πρόσωπα, ζώα, πράγματα

π.

Γιάννης Σπανός / Βίκυ Μοσχολιού.

Στο ντοκιμαντέρ (του αγαπημένου φίλου Άρη) Πίσω απ’ την μαρκίζα, ο Σπανός μιλάει για διάφορα πρόσωπα με τα οποία συνεργάστηκε. Μ’ αρέσει ο τρόπος που μιλάει για μερικά απ’ αυτά ή μάλλον συγκινούμαι ακριβώς για τον τρόπο που μιλάει (και ξεχωρίζει) κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα. Η Αρλέτα, η Τσανακλίδου, ο Άκης Πάνου. Και βέβαια η Μοσχολιού. Περιγράφει πως ήρθε να τραγουδήσει το άνθρωποι μονάχοι και λέει ότι με το που ξεκίνησε, ο Σπανός σκέφτηκε ότι δεν μπορεί να της δώσει οδηγίες, τι οδηγίες να της δώσω. Λέει ότι βγαίνει κάτι κάπως από μέσα της (ή κάτι τέτοιο). Τραγουδάει με αυτό από μέσα της, με κάτι από μέσα της. Βλέπεις ότι κάτι προσπαθεί να περιγράψει ο Σπανός, αλλά δεν έχει ακριβώς τις λέξεις, οπότε στη συνέχεια παραιτείται, δεν εξηγεί, κάνει μια χειρονομία, για δευτερόλεπτα διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα κι ύστερα αποκαλύπτει κάτι με τη φάτσα του. Τι είναι αυτό που βγαίνει από μέσα της; Ποιος ξέρει; Εγώ απλά κοιτάζω τη φωτογραφία στα σκουριασμένα χείλη και ό,τι καταλαβαίνω.

Πάνος Γεραμάνης.

Στο ντοκιμαντέρ που παίχτηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αφού έχουν μιλήσει για τους σταρς του λαϊκού τραγουδιού, κάποια στιγμή ακούγεται ότι ο Γεραμάνης δεν ξεχώριζε τους άσημους από τους διάσημους λαϊκούς βάρδους, όσους είχαν κάνει τεράστια καριέρα απ’ όσους χάθηκαν στην πορεία των χρόνων και γύρισαν στις πόλεις και τα χωριά τους. Βλέπουμε και ένα δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από συνεντεύξεις δύο μουσικών στο ραδιόφωνο. Τους έψαξε ο Γεραμάνης λέει σε όλη την Ελλάδα. Ο ένας έχει αυτό το γλυκοενοχλητικό στοιχείο του αδικαίωτου, εκείνο το ρημάδι το θα μπορούσα αλλά ήταν το σύστημα τέτοιο και βέβαια δίκιο έχει, αλλά πάντα αυτού του είδους τα παράπονα έχουν και κάτι που δημιουργεί απόσταση. Λυπάμαι που δε σημείωσα το όνομά του, θα ήθελα να το πληκτρολογήσω και να πατήσω γκουγκλ ίματζις. Χωρίς να ξέρω τίποτα ιδιαίτερο, συμπαθούσα πολύ τον Γεραμάνη, γιατί νιώθω ότι είναι υπεύθυνος που εκεί στην εφηβεία πέρασα απ’ τον Μελωδία στο Δεύτερο Πρόγραμμα και απ’ το ροκοέντεχνο στο λαϊκό και το ρεμπέτικο. Ακόμα θυμάμαι την εκπομπή που έκανε αφού βγήκε από μια περιπέτεια υγείας στο νοσοκομείο. Ξεκίνησε με τη φράση στο νοσοκομείο η νύχτα ήταν βαριά και αν και ήταν ραδιόφωνο, είχα πάντα την αίσθηση ότι αυτή τη συγκεκριμένη φράση δεν την άκουσα, αλλά την είπε με τη φάτσα του μπροστά μου. Η νύχτα ήταν βαριά. Να καπνίζει και να λέει Η νύχτα ήταν βαριά – όλη η φράση ούτε μισό ηχαλάκι, μόνο ένα πρόσωπο.

Λεσβία.

Τα πρόσωπα που περνούν απ’ την οθόνη στο ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου. Τα πρόσωπα είναι και οι ιστορίες, είναι και η ιστορία. Συχνά, το ξεχνάω και μπλέκομαι. Εκνευρίζομαι, απορώ και θέλω να μπω σε τέσσερις χιλιάδες φριχτές κουβεντούλες. Κι ύστερα κάτι γίνεται και θυμάμαι πως το μόνο που έχει σημασία είναι αυτά τα πρόσωπα στο φευγαλέο πέρασμα της κάμερας.

ζ.

Επιστρέφω μόνιμα σε μια φράση που αγαπώ. Υπάρχει μια μοναξιά που δε μοιάζει με καμία άλλη. Ο Μπωντριγιάρ μιλάει για τους νεοϋορκέζους που τρώνε μόνοι τους βιαστικά στους δημόσιους χώρους (Να ξετυλίγεις ένα σάντουιτς όρθιος ή μισο-όρθιος μέσα στον ξέχειλο πανικό της πόλης, μόνο και μόνο για να στομώσεις και να επιστρέψεις καινούριος στις λαπτοπικές διεκπεραιώσεις).

Ο Λεφτεράκης όταν κάνω μπάνιο στέκεται με τον κώλο πίσω (μισο-όρθιος δηλαδή) στην άκρη άκρη του νιπτήρα. Κοιτάζει την κουρτίνα του μπάνιου ατάραχος