορμήξουν κλπ. Απλά ένας γενικός φόβος ας πούμε για αυτό που ξέρω ότι μπορεί να συμβεί. Αποδέχομαι ότι αυτοί που ζουν σε τέτοια κατάσταση μπορεί και να «παρεκκλίνουν» (ας το πούμε έτσι) και σχεδόν απόλυτα τους δικαιολογώ. Αλλά δεν μπορώ να ξεπεράσω το πρώτο αυθόρμητο συναίσθημα. Επαναλαμβάνω όχι γιατί δεν βλέπω συνανθρώπους αλλά «ξένους» , αλλά γιατί όλη αυτή η εξαθλίωση μου μοιάζει αναπόφευκτο να γεννήσει από στιγμή σε στιγμή βία. Μακάρι να μπορούσα να ξεριζώσω και αυτό το συναίσθημα.
    Αλλά καλά και τους χασάπηδες; Είναι τρελοί αυτοί οι Γερμανοί.

    @ κροτ,
    ο συγκεκριμένος φόβος νομίζω είναι αποτέλεσμα τόσο του ένστικτου αυτοσυντήρησης, όσο και των εικόνων και των πληροφοριών που θέλοντας και μη εισβάλλουν στο υποσυνείδητο. Το θέμα είναι τί κάνουμε από κει και πέρα.
    Ο Σελιτσάνος πολύ μ’ έχει προβληματίσει. Μήπως έτσι κι αλλιώς αυτό το χάσμα είναι τόσο μεγάλο που εγώ που θέλω να περπατήσω εκεί πέρα, είμαι εξαρχής ένα μικρός υποκριτής; Μήπως όλες μας οι δυνάμεις πρέπει να στοχεύουν στην αναζήτηση της αιτίας και στον τρόπο δράσης; Μήπως τελικά δεν κάνω τίποτα διαφορετικό απ’ την καλή κυρία της φιλανθρωπίας, Μ. Βαρδινογιάννη;

  8. Καταρχάς πιστεύω πως ό,τι κι αν κάνεις εσύ ή ο Σελιτσάνος δεν έχει καμία σχέση με αυτά που κάνει η Μαριάννα. Γιατί η Μαριάννα τα κάνει για να φτιάξει το ίματζ της προς τα έξω και για να αποκομίσει κάποιο κέρδος (όχι άμεσα υλικό πιθανώς, αλλά κέρδος).
    Ακόμα κι αν εσύ το κάνεις για να ξορκίσεις τις τύψεις σου, δεν είναι το ίδιο.

    Πιστεύω επίσης πως οι τύψεις είναι γενικά ένα άχρηστο εμπόδιο, που πρέπει να κλωτσάμε μακριά -και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο.

    Νομίζω πως είναι λογικό ενδεχομένως να έχει κανείς τύψεις για πράγματα που προκάλεσε, αλλά όχι για κείνα που δεν προκάλεσε. Εν προκειμένω, δεν δημιούργησες εσύ τη φτώχεια και δεν φταις εσύ αν δεν είσαι φτωχός. Στο κάτω κάτω, σε τι θα εξυπηρετούσε αυτούς τους ανθρώπους αν ήσουν κι εσύ φτωχός;

    Ούτε τον φόβο σου τον δημιούργησες εσύ. Ίσα ίσα σε ενοχλεί και δεν θες να υπάρχει.
    Άλλωστε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ακόμα κι αν έχεις τις ευαισθησίες που έχεις, είναι πιθανό να σου κλέψουν το πορτοφόλι. Και είναι πιθανό αυτοί οι κλέφτες να είναι μετανάστες και είναι πολύ πιθανό να σιχτιρίζεις όταν θα πρέπει να τρέχεις για να ξαναβγάλεις ταυτότητα και άδεια οδήγησης. Δεν είναι πέρα για πέρα αδικαιολόγητος ο φόβος. Θα μου πεις, και τι έγινε αν μου κλέψουν το πορτοφόλι;
    Τίποτα δεν έγινε: στο λέω εγώ που το έχω πάθει τρεις φορές. Σιγά την απώλεια.

    Ακόμα όμως κι αν σου συμβεί κάτι τέτοιο, θα σου αλλάξει τις απόψεις ή τις προσπάθειες που κάνεις; Δε νομίζω.

    Κι αν θες, επειδή μου αρέσει να κρίνω εκ του αποτελέσματος, αν εσύ εξακολουθείς να έχεις αυτούς τους προβληματισμούς που κατέγραψες, πλην όμως ακολουθείς μια δράση που βελτιώνει τις συνθήκες ζωής τους, τότε, δεν πειράζει, ας κάνεις το πλησίασμα και με αληθινό στόχο να ξορκίσεις τις τύψεις σου. Το αποτέλεσμα θα είναι θετικό και προς τις δυο κατευθύνσεις.

    Απλά, καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας, πως αυτοί οι άνθρωποι, όπως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι σπέσιμεντς που παρατηρούμε με το μικροσκόπιο, σαν βιολόγοι στο εργαστήριο. Με το να γνωρίσεις ένα-δυο και να συνομιλήσεις μαζί τους, στην τελική ποιο το ώφελος;

    Ούτως ή άλλως, Βυτίο, αποκλείεται να νιώσεις ποτέ πώς είναι να αγωνίζεσαι για να επιβιώσεις. Αποκλείεται να βουλιάξει η βάρκα που σε μεταφέρει και μετά να σε απελάσουν οι λιμενοφύλακες. Κι αυτό συμβαίνει από καθαρή τύχη.
    Και στην τελική, γιατί είναι αυτό κακό ή λάθος;

  9. [ω λα λα! παρντόν, το παράκανα!]

  10. **Μήπως έτσι κι αλλιώς αυτό το χάσμα είναι τόσο μεγάλο που εγώ που θέλω να περπατήσω εκεί πέρα, είμαι εξαρχής ένα μικρός υποκριτής;**

    Μπα, δε νομίζω. Αλλη είναι η βάση. Στην ενδόμυχη αναγνώριση ότι ο χώρος εκείνος πλέον ανήκει σε άλλους, στους «ξένους» και όχι πια σε σένα που παλιότερα περπατούσες αμέριμνα εκεί πέρα. Αν νοιώσεις ότι πραγματικά ο χώρος της πόλης σου ανήκει, θα περπατήσεις και πάλι με άνεση. Δηλαδή, αν νοιώσεις ότι όλοι όσοι κατοικούν σε αυτή την πόλη δικαιούνται το χώρο της. Απλή χωροταξία!:)
    ..το αντιφατικό βρίσκεται στην άρνηση να μοιραστείς το χώρο..
    Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται τα διάφορα γκέτο και αρνούμαι να συμβάλλω στη δημιουργία γκέτο μέσα στην πόλη μου. Το βλέπω απλοϊκά; Νομίζω ότι η ματιά μου κατευθύνεται από την πείρα ενός επαγγέλματος που άσκησα επί 30 και βάλε χρόνια…

    Θέλω να πω (φοβάμαι πως σε μπέρδεψα!) ότι είναι καλύτερα να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους και όχι να τα καλλιεργούμε σαν βακίλους εργαστηρίου μέσα μας. Οταν μπέρδευα τα επαγγελματικά με τα συναισθηματικά μου, τι νοιώθω, κλπ, ο καλός μου Δάσκαλος μου έλεγε «σταμάτα να ομφαλοσκοπείς!» χαχαχα

  11. @ κροτ,
    Να το παρακάνεις όσο θες. my pleasure. Θες να μου γράψεις ένα ποστ ως guest star να τσιμπήσω και πελατεία;

    σχεδόν όλα όσα λες με βρίσκουν σύμφωνο. Δε νιώθω πάντως τύψεις για τη φτώχια τους. Αναρωτιέμαι ποιά είναι η πιο ορθή στάση απέναντί τους, κι ακόμη αναρωτιέμαι πώς γίνεται υποτίθεται να υπερασπίζεσαι το δικαίωμά τους σε μια άλλη ζωή από μακριά κι αγαπημένα. Προσοχή, δεν εννοώ ότι πρέπει να σαι και συ φτωχός και θαλασσοδαρμένος για να τους νιώσες, αλλά ότι ίσως παραείμαστε μακριά για να τους νιώσουμε.
    Αλλά αυτό που λες για τα σπέσιμεντς είναι περίπου αυτό που λέω για τη Μ. Βαρδ. Το κίνητρό μας αλλάζει, αλλά μοιάζει σαν το «χόμπι» μας να μην είναι και τόσο διαφορετικό. Εντάξει υπερβάλω το ξέρω.
    συνεπώς δε λέω πως πρέπει να ντρέπεσαι που δεν πεινάς, αλλά να αναγνωρίζεις αυτό που λες εσύ ευθέως, ότι η κατάστασή μας ευθύνεται στην τύχη. Και προσωπικά δεν παύω να νιώθω αμήχανα κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με αυτήν την πραγματική ζωή κι όχι με απλές θεωρίες για την ενσωμάτωση των μεταναστών.
    Θα μου πεις τώρα ανακάλυψες τί σημαίνει ταξική διαφορά;
    τεσπα ας μην φλυαρώ.
    πολλές καλησπέρες λέμε.

  12. Ροδιά,
    ωραία το θέτεις έτσι. Συμφωνώ ότι το θέμα είναι να θέλουμε να μοιραστούμε το δημόσιο χώρο. Αλλά νιώθουμε ότι μας ανήκει η πόλη; θέλουμε να την περπατάμε; Μας ενδιαφέρει να πηγαίνουμε παντού;
    Πολύ φοβάμαι ότι το παιχνίδι χωροταξικά είναι σχεδόν χαμένο. μας έχουν χωρίσει τις περιοχές και ο καθένας νιώθει άνετα σε πολύ συγκεκριμένα μέρη. Ειδικά με τα mall , ο δημόσιος χώρος συρρικνώνεται, μετατρεπεται σε χώρους κατανάλωσης & δραστηριότητας. Η βόλτα, ή το να κάτσεις απλά σε ένα μέρος τείνει να καταργηθεί. Αλλά αυτή είναι άλλη κουβέντα.

  13. Η ίδια κουβέντα είναι, με άλλα λόγια, τα λόγια του αξέχαστου Μάνου που τού καναμε και αφιέρωμα αλλά δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε: –>> «το τέρας βρίσκεται μέσα μας» κλπ κλπ

  14. Κανείς δεν «μας» χωρίζει τις περιοχές. Παλιότερα, ήταν του Ψυρρή μια περιοχή «απαγορευμένη», γεμάτη συνεργεία, μηχανουργεία, -την έζησα έτσι, αλλά διάβασε και τα διηγήματα του Γ. Μητσάκη- βρωμίλα σκέτη, που λειτουργούσε μόνο μέρα, τα βράδια ήταν ένας τόπος έρημος που δεν τολμούσε κανείς να τον περπατήσει. Σήμερα, ως δια μαγείας, του Ψυρρή μεταμορφώθηκε σε τόπο αναψυχής.
    Μάλλον επειδή «μπήκαν» τα μεγάλα συμφέροντα εκμετάλλευσης της γης και της άλλαξαν (άναψαν) τα φώτα;
    Δεχτήκαμε τα Β.Π., δεχτήκαμε τα Νότια προάστεια, πρώτο υπήρξε το «γκέτο» των πλουσίων, το Ψυχικό, που όταν δημιουργήθηκε το Νέο Ψυχικό απλώς το κανονικό Ψυχικό έγινε Παλιό. Νοιώθεις άνετα να το περπατάς;
    ..εμένα μου αρέσει, αλλά για συναισθηματικούς λόγους..

  15. Νομίζω -γειά σας- οτι αν αντί για τη λεξη τουρισμός βάλει κανείς τη λέξη περιήγηση, το νόημα αλλαζει. Επίσης εχοντας περπατήσει μεσα στο Σοβέτο, μέσα στη νεκρόπολη του Καίρου, νύχτα στο κεντρο του Γιοχάνεσμποργκ, στο Κορλεόνε και το Παλέρμο της Σικελίας, στο κέντρο του Αμστερνταμ και του Λονδίνου και του Παρισιού, ότι ο φόβος που δικαίως νοιωθετε δεν είναι ο μεγαλύτερος φόβος που μπορεί να νοιώσει ανθρωπος περπατώντας σε μια πόλη.
    Επίσης μου φαίνεται πως η αντίδραση σας είναι υγιέστατη και ειλικρινής, εχω ωστόσο την αίσθηση ότι αυτό που εσείς θεωρείτε πιθανώς εχθρική πράξη, το να σας κοιτουν επιμονα και να σας μισοφραζουν το δρόμο, δεν είναι μια εχθρική πράξη αλλα ο τρόπος τους να κοιτάνε. Για μενα η πιο ορθή σταση απεναντί τους είναι να προχωράς αναμεσά τους χωρίς να φοβάσαι. Το να σου συμβεί κατι κακό δεν θα είναι αδύνατο, αλλα να είστε σίγουρος οτι είναι λιγότερο πιθανό από το νας σας συμβεί το ίδιο κακο σε αλλα μέρη του κόσμου.
    Και εαν η ηττα σας είναι ο φόβος, η νίκη σας είναι η κατανόηση του φόβου του φόβου.

    Τελος -και σχωράτε- το να νοιώθει κανείς συνυπεύθυνος, δείχνει πως εχει κοινωνική συνείδηση. Δεν χρειάζεται να κανει κανείς πολλα πράγματα ομως ξερετε. Να καταλαβαίνει απλώς, είναι ισως το μεγαλύτερο απο αυτα. Και να τους χαμογελάει αν μπορεί.

  16. ~~nomad RESPECT.
    Θυμήθηκα όταν περπατούσα νύχτα στο Αμστερνταμ των ολλανδών που κλεινόντουσαν από τις 6 μέσα και βλέπαν τιβι. Την άλλη μέρα διηγόμουν πόσο ευχαριστιέμαι το νυχτερινό περίπατο σε μια πολη και με κοίταζαν έκθαμβοι και κατάπληκτοι που δεν μου συνέβη κάτι κακό…

  17. Αγαπημένο Βυτίο,
    και η Ροδιά και ο Νομάδ μια χαρά τα λένε!
    Άλλο τύψεις, άλλο ευθύνη. Η αμηχανία που λες, δηλώνει ακριβώς την αίσθηση ευθύνης όχι προς την τωρινή κατάσταση αλλά προς το ότι αυτή πρέπει να αλλάξει. Αυτό που λέει ο Νομάδ «κοινωνική συνείδηση».

    Θα ήθελα επίσης να σου θυμίσω πως κι ο Μαρξ κι ο Λενιν αστοί ήταν (αν δεν κάνω λάθος κι ο Μπακούνιν επίσης, αλλά δεν παίρνω κι όρκο).

    Και τέλοσπάντων, ο άνθρωπος είναι ικανός για όλα. Αν θες να νιώσεις άνετα παντού, θα το καταφέρεις. Μη βάλεις Γκούτσι όταν πας στο Μεταξουργείο, βέβαια, αλλά μην αλλάζεις τη φάτσα σου.

    Και κυρίως, όπως λέει κι η Ροδιά, μην ψυχαναλύεσαι, «μην ομφαλοσκοπείς», πάρ΄το αλλιώς, πάρ’το πιο απλά δλδ.

    [Έτυχε να σκέφτομαι κάτι παρόμοιο χτες βασικά, κι έτσι είναι παράξενη σύμπτωση που έγραψες αυτό το ποστ σήμερα].

  18. @ ασυγκράτητη ροδιά,
    στο Ψυχικό δε μ’ αρέσει να περπατάω. Νομίζω πως έχω πάει βόλτα σε αποστειρωμένο πάρκο. Γενικά τί να το κάνω το αστικό τοπίο αν στερείται ανθρώπινης παρουσίας ε;
    (καλά το ψυρρή τώρα δεν παλεύεται, εκτός αν είναι πρωί, οπότε είναι ακόμη όμορφο).
    (Μια φορά στο Άμστερνταμ μας πλησιάζει ένας συμπαθέστατος κύριος: Coke? Marijuana? Bikes? γέλασα τόσο πολύ που θα με πέρασε για τρελό. Στην καπαρντίνα του τα είχε όλα;)

    @ nomad
    respect κι από μένα.
    Μπορεί και να είναι ο τρόπος τους να κοιτάνε. Μπορεί και κάτι να συμβεί όσο πιθανό ή απίθανο. Αλλά στην πραγματικότητα δεν με πειράζει αυτό.
    Με πειράζει όταν δεν προσπαθώ να καταλαβαίνω.

    @ αγαπημένη κροτ,
    η υπερανάλυση σκοτώνει την πράξη, γι’ αυτό ακριβώς είναι και η αγαπημένη μου ασχολία. Μίρλα, γκρίνια και πρήξιμο. Δεν κόβεται εύκολα.

    Αλλά παίδες μάλλον με παρεξηγήσατε. Δεν ήθελα να καταλήξω στις κλασσικές τύψεις του αστού που βλέπει τη φτώχια από μακριά και στενοχωριέται.
    Απλά αναρωτιόμουν για όσα ανέφερε αρχικά ο Σελιτσάνος. Αν ο τρόπος μας πέρα απ’ την θεωρητική αναζήτηση & την πολιτική πίεση, θα έπρεπε να υπολογίζει περισσότερο τους ίδιους τους ανθρώπους. Τεσπα.
    Καλό βράδυ φίλτατοι.

  19. mahi

    Γειτονες καλησπερα
    τυχαια επεσα επανω σας!πολυ χαρηκα που υπαρχουν ακομα ομορφοι ανθρωποι!
    καλο ταξιδι να εχουμε

  20. είδες, Βυτίο;
    η Μάχη σου απάντησε με τον καλύτερο τρόπο! 🙂
    καλό βράδυ!

  21. καλημέρα mahi.
    μώρε όμορφοι άνθρωποι υπάρχουν παντού, ακόμη κι εδώ μέσα. να τους χαιρόμαστε λοιπόν.

    καλημέρες Κροτ,
    Εμ βέβαια καλά τα λέει η Mahi (γιατί δε μας έχει δει από κοντά, να δει τι καθάρματα είμαστε)

  22. Ανάλυσε ό,τι έχεις απόθεμα γιατί έχουμε μπόλικη δουλειά. 🙂

  23. άμα έχει καλή παρέα, η δουλειά δε με πειράζει. (λέμε τώρα)

  24. mahi

    Kαλημερα λοιπον ομορφα καθαρματακια!
    Μαλλον ο φοβος μας βρισκεται στα γονιδια μας.Γραφτηκε πριν χρονια,οταν οι προγονοι μας παλευαν κι αυτοι για την επιβιωση.Ενα απλο ενστικτο αυτοσυντηρησης.Το ανασυρουμε οταν βρισκομαστε σε αγνωστο περιβαλλον.Σε ταξιδι.Αλλα χαιρομαι που ακομα φοβομαστε,ειμαστε γενναιοι.Οι «αλλοι» παλι δε φοβουνται,γιατι στο δικο τους ταξιδι μονο φοβος υπαρχει.Κι ομως γειτονες,τα ματια τους γυαλιζουν απο θλιψη..Κι ομως κι αυτοι ονειρευονται,ελπιζουν..

  25. ~~Αγαπητό νικνέημ mahi, διαφωνώ! 🙂
    Το φόβο μας τον φυτεύουν οι προηγούμενες γενιές. Καλότυχος όποιος δεν τον δέχτηκε, οποιος τη γλίτωσε, όποιος έτυχε να έχει προγόνους που αρνήθηκαν (ή.. ξέχασαν!) να του τον… εμφυτεύσουν!

  26. ΚΡΑΤΕΑΣ

    ΘΑ εμπλακω με το φοβο… σίγουρα δεν είναι ενστικτο* αυτοσυντήρησης,σίγουρα υπάρχει μέσα μας και καλά κάνει.Σίγουρα προσπαθούν να το περνάνε οι παλιότεροι στους νεώτερους! Και σίγουρα πρέπει να μπορούμε να ξεχωρίζουμε τι είναι και τι είναι της παλαιότερης γενιάς. Ο φυσικός φόβος είναι κάτι φυσιολογικό να υπάρχει στο καθένα μας.Όλα τα άλλα είναι θέμα του κάθενός μας. Παιδιά εγώ δεν είμαι τόσο ποιητικός σαν εσάς και ούτε θα γίνω(δε μου βγαίνει ρε γαμώτο). Είμαι όμως της μουσικής αναζήτησης…(να χαρώ τον indian jones μέσα μου!)
    *ένστικτο είναι στο αυτοσυντήρησης διαφωνώ.

  27. mahi

    Μοναχη μου στην κολαση
    γυρευω τον παραδεισο.
    Κι αναρωτιεμαι
    – γιατι φοβαμαι?
    Αν ειναι ολα αληθινα και
    βρω αυτο που ψαχνω
    τοτε θα ερθω μια στιγμη
    μοναχη οπως παντα
    για να σε παρω αγκαλια.
    Θα σε κραταω δυνατα
    ποτε να μη μου φυγεις
    να μη φοβαμαι τιποτα
    γιατι εσυ μ΄αγγιζεις!

    Ενστικτο ειναι και ο καθενας το βαφτιζει οπως θελει!

  28. Καταρχήν καλησπέρα, συγχαρητήρια για την πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση καθώς και για τα πολύ όμορφα σχόλια. Έχετε μια παρέα πραγματικά όμορφη.

    Έχω νιώσει και νιώθω πολλές φορές ακόμα έτσι όπως το περιγράφεις. Και συμφωνώ με τους περισσότερους προλαλήσαντες, οι οποίοι θέσανε πολύ σωστά τις ρίζες του φόβου στις ενοχές (τύψεις), διαφορετικότητα και εμπειρίες (βιώματα-ιδέες) του καθενός.
    Ο τρόπος που το βλέπω και ταυτόχρονα το αντιμετωπίζω έχει ως εξής:
    Όλα τα παραπάνω που περιγράφηκαν έχουν σχέση με το εγώ. Το εγώ μας τα νοιώθει όλα αυτά. Και όμως, μέσα μας βαθειά, κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος, νοιώθει αγάπη, συμπόνοια, οίκτο αναμεμιγμένα. Αυτά τα δεύτερα συναισθήματα δεν έχουν σχέση με το εγώ, δεν είναι εγωιστικά.
    Αυτό που νιώθω σε τέτοιες καταστάσεις και που τόσο όμορφα έβγαλες σ’αυτήν την ανάρτηση σου, είναι η πάλη αυτών των συναισθημάτων. Όμως συνήθως το εγώ μας νικάει στη μάχη γιατί πρέπει να σώσει τον εαυτό του. Και για να σωθεί πρέπει να τραφεί με τα δικά του συναισθήματα – σκέψεις. Νομίζω ότι αν πάρεις απόφαση να μη θέλεις να θρέψεις το εγώ σου (σθεναρά αντιστεκόμενος σε ότι είδους αρνητικά – εγωιστικά συναισθήματα αυτό παράγει) τότε σιγά σιγά αρχίζεις να θρέφεις αυτό το άλλο που βρίσκεται μέσα σου και που είναι και ο πραγματικός σου Εαυτός.
    Τουλάχιστον αυτό προσπαθώ να κάνω…

    Καλό βράδυ!

  29. Θα σας πω μια ιστορία λοιπον…
    Την είχα γράψει και παλιότερα μερικές φορές σε παρόμοιες συζητήσεις και νιώθω λίγο παράξενα να τη ξαναγράφω, όμως για χάρη των συνομιλητών θα το κάνω. 🙂
    Οταν ήμουν μικρό παιδάκι, νήπιο πριν κλείσω τα πέντε δλδ, βρισκόμουν σε διακοπές με τους γονείς μου. Εκείνοι κάθονταν σε ένα παραλιακό μαγαζί με φίλους τους και’γώ έπαιζα με τα μικρά παιδιά που όμως δεν ήταν τόσο μικρά σαν και μένα.
    Τα παιδάκια λοιπόν μάλλον βαρέθηκαν να έχουν στη παρέα τους ένα μικρό διαόλι φόρτωμα και, για να με ξεφορτωθουν, μου είπαν ότι θα πάνε «μετά τη γωνία» και να μη πάω μαζί τους γιατί θα με φάει κάποιο τέρας -ο γνωστός μπαμπούλας πιθανότατα! Ετσι, πήγα κοντά στον πατέρα μου, εκείνος με ρώτησε γιατί δεν παίζω με τα άλλα παιδιά, του είπα ότι τα άλλα παιδιά πήγαν «μετά τη γωνία» και όλα τα περί τέρατος, κλπ κλπ.
    Τότε, σηκώθηκε, με πήρε από το χεράκι και μου είπε «για να πάμε λοιπόν να δούμε τι γίνεται μετά τη γωνία» αλλά είχα σφηνώσει τα πόδια και έτρεμα από φόβο. Σχεδόν σέρνοντας με οδηγούσε με τα μάτια σφιχτοκλεισμένα και όταν φτάσαμε μου είπε «άνοιξε λοιπόν τα ματάκια σου!» Τα άνοιξα, είδα ότι είχαμε περάσει τη γωνία και όλα ήταν μία από τα ίδια. Τέλος ο φοβος του τέρατος!
    Κάναμε και άλλες πολλές συζητήσεις με τον πατέρα μου, για φυσικά φαινόμενα, για τα άστρα, για τα ζώα, για τη θάλασσα, κλπ κλπ, όλα όσα μπορούν να τρομάξουν ή να φοβήσουν ένα μικρο παιδάκι. Μου τα εξηγούσε όλα με υπομονή, απαντούσε σε παράξενες απορίες μου, όπως π.χ. γιατί το φεγγάρι που ειναι πολύ μακριά το βλέπουμε και τη Λαμία που είναι πολύ πιο κοντά μας από ότι το φεγγάρι δεν τη βλέπουμε, και άλλα τέτοια θεότρελα!
    Αυτό που νομίζω είναι ότι απαντήθηκαν και διαλύθηκαν ένα σωρό μυστηριώδη πράγματα με λογικές εξηγήσεις και μάλιστα σε μια τρυφερή ηλικία και με τρόπο απλό και ευκολονόητο για ένα νήπιο και αυτό είναι που μου δίνει τη βεβαιότητα για την ανυπαρξία σχετικού ενστίκτου.
    Φυσικά, θα τρομαξω αν κάποιος φωνάξει δυνατά μές στο αυτί μου, επίσης ανατριχιάζω όταν βλέπω κατσαρίδες, αλλά αυτά είναι εύκολο να τα αντιμετωπίσω: το πρώτο με ένα «πιο σιγά παιδί μου, τι σκούζεις έτσι;» και το δεύτερο με ένα καλό κατσαριδοκτόνο!

  30. Οι φόβοι με τους οποίους μπολιαζόμαστε και ‘εκπαιδευόμαστε’, είναι νομίζω άλογοι φόβοι. Όλα τ’αλλα χτίζονται εκ των υστέρων πάνω σ’αυτό.

  31. Το να εκπαιδεύεται ενα παιδι με τη μέθοδο του φοβου ειναι το βασικο λαθος.
    Ετσι δημιουργειται ο φοβισμενος ενηλικας.

  32. Τελικά η συζήτηση ξεστράτισε -νομίζω- από το θέμα του ποστ, αλλά ειπωθηκαν ωραια και χρησιμα πραγματακια! 🙂

  33. @ mahi με τα ωραία σου στιχάκια,
    τελικά δεν έχει και τόση σημασία αν ο φόβος είναι φυσικός ή φυτευτός. Το θέμα είναι είτε έτσι είτε αλλιώς να τον ξεπερνάμε. Οπως λέει κι η Ροδιά, άνθρωποι είμαστε όλοι 🙂
    και μπορεί το ταξίδι τους να έχει μόνο φόβο; μάλλον έχει και κάτι από ελπίδα;

    @ ΚΡΑΤΕΑΣ,
    και αφού το ξεχωρίσουμε, ν’ αφήσουμε τ’ άχρηστα παλιά πίσω. Δλδ είναι ποτέ δυνατόν να φοβόταν ο Indiana Jones? P)

    @ Ιπτάμενε Ολλανδέ,
    το πρόβλημα είναι ότι το Εγώ μας είναι συνήθως υπερτροφικό κι όλο πεινάει κι όλο θέλει κι άλλο.
    Τουλάχιστον είστε αισιόδοξος όταν λέτε ότι ο πραγματικός μας εαυτός είναι αυτό το μείγμα συμπόνοιας, αγάπης κλπ
    Μακάρι.

    @ L’Enfant de la Haute Mer,
    μερικές φορές πιστεύω ζούμε χτίζοντας πάνω σε παράλογους φόβους και δοτές οπτικές. Οι ταμπελίτσες μας να δικαιώνονται κι οι Άλλοι ας πάνε στην ευχή.

  34. @ Ροδιά ένα σχόλιο μόνη σου είναι απαραίτητο,
    ωραία η ιστορία κι ακόμη πιο ωραίο τη ζωή σου να μπορείς να τη ζεις με γνώμονα τη λογική, την καλοσύνη και το συμπέρασμα ότι τελικά όλοι άνθρωποι είμαστε. Γενικά σε όλα τα πράγματα, έτσι και στο φόβο όσο περνάει ο καιρός τείνω να πιστέψω ότι στο μεγαλύτερο βαθμό το περιβάλλον είναι αυτό που κάνει το κακό. Αυτό μας καθηλώνει σε άθλιες αντιλήψεις και σε σχηματικές αναλύσεις της πραγματικότητας. Ακόμη περισσότερο αντί να βλέπουμε το πιο απλό, τον άλλο δίπλα μας, βλέπουμε μια καρικατούρα που έχει μαζεμένα όλα τα χαρακτηριστικά που νομίζουμε ότι θα έπρεπε αυτός να κουβαλάει.
    Τεσπα. η συζήτηση δεν ξεστράτισε. Πήγε όπου ήθελε και καλά έκανε.
    Το θέμα είναι ασανσέρ έχει στο μαγαζί ή θα με πάρεις στους ώμους; Γιατί εγώ ποδαράτο στον 8ο αποκλείεται.

  35. Παράθεμα: η ήττα « Μεταξουργειο, Κεραμεικος

  36. λογικότατο σας βρίσκω
    η γέφυρα εκεί είναι αλλά εμείς ζούμε σε απέναντι οχθες, η γέφυρα είναι πρόσχημα και άλλοθι

  37. Δεν μπορώ να αντισταθώ και θα συνεχίσω με κάτι τι ακόμη, αν και θα μπορούσε να τελειώσει με το δικό σου σχόλιο η συζήτηση, αγαπημένο μας Βυτίο 🙂
    Η πραγματικότητα που γράφεις βρίσκεται στον εγκέφαλό μας, μαζί με την εκπαίδευση που του γίνεται από το περιβάλον, όπως επίσης γράφεις. Το θέμα λοιπόν είναι (εκπαιδευόμενος ή όχι) ο ανθρώπινος εγκέφαλος να δημιουργεί εικόνες δικές του, να σιάχνει τη δική του πραγματικότητα για τον εαυτό του και τους άλλους.
    Ας πάρουμε παράδειγμα από τον Επίσκοπο που είδε στο Γιάννη Αγιάννη (των Αθλίων του Β. Ουγκό) τον καλό άνθρωπο και όχι τον εγκληματία που κυνηγούσε ο Ιαβέρης. Ο Γ. Α. υλοποίησε την εικόνα του Επισκόπου, της έδωσε ζωή, έβγαλε από μέσα του όλα τα όμορφα στοιχεία, αρνήθηκε το ρόλο του αθλίου που ήθελε να του επιβάλλει το περιβάλλον και μάλιστα δια του θεματοφύλακα του Νόμου.
    Θα μπορούσε να είναι και αλλιώς τα πράγματα, αλλά αν ήταν διαφορετικά δεν θα είχαμε αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα ανατομίας της ανθρώπινης ψυχής ούτε την αναγνώριση (μεσω της σκέψης του συγγραφέα) της έφεσης/προτίμησης του ανθρώπου προς αυτό που λέμε «καλό» και που, όπως νομίζω, είναι η φυσική μας κλίση ως άνθρωποι που είμαστε.

  38. Εχω τη βεβαιότητα δλδ ότι επηρεάζουμε το περιβάλλον δημιουργώντας τη δική μας πραγματικότητα: ο άλλος είναι όπως τον φτιάχνουμε στο μυαλό μας.
    (μετά λόγου γνώσεως αυτό, αλλά δεν θα επεκταθώ, ο νοών νοήτο)

  39. Παράθεμα: Οι μετανάστες στα blogs « ΑνθρωποΓεωγραφίες

  40. mahi

    @Βυτιο
    «Το θεμα ειναι ειτε ετσι ειτε αλλιως να τον ξεπερναμε»
    Τελεια ειπωμενο!!
    Να τον αναγνωρισουμε και να τον νικησουμε.Μπορει για αλλους να ειναι πανευκολο,και για αλλους απλα ακατορθωτο.Αλλοτε μπορουμε και αλλοτε οχι.Ανθρωποι ειμαστε ολοι,με λογικη και συναισθηματα.
    @Rodia
    Oμορφη ιστορια,εχω πολλες παρομοιες.Τελικα ομως οταν βρεθουμε μονοι μας μπροστα στον φοβο,πιστευω να τα καταφερουμε.Ειτε ειχαμε καποιον να μας «διδαξει»,ειτε δεν ειχαμε.
    Απορια;Καλα ολοι γραφεται το πρωι?

  41. gasireu

    Το γραφείο μου-ας πούμε η έδρα μου- είναι στο κέντρο πάρα πολλά χρόνια, από το ασφαλές συνήθως Κολωνάκι τα τελευταία επτά ανάμεσα στην Βάθης, την Ομόνοια και το Μοναστηράκι. Τη νύχτα επίσης από τα φοιτητικά χρόνια κυκλοφορώ στο κέντρο, κάποτε η πλατεία θεάτρου αποτέλεσε μια ωραία έκπληξη, σήμερα τι;
    Θα πω δυο τρεις σκέψεις μου που ίσως ακουστούν αυστηρές, λόγω αυτής της οικειότητας με το χώρο.
    Δεν υπάρχει θέμα »αντίληψης» εγώ όπως και άλλοι έχουμε ζήσει τον ρεαλιστικό κίνδυνο ο άλλος να σε κόβει »με πρόθεση» μέχρι και να σε κυνηγάει. Πιθανόν άλλοι έχουν κινδυνεύσει σοβαρότερα. Εκεί δεν παίζεις.
    Για μένα αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ηθικό θέμα ή θέμα οπτικής, πρέπει να βρεθεί τρόπος για μόνιμα χαρτιά με διάρκεια, να καταγραφούν οι πληθυσμοί, να φύγουν με κάποιο τρόπο οι υπόλοιποι, οι εν ενεργεία βεβαρυμένοι, οι παραβατικοί.
    Δεν μπορεί το κέντρο να είναι μια ανεξέλεκτη εστία παραβατικών συμπεριφορών και παραοικονομίας. Προφανώς αυτό θα ήθελαν και όσοι μετανάστευσαν εδώ κυνηγώντας ένα όνειρο με όλες τις καλές προθέσεις να εγκλιματιστούν. Προφανώς και η αδυναμία να λυθεί το πρόβλημα δείχνει και πρόθεση ως τη στιγμή που το ξέσπασμα θα είναι τέτοιο που θα επιβάλλει λύση. Το γενικότερο θέμα των μεταναστών οφείλει να λυθεί αύριο και για πάντα (παράνομη εισαγωγή, χαρτιά, εργασία, ιθαγένεια).
    Όλα αυτά από την ασφάλεια ότι στο σπίτι μου, στην »wasp» γειτονιά μου, δεν υπάρχει ποτέ καμία περίπτωση το πρόβλημα να με αγγίξει (υπόγεια, μικρά σπίτια, εμπορικά μαγαζιά δεν υπάρχουν), αν μείνω σπίτι μου.
    Αν όμως κυκλοφορώ, αυτός που από επιλογή μένει ή έχει γραφείο στο Μεταξουργείο και είναι πολίτης αυτής της πόλης με δικαίωμα στην ασφάλεια;
    Αντέχεται αισθητικά αυτή η απομόνωση του παλαιού κέντρου; Εκτός αν επεκτείνουμε τα γκέτο και χρονικά και γεωγραφικά για πάντα, προοπτική που μου φέρνει αηδία και ανοίγει μια και για πάντα πολιτικά θέματα αναμενόμενα όπως η σίγουρη για μένα άνοδος των ποσοστών των ακροδεξιών κομμάτων. Την 25η είδα τόση ελληνική σημαία σε σπίτια auto και ταξί που δεν έχω δει μαζεμένη στη ζωή μου.

  42. Σελιτσανος

    Όταν ξεκίνησε η κουβέντα μιλήσαμε για φόβο.Η ψυαχαναλυτική του προσέγγιση όμως-παρότι δεν μ’αφήνει καθόλου αδιάφορο-δεν ήταν νομίζω η ουσία της συζήτησης.Ο ενστικτώδης φόβος αυτοσυντήρησης-ή ότι άλλο είναι-περιγράφηκε πολύ καλά από τους προλαλήσαντες-και τείνω να συμφωνήσω με τη Rodia.Εκείνο όμως για το οποίο δεν μιλήσαμε είναι ο κοινωνικός φόβος.Μόνο ο gasireu τον άγγιξε.Εκεί τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.Πρέπει να γίνουμε τίμιοι και σκληροί με τους εαυτούς μας-κι αυτό πονάει.
    Τους θέλουμε αυτούς τους ανθρώπους;Όχι,δεν τους θέλουμε.Αν τους θέλαμε θα τους είχαμε προσκαλέσει.Θέλουμε όμως να τους διαγράψουμε-εξολοθρεύσουμε-εξαφανίσουμε;Κατηγορηματικά όχι.Γιατί τώρα πια είναι κομμάτι του κοινωνικού εαυτού μας.Οδυνηρό αλλά κομμάτι μας.Να μάθουμε να ζούμε μ’αυτούς;Όχι,γιατί κάποιος θα μπορούσε να πει να μάθουν εκείνοι να ζουν μ’εμάς.
    Ο μόνος δρόμος που απομένει είναι να τους βοηθήσουμε να βρουν τη χαμένη τους ανθρώπινη αξιοπρέπεια,υπερασπίζοντας έτσι την δική μας,που κινδυνεύει να χαθεί.Και δράσεις γι αυτόν τον σκοπό πρέπει ν΄αναλαβουν μόνον θεσμοθετημένοι και αξιόπιστοι φορείς.Γιατί αν δω μια «επιτροπή πολιτών» θα την κοιτάξω με μισό μάτι.Μπορεί να έχουν τα δίκια τους αλλά αυτή η κίνηση θα οδηγήσει σε πόλεμο ταυτοτήτων-πράγμα ολέθριο.
    Τέτοιοι φορείς δεν φαίνονται στον ορίζοντα και προς τα εκεί πιστεύω θα έπρεπε να κατευθύνονται οι πιέσεις μας.Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι δεν πρόκειται για εγκατεστημένους αλλά για διαρκώς μεταβαλλόμενους πληθυσμούς.Επομένως μια απλή καταγραφή τους θα ήταν ατελέσφορη.
    Τέλος πρέπει πάντα να συνυπολογίζουμε ότι όσο Το Ιρακ,το Αφγανιστάν,το Πακιστάν(εμμέσως) τελούν υπό αμερικανική κατοχή,όσο οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν κράτος,όσο λελεηλατούνται οι αφρικανικές χώρες και εξαθλιώνονται οι κάτοικοί τους,τόσο το πρόβλημα θα διογκώνεται.
    Ιδού λοπόν πεδίον δόξης λαμπρόν…

    υγΣυγνώμη για το ολίγον ασαφές των προτάσεων αλλά δεν είναι στις προθέσεις μου να συντάξω προγραμματικές δηλώσεις…Αν η συζήτηση συνεχιστεί,βλέπουμε.

  43. Με αφορμή την εξής φράση του Σελιτσάνου:

    «Να μάθουμε να ζούμε μ’αυτούς;Όχι,γιατί κάποιος θα μπορούσε να πει να μάθουν εκείνοι να ζουν μ’εμάς.»

    θα ήθελα να πω κάτι που έχω ξανααναφέρει σε παρόμοιες συζητήσεις.

    Εδώ και 8 χρόνια δεν ζω στη χώρα μου, έχοντας την τύχη να μην είμαι μετανάστρια, αλλά ξένη «πολυτελείας», φοιτήτρια ή εργαζόμενη, προερχόμενη από χώρα της ΕΕ και ζώντας σε χώρα της ΕΕ. Στην δική μου περίπτωση, βρέθηκα στην εκάστοτε ξένη χώρα, από επιλογή συνειδητή (άρα δεν εμπίπτω στη κατηγορία «Κούρδος της Κουμουνδούρου») και είχα στο μυαλό μου το εξής απλό πράγμα: όταν πηγαίνω στο σπίτι κάποιου άλλου, δεν επιβάλλω τις δικές μου απόψεις και συνήθειες, αλλά συμβαδίζω με εκείνες του νοικοκύρη, κι αν δεν μου κάνουν αυτές, δεν ξαναπάω. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργώ και στην ξένη χώρα, οι ντόπιοι καθορίζουν τους κανόνες, κι αν εμένα δεν μου αρέσει ας επιστρέψω στην χώρα μου.

    Θέλω να πω ότι, προκειμένου να υπάρχει ομαλή συμβίωση ντόπιων και ξένων, χρειάζεται και οι μεν και οι δε να κάνουν κάποια βήματα. Οφείλει η χώρα υποδοχής να θέσει τις προϋποθέσεις που αρμόζουν σε ανθρώπους, και όχι σε σκλάβους, για την διαβίωση των ξένων -όπως το θέτει κι ο gasireu. Οφείλουν και οι ξένοι, στο επίπεδο των συνηθειών να αποδεχτούν και εκείνες που δεν ταιριάζουν με τις δικές τους. Η συζήτηση είχε εφαρμογή πχ στο θέμα της μουσουλμανικής γυναικείας μαντήλας, σε πολλές δυτικές χώρες.

    Όμως, αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Και για να πάψουν οι μεν να φοβούνται τους δε (ένθεν κακείθεν) πρέπει να γνωριστούν. Παύεις να φοβάσαι κάτι, όταν το πλησιάζεις και το γνωρίζεις. Και τότε, μπορεί και να το εμπιστευτείς. Κι ακόμα και το χαριτωμένο φολκλόρ έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

    Δεν θα μπορούσα να ζήσω σε μια αραβογειτονιά στο Βέλγιο, γιατί δεν μου ταιριάζει ούτε στις συνήθειες, ούτε στην αισθητική, ούτε στον τρόπο ζωής. Ζώντας στην αμιγώς βέλγικη (και όχι στην τύπου «ξένων πολυτελείας») γειτονιά μου, όμως, μου αρέσει να πηγαίνω και στην αραβογειτονιά, να τρώω τα φαγητά τους και ακούω τις μουσικές τους, ακόμα κι αν μερικά πράγματα μου είναι ξένα. (Σαφώς προτιμώ τις τουρκογειτονιές πάντως).

    Ήταν ένα καλό βήμα, για να μην αποφεύγω ενστικτωδώς τους Άραβες, όπως με είχαν συμβουλεύσει όταν πρωτοέφτασα, τόσο στην Γαλλία, όσο και στο Βέλγιο. Και η κατηγορία «Άραβες» σε αυτές τις δυο χώρες, είναι ανάλογη της «κατηγορίας Αλβανοί» στην Ελλάδα. Η φήμη τους και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται είναι περίπου ο ίδιος.
    Και, ναι, οι χώρες αυτές δεν έχουν καταφέρει να ενσωματώσουν τους Άραβες, εξού και τα γκέτο. Αλλά ούτε και οι Άραβες δοκίμασαν να κάνουν βήματα προς τους ευρωπαίους (υπάρχει και το αποικιακό παρελθόν, που κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα).

    Αλλά, ας μην πάμε πολύ μακριά: νομίζετε πως οι Έλληνες που ζουν στο Βέλγιο ή στη Γαλλία είναι καλά ενσωματωμένοι; Και μόνο ο υποτιμητικός τρόπος που μιλούν για τους ντόπιους, ακόμα κι οταν ζουν στη χώρα εδώ και 40 χρόνια, αρκεί για να δείξει πως όχι.

    Γιατί τελικά, ο φόβος ή η απαξία με την οποία αντιμετωπίζουμε το ξένο, είναι η άλλη όψη του δικού μας κόμπλεξ, της δικής μας ανεπάρκειας, των δικών μας ανασφαλειών.

    Όλα αυτά βέβαια, δεν έχουν άμεση σχέση με το θέμα που έβαλε το Βυτίο ή με τα σωστά πράγματα που αναφέρει ο gasireu.
    Είναι όμως πολύ διδακτικό, την στιγμή που νιώθεις το αρνητικό συναίσθημα για τον «ξένο», να κάνεις μια μικρή παύση, να πάρεις πέντε λεπτά και να κοιτάξεις πρώτα μέσα σου. Αυτό που θα δεις, μπορεί να είναι πολυ αποκαλυπτικό.

    Και νομίζω πως αυτό έκανε το Βυτίο.

  44. @ κ. Μοίρη,
    αμέσως να μας προσγειώσετε.
    Εντάξει και γω βέβαια κάπως έτσι το νιώθω τις περισσότερες φορές. Δύσκολα περπατιέται αυτή η παλιογέφυρα. (μπορώ να το βάλω σε λίστα όμως. Να έχεις μια φορά διασχίσει τη γέφυρα, και να έχεις περπατήσει στην απέναντι όχθη)

    @ Ροδιά,
    ουδείς εκών κακός; Κάποτε το υποστήριζα με πάθος αυτό.
    Όπως και να’ χει, μένω στο ότι μπορούμε να φτιάχνουμε τη δική μας πραγματικότητα ή έστω σ’ αυτό που έλεγε ένας ποιητής. Μή ρωτάς τί έκανε αυτός, ρώτα γιατί το έκανε.

    @mahi,
    να τον αναγνωρίσουμε, να τον αιτιολογήσουμε και αν είναι δυνατόν αν τον αποδομήσουμε. Αλλά πάντα στο νου μας η πραγματικότητα πρέπει να υπάρχει.
    πάλι πρωί είναι ε;

  45. @ gasireu,
    φοβάμαι ότι δεν τα έγραψα και πολύ καθαρά στο ποστ (φταίει η διάθεση για λογοτεχνίλα). Ασφαλώς δεν μίλησα για οπτική ή αντίληψη. Όταν είπα ότι έχω δει τη βία να ξεσπάει, εννούσα εντελώς αληθινές προσωπικές εμπειρίες. Με λίγα λόγια εννοούσα ότι κάθε φορά που είσαι εκεί, πέρα απ’ τον όποιο φόβο (λόγω προκαταλείψεων, εικόνων, πλύσης εγκεφάλου από τα μέσα κλπ), υπάρχει και ο εντελώς ρεαλιστικός κίνδυνος. Η εντελώς ζόρικη πραγματικότητα.
    Και φυσικά συμφωνώ μαζί σας. Η λύση είναι ενσωμάτωση με όλα τα βήματα όπως τα αναφέρατε (χαρτιά, εργασία, ιθαγένεια κλπ).
    Ως προς αυτούς που παρανομούν τώρα, η σκέψη μου απλά είναι ότι όταν τους γκετοποιείς, τους καθιστάς αδύνατη την νόμιμη παραμονή % εργασία, τους κυνηγάς όποτε σου ρθει & σε βολεύουν να μένουν εκεί με την παραοικονομία κλπ κλπ, μοιάζει λίγο σαν να τους οδηγείς στην παραβατικότητα. Σα να οδηγείς την κατάσταση εκεί.
    Τεσπα δε νομίζω ότι διαφωνούμε ως προς τη λύση.
    Το θέμα είναι ότι, προσωπικά μιλώντας τώρα, θελω να περπατάω εκεί, θέλω να κάνω βόλτες κλπ. Και θέλω παρόλο που είναι λογικό να φοβάμαι, παρόλο που ίσως κινδυνεύουν τα πράγματά μου, να μην φοβάμαι. Ακούγεται κάπως παράλογο αυτό το ξέρω. Ας πούμε ότι αν φοβάμαι, νιώθω ότι ρίχνω όλο το φταίξιμο γι’ αυτήν την κατάσταση σ’ αυτούς, λες και ότι κάνουν το κάνουν από κέφι, ενώ εμείς ως πολιτεία, ως πολίτες είμαστε απλώς ανυποψίαστοι και αθώοι. Τεσπα.

    @ Σελιτσάνε,
    ωραία θα κοιταξετε μια επιτροπή με κακό μάτι. Πιθανότατα κι εγώ το ίδιο θα κάνω. Αλλά ας είμεθα ρεαλιστές. Κοιτάξτε τους επίσημους φορείς. Κοιτάξτε την πολιτεία. Είναι δυνατόν να περιμένουμε απ’ αυτούς να κάνουν ένα ελάχιστο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση; Οι άνθρωποι εκτός του ότι είναι εκτός τόπου & χρόνου, εκτός ότι μας οδηγούν τα πράγματα, όπως νομίζω σωστά είπε ο Gasireu, προς μια λαϊκίστικη αλλά σκληρή εκδοχή ακροδεξιάς, εκτός του ότι δε νομίζω καν να ξέρουν προς τα πού πέφτει το Μεταξουργείο. αλλά μια στιγμή μήπως κι εγώ λαϊκίζω;
    Σελιτσάνε, ανελέητε τροχο-φόρε, προσωπικά έχω χάσει κάθε ίχνος πίστης ότι κάποια στιγμή η επίσημη πολιτεία θα κάνει κάτι γι’ αυτό το θέμα. Απλά θα περιμένουν μέχρι το πράγμα να πάρει άγριες διαστάσεις και μετά θα επέμβουν με το μόνο τρόπο που ξέρουν. Είδατε τις δημοσκοπήσεις, για να κάνω & λίγο τον Πρετεντέρη; 75% ή κάτι τέτοιο λέει να διώξουμε όλους τους μετανάστες. Εκεί θα μας φτάσουν χωρίς να το καταλάβουμε.
    Τί θέλω να πω; Δεν ξέρω, πάντως αναρωτιέμαι πραγματικά προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούν οι πιέσεις μας για να έχουν τα όποια αποτελέσματα. Κι αν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα είναι ποτέ δυνατόν να ανταποκριθούν.
    Κι εκτός αυτού, όσο συννεχίζονται αυτά που λέτε ανατολικά και νότιά μας, πώς να λυθεί και τί;

  46. @ καλή μου κροτ,
    ωραία τα λες, και το πιθανότερο είναι αν ζούσα έξω κι εγώ κάπως έτσι να προσπαθούσα να κινηθώ. Το θέμα είναι να πλησιάζουμε τον άλλο, όπως είπες, για να απομακρύνεται ο φόβος, πράγμα που εδώ πολλές φορές μοιάζει δύσκολο αν όχι αδύνατο.
    (Και που πολλές φορές συνδυάζεται με μια εκ του ασφαλούς διερεύνηση του άλλου, με ολίγον φολκλόρ διάθεση, σα να ‘ναι αξιοθέατο ή εξωτικό πουλί σε ζωολογικό κήπο).
    Γενικά πάντως δεν είναι και εύκολο πράγμα να είσαι ανοιχτός στο ξένο, στο νέο, στο εντελώς διαφορετικό.

    Και πάντως από μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε θαύματα. Ίσως μπορούμε να υιοθετήσουμε λίγη απ’ την αισιοδοξία και την πρακτική της Ροδιάς. Ίσως να δοκιμάσουμε τα φαγητά τους, ίσως να γνωρίσουμε μερικούς.
    Το πρόβλημα όμως παραμένει και μάλλον διογκώνεται.

    υγ. είπαμε είσαι κόκκινη (κατακόκκινη). Γιατί μας το τονίζεις συνέχεια; Μήπως και ξεχαστούμε; Έχουμε βγάλει τα μάτια μας στο βλογ σου.
    υγ2: στα τούρκικα ε; καλά το είχα καταλάβει ότι εσύ δικιά μου είσαι, χεχε

  47. «ουδείς εκών κακός; Κάποτε το υποστήριζα με πάθος αυτό.»
    Γιατί «κάποτε»; Εχεις πάψει να το υποστηρίζεις και γιατί;
    Ουδείς εκών κακός, πράγματι, έτσι είναι, είμαι σίγουρη ότι αυτό ισχύει.
    Ανέβασε ένα ποστ σχετικό, να… σφαχτούμε! 😉

  48. ε καλά βρε Ροδιά, δεν είπα ότι πείστηκα για το αντίθετο.

    Απλά μου φαίνονται πιο σκληρές οι εποχές. Δε μας παίρνει τόσο εύκολα να λέμε τέτοιες κουβέντες. Ο ανταγωνισμός μας έχει φάει.
    Κατά τ’ άλλα εξακολουθώ να πιστεύω ότι το περιβάλλον, το αφόρητο πολιτικό σύστημα με το υπερκαταναλωτικό πρότυπο ζωής και η υπερβολική ταχύτητα, αναπόφευκτα δεν δημιουργούν και τα καλύτερα παιδιά.

  49. Ανησυχώ, ξέρεις, γιατί κάθε τόσο μερικοί «ερευνητές» ανακοινώνουν ότι βρήκαν το τάδε ή το δείνα γονίδιο συμπεριφοράς, κλπ κλπ
    Παλιότερα, έψαχαν για το μικρόβιο της τρέλας!
    Αν εχεις δει το φιλμ με τη λοβοτομή, θα καταλάβεις πού οδηγεί η υστερία του όχλου και, δεδομένων των σύγχρονων ανακαλύψεων -DNA, κλπ- υποφώσκει μια «τάση» προς γονιδιακό έλεγχο και προς την κατασκευή του τέλειου όντος!
    ..Πείνασα τώρα και πάω να φάω το… τέλειο ψάρι!:)

  50. Αγαπημένο Βυτίο, με αφορμή αυτό που λέει η Ροδιά περί του «ουδείς εκών κακός» και της λοβοτομής, σε συμβουλεύω να διαβάσεις το Το 13ο Υπόγειο. Οπωσδήποτε!

    Όσο για τα εξωτικά πουλιά, χμ, εγώ να δεις πόσες φορές έχω νιώσει έτσι, όταν λέω από πού είμαι και αντιμετωπίζω αντιδράσεις τύπου «όου, χάου γουόντερφουλ, γουάτ ε μπιόυτιφουλ κάντρυ γιου καμ φρομ! Άι γουόζ ατ Μύκονος λαστ σάμμερ, εντ ιτ γουόζ φαντάστικ!».

    Άντε, κανόνισε να ξανάρθεις στο Βτυξελλοχώρι να σε κεράσω ντουρούμια και κιουνεφέ στι Ντανσάρ! Μιαμ μιαμ!!!

  51. ΥΓ. Εντάξει με πείσατε όλοι σας, θα το βγάλω το κόκκινο, θα βάλω ένα κιτρινάκι!

  52. ροδιά με χτυπάς σε ευαίσθητο σημείο. Αυτή η τάση να εξηγήσουν τα πάντα μέσω γονιδίων και αίματος. Από τον έρωτα και την τρέλα μέχρι τα επιμέρους χαρακτηριστικά. Έλεος. Δε θέλουμε τέλειους ανθρώπους. Θέλουμε μυστήριο. Η ομορφιά κρύβεται στα ιδιαίτερα γνωρίσματα, στα σφάλματα του καθενός. (τα χουν πει τόσοι και τόσοι αυτά καλύτερα από μένα)
    Ο γονιδιακός έλεγχος νομίζω είναι η αρχή ολοκληρωτικών αντιλήψεων, μην τα ξαναλέμε.

    Κροτ, την είχα διαβάσει την πρότασή σου στο προηγούμενο ποστ κι είναι στα υπόψη το βιβλίο, όπως είναι και το κιουνεφέ.
    (κι είπα να μη φάω για βράδυ, αλλά εντάξει με έπεισες)

    Κίτρινο είπες, ροζ έβαλες.
    Έτσι, βγάλε την ξανθιά από μέσα σου. Εκφράσου. χοχο.
    (πλάκα κάνω ε;, δεν πιστεύω να παρεξηγείσαι).

  53. Βυτίο, εγώ πάντως έφαγα κιουνεφέ πριν λίγο, κολασμένο ήταν!
    Το δοκίμασα το κίτρινο και δε μου άρεσε!
    Ξανθιά ήμουν πριν από 6 χρόνια, τώρα πια προσπαθώ να το κρύψω! 😀

  54. ΚΡΑΤΕΑΣ

    Κροτ, καλά τα λες αλλά είσαι η μειοψηφία δυστυχώς. Να μου πεις βέβαια πότε η πλειοψηφία λειτουργεί με γνώμωνα το ιδεατό; Πάντα οι μειοψηφίες (δυσυχώς η ευτυχώς) πάνε μπροστά το κόσμο…. Φίλε βυτίο για τισ παρελάσεις και τις σημαίες…τι πιστεύεις;ότι ο κόσμος(πλειοψηφία) δε γουστάρει;; γουστάρει σίγουρα!!Εγώ βλέπω και ένα καλό κατά τη γνώμη μου,ότι έτσι αυτή η παγκοσμιοποίση (η κακώς προτεινόμενη από τα μεγάλα αφεντικά) αντιμετωπίζεται αρνητικά. Και τέλος πάντων η δημοκρατία έχει αυτό το κακό,τη πλειοψηφία ποπρέπει να τη λουζόμαστε και για οτιδήποτε λάθος της!!! Συμπέρασμα, ο καθένας μας συμπεριφέρεται και ενεργεί με το δικό του , γιατί αν περιμένουμε από τη πλειοψηφία !!!!!

  55. gasireu

    Tο πνεύμα σας για το φόβο ως χάσιμο της αθωότητας είναι αναβλύζον και μέσα στην όπως λέτε »λογοτεχνίλα», ωραία αποτύπωση αλλιώς. Μάλλον το σχόλιο μου ήταν μια πινελιά στην ροπή της συζήτησης.
    Φοβάμαι ότι η χαμένη αθωότητα της πιο ασφαλούς χώρας, είναι μια πραγματικότητα, ίσως είμαστε οι τελευταίοι που τη βιώσαμε ως παιδιά και νέοι, οι μόνοι δυτικοί μαζί με τους άλλους νότιους που θα ανατρέχουμε ιδεολογικά σε αυτήν. Αυτό το καταλογίζω σε εκείνους που έπρεπε να μεριμνήσουν και δεν το έκαναν, δημιουργώντας μια άλλη κοινωνική και πολιτική -και οικονομική αρχικά- χώρα.
    Αν ήταν να δικαιολογήσω της μετάλλαξη μιας κοινωνίας που αλλάζει λόγω παγκόσμιου περιβάλλοντος, λογικά, δεν θα μπορούσα να δικαιολογήσω την κρατική αμέλεια που την αλλάζει πατόκορφα, στην δομή της, στο θεμελιακό της συστατικό, την ελευθερία της κίνησης με ασφάλεια σε οποιαδήποτε γωνιά της.
    Πιστεύω ότι ζούμε μια τοπική ιστορικά συγκυρία απόλυτης ανικανότητας στην επίλυση των βασικών θεμάτων. Δύο κόμματα που τους ρίχνουν όλοι το βάρους αδιαφόρησαν για οτιδήποτε »πονάει». Πλέον φοβάμαι για το αύριο, όπως εξελίσσεται έτσι όπως τα είπατε ακριβώς.

  56. Εξαιρετικό το κείμενό σου! Το μεσημέρι πέρασα -ξανά- από εκεί και μετά έπεσα πάνω στο blog σου. Σαν να έδωσες λέξεις στα συναισθήματά μου. Τα τελευταία τρία χρόνια ζούσα στο Μπρούκλυν και αν είναι να περιγράψω τα πράγματα που έκανα εκεί, θα έλεγα πως το πιο σημαντικό ήταν πως περπατούσα με τις ώρες μέσα σε γειτονιές που εναλλάσουν συνεχώς τους πληθυσμούς τους. Θυμήθηκα που είχα γράψει κι ένα κείμενο στην προσπάθεια να παίξω λίγο μέσα μου με αυτό το «είμαι ο ανοιχτόμυαλος που τους δέχομαι και τους υπερασπίζω όλους αλλά μόλις ζήσω δίπλα τους δυσκολεύομαι να τους καταλάβω και μάλλον συμβαίνει το ίδιο και σε αυτούς»… Το έγραψα 3 χρόνια πριν και το βάζω εδώ ελπίζοντας πως κάπου κολλά… (κι αυτό με διαθέσεις «λογοτεχνίλας»)

    Ασύμφωνος Αλληλοσεβασμός

    «Τρέξε πιο γρήγορα! Δεν θα προλάβεις αν δεν βρεθείς στο σπίτι σου σε πέντε λεπτά. Ο δρόμος με τον αριθμό δεκαεπτά, αυτός με το δεκαοκτώ, ο είκοσι, ο είκοσι τέσσερα… Προσπάθησε να σκέφτεσαι μεγαλύτερους αριθμούς για να νιώθεις ότι κοντεύεις. ‘Τριάντα οκτώ’ είναι ο μαγικός δρόμος για σένα. Η λεωφόρος L κι ο τριακοστός όγδοος δρόμος. ‘3719’ ο αριθμός του σπίτιου που θες. Όχι!… Αυτόν μην τον σκέφτεσαι. Είναι τεράστιος αριθμός. Πάρε με το ένα χέρι την τσάντα που έχεις κρεμμασμένη στον ώμο σου και προσπάθησε με το άλλο να ψαχουλέψεις τις σάρκες της μέχρι να βρεις το κλειδί. Μην σε νοιάζει που θα πάρεις περίεργες στάσεις καθώς ο κόσμος θα σε στραβοκοιτά. Αυτό θα σου γλυτώσει δευτερόλεπτα όταν θα θες να ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού που μένεις. Δευτερόλεπτα… Ξεκίνα να μετράς ανάποδα μέχρι να φύγουν. Τριακόσια, διακόσια ενενήντα εννέα, διακόσια ενενήντα οκτώ… Με αυτόν τον τρόπο θα ‘χεις έναν καταληκτικό στόχο και θα καταφέρεις να αποσπάσεις τη σκέψη σου απ’ το κατούρημα. Όχι και πάλι! Ούτε αυτό δεν βοηθά. Είναι πολλά τα δευτερόλεπτα. Τι τον ήθελα τον περίπατο με τη Λυσάν; Πότε θα μάθω να μην ντρέπομαι τις γυναίκες και θα αποφασίσω ότι όλοι μας έχουμε φυσικές ανάγκες; Θα μπορούσα να πω ένα απλό: «Θέλω να πάω στην τουαλέτα». Α! Να εκεί κάτι ενδιαφέρον. Ένας Εβραίος. Από αυτούς που βλέπω εδώ και τόσο καιρό να φορούν πάντα τα ίδια ρούχα. Θυμήσου αυτόν τον κοντό και χοντρό Εβραίο με το κοντό και χοντρό του παιδί. Φορούσανε ακριβώς το ίδιο εβραϊκό κοστούμι, την ίδια εβραϊκή γραβάτα, τα ίδια εβραϊκά παπούτσια. Ο ένας ρέπλικα του άλλου. Κοίτα! Να κι άλλος από αυτούς. Κι άλλος. Μέτρα τους για να περάσει η ώρα σου. Ένας, δύο, τρεις… Μην χάσεις κανένα. Να κι η εκκλησία τους. Ψυχρό αμερικάνικο κτίριο χωρίς κανένα απολύτως ίχνος θρησκευτικότητας να το περιβάλλει. Κάνε ένα ζιγκ -ζαγκ για να μην πέσεις πάνω σε αυτό το μπουλούκι πατεράδων και γιων που έρχεται κατά πάνω σου. Δέκα, δεκατρείς, δεκαεννιά. Γιατί περπατούν όλοι με τον ίδιο τρόπο σαν να έχουν ξηλωμένα πόδια; Είκοσι τέσσερεις, είκοσι επτά, που είναι οι γυναίκες; Μήπως γεννάνε όλα αυτά τα αγόρια που βλέπω και μετά μένουν στο σπίτι με τις μακριές τους φούστες μέχρι ο αφέντης να αποφασίσει να διεισδύσει μέσα στην σάρκα τους με σκοπό την τεκνοποίηση; Τριάντα τέσσερις, σαράντα δυο. Που βρέθηκαν όλοι αυτοί απόψε στο δρόμο μου; Σαν ορδές μυρμηγκιών. Μήπως διαβάζουν το μότο που είναι γραμμένο στην φανέλα μου και γι’ αυτό γουρλώνουν τα μάτια τους καθώς με βλέπουν να χάνομαι στην αντίθετη από αυτούς πορεία; ‘Ambition Makes You Look Pretty Ugly’. Όταν πήρα αυτή τη φανέλα για εκτύπωση συμφωνούσα με αυτόν τον ισχυρισμό. Πίστευα πως όλοι όσοι είχαν φιλοδοξίες μέσα τους φλέρταραν ταυτόχρονα και με την επιβολή εξουσίας. Τώρα πλέον πιστεύω ότι λίγη φιλοδοξία χρειάζεται σε όλους μας, αλλιώς δεν πάμε μπροστά. Δεν μπορώ να τους το εξηγήσω όμως αυτή την στιγμή. Επείγομαι… Είκοσι επτά δρόμοι κι εξήντα οκτώ Εβραίοι. Ακόμα έντεκα δρόμοι και θα ξαναβρώ το μυαλό μου. Γαμημένες κοινωνικές συμβατικότητες! Γιατί να μην μπορώ να βγάλω έξω το πέος μου και να ξαλαφρώσω εδώ μπροστά στα μάτια τους. Αυτοί δεν κατουράνε μήπως; Ή ακόμα καλύτερα γιατί δεν κτυπάω μια πόρτα και να ζητήσω ευγενικά από μια Εβραία να με αφήσει να πάω στο αποχωρητήριό της. Όχι, όχι! Και τα δύο θα μου προκαλούσαν προβλήματα. Ξύλο θα φάω. Ογδόντα τρεις… Από που ξεφυτρώνουν πλέον. Που κρύβονται τα βράδια όταν επιστρέφω απ’ τα ξενύχτια μου. Πως αντιστέκονται στα ερεθίσματα αυτής της πόλης; Επίτηδες ήρθαν εδώ πέρα για να δείξουν στον Θεό τους πως μπορούν να είναι υπεράνω πειρασμών; Ενενήντα δύο. Ποιος θεός είναι αυτός; Προχθές είδα μιαν πανύψηλη καγκελόπορτα να ανοίγει και μέσα από την αίθουσα που έκρυβε από πίσω της, είδα να βγαίνει ένας Εβραίος δάσκαλος και καμιά τριανταριά πανομοιότυπα ντυμένα αγοράκια που κρατούσαν κάτω από την μασχάλη τους από μια εβραϊκή βίβλο. Με πιο δικαίωμα καθορίζει κάποιος την ταυτότητα αυτών των παιδιών; Τριάντα πέντε δρόμοι! Ακόμα τρεις έμειναν. Να κι η πλαϊνή όψη του κτηρίου που βρίσκεται απέναντι από το παράθυρο μου. Κάθε βράδυ βλέπω τις φιγούρες των λατινοαμερικανών που ζουν στα δωμάτια του, να λειτουργούν εντελώς διαφορετικά από τους Εβραίους που συναντώ τώρα στον δρόμο: Βάζουν στην διαπασών τα στερεοφωνικά τους συστήματα, αφήνουν τα παράθυρα ανοικτά όταν κάνουν έρωτα, παίζουν μπάλα φωνάζοντας στους δρόμους. Τριάντα έξι, τριάντα επτά, τριάντα οκτώ δρόμοι. Επιτέλους! Να και η καγκελόπορτα του σπιτιού. Άνοιξε την γρήγορα. Άνοιξε και την πόρτα που οδηγεί στο αποχωρητήριο. Το κλειδί το έχεις στο χέρι. Κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού σου. Σημάδεψε γρήγορα την κοιλότητα του αποχωρητηρίου και άσε την φυσική σου ανάγκη να χαθεί στα βάθη των σκουριασμένων σωλήνων. Ποιοι Εβραίοι; Ποιες θρησκείες έχουν για σένα νόημα αυτή τη στιγμή που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να ικανοποιήσεις τις πρωταρχικές σου ανάγκες; Πόσο ρατσιστής μπορείς να γίνεις ακόμα;»

    «Τι κάνει αυτός ο τρελός; Που πάει έτσι αλαφιασμένος μέσα στις γειτονιές μας; Δεν βλέπει ότι όλοι εμείς πάμε στη συναγωγή; Κοίτα τον πως ελίσσεται για να αποφύγει τους ανθρώπους που προχωρούν προς τα πάνω του. Ένα, δύο, τρεις, τέσσερις όμοιοι μου τον κοιτάνε με υπαινικτικά βλέμματα για να του υποδείξουν πως αυτό που κάνει δεν είναι σωστό και όμως αυτός συνεχίζει απτόητος. Ποια δύναμη τον έλκει τόσο; Γιατί μας φοβάται; Έχουμε κάθε δικαίωμα να ακολουθούμε το δόγμα που διαλέξαμε από μόνοι μας. Εξάλλου, τίποτα δεν ζητήσαμε από αυτόν. Μόνο να μας αποδεχτεί και να μας καταλάβει θα θέλαμε, όχι να γίνει σαν εμάς. Αλήθεια… Ποια θρησκεία τον πρεσβεύει; Σε αυτή την πόλη υπάρχουν τόσες και τόσες ιδέες… Από κάπου θα πιάνεται κι αυτός. Κάποιο δόγμα θα υπερισχύει μέσα του. Αυτό που του δίνει τις περισσότερες ελπίδες για την ζωή μετά την ζωή. Αυτό που του δίνει τους καλύτερους κανόνες βίωσης στην παρούσα ζωή. Αυτό που του κληροδότησαν οι γονείς και το περιβάλλον του. Αυτό που υπερισχύει στο μυαλό του κι είναι δύσκολο να αλλάξει ή να απορρίψει. Αυτό που άμα το μάθαινα θα το σεβόμουνα… Θα το σεβόμουνα; Πόσο σίγουρος είμαι για αυτό; Θα του έδινα όση αξία έχει μέσα μου και το δικό μου δόγμα ή απλώς θα δεχόμουν την ύπαρξη του έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως το δικό μου δόγμα είναι στην πραγματικότητα αυτό στο οποίο θα έπρεπε να στηρίξει της ελπίδες του ο κάθε πολίτης αυτού του πλανήτη; Τι λένε τα γράμματα πάνω στο φανελάκι που φορά; ‘Ambition Makes You Look Pretty Ugly’. Μεγάλη έπαρση πρέπει να κατέχεις εσύ ο ίδιος για να λες κάτι τέτοιο στους άλλους. Ακόμα κι ο πιο εσωτερικά συγκροτημένος άνθρωπος του πλανήτη χάνει ένα μέρος της υπόληψης του όταν αρχίζει να διαδηλώνει ισχυρισμούς τους οποίους νομίζει ότι έχει αναλύσει καλά μέσα του. Ναι… Όμως αν έχω δίκαιο τώρα, τι γίνεται με τα κηρύγματα των ραβίνων μας ή τις νουθεσίες των παπάδων, των ιμάμηδων και όλων των άλλων θρησκευτικών εκπροσώπων στην γη; Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί και τα καθοδηγητικά λόγια που λένε, είναι εκφράσεις δικών τους πεποιθήσεων και παράγωγα ανθρώπινων ιδεών ή είναι σταλμένα λόγια από τους θεούς του κόσμου και ως εκ τούτου έχουν κάθε δικαίωμα να τα διαιωνίζουν προς τα έξω; Ας αφήσω αυτές τις σκέψεις τώρα. Συγχύστηκα. Κοίτα τον με τι μανία ψάχνει την τσάντα του καθώς μου ρίχνει ταυτόχρονα ένα βιαστικό βλέμμα που δεν μπορώ να καταλάβω αν εμπεριέχει ντροπή, περιφρόνηση, αγάπη ή μίσος. Κοίτα τον πως χάνεται διασταυρώνοντας τον ένα δρόμο μετά τον άλλο. Είκοσι τρεις, είκοσι τέσσερις, είκοσι πέντε δρόμοι. Κάπου θα τον βγάλει κι αυτόν η ζωή του».

  57. @ κροτ,
    τί δεν είσαι πια ξανθιά; κακώς.
    Τουλάχιστον ξέρεις που έχει καλό κιουνεφέ και δε σ’ αρέσει ο Τεό, οπότε το σώζεις.

    @ κρατέα,
    «οι μειοψηφίες τάγματα ξυπόλητα..»
    (να που τσιτάρω και Σαββόπουλο, τεσπα)
    Η πλειοψηφία πιστεύει ας πούμε ότι το Λαος δεν είναι ακραίο κόμμα. Αλλά πώς μαθαίνουμε τί θέλει η πλειοψηφία; Από τις καθόλου αθώες δημοσκοπήσεις; Ή απ’ τον εξαιρετικό εκλογικό νόμο;

    @ gasireu,
    «Πιστεύω ότι ζούμε μια τοπική ιστορικά συγκυρία απόλυτης ανικανότητας στην επίλυση των βασικών θεμάτων»
    Εντελώς αληθές αυτό δυστυχώς. απόλυτης όμως ανικανότητας λέμε. Δλδ να μην τους έχεις εμπιστοσύνη για απολύτως τίποτα. Σε σημείο που να λέω τί χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί; Πόσο πιο κάτω να πάμε;

  58. @ Σωφρόνη,
    Μπρούκλυν ε; Δεν ακούγεται κι άσχημα. Στην εναλλαγή άλλλωστε είναι η χάρη.
    Τώρα διαβάζω το κείμενο σας.

    κα σόρυ για την καθυστερημένη απάντηση. Έτρεχα. Έτσι δεν λένε όλοι;

  59. Κώστας

    Ένα από τα πιο δυνατά σου κείμενα συνάδελφε. Εύγε

  60. Παράθεμα: Η πόλη στα Blogs « ΑνθρωποΓεωγραφίες

Σχολιάστε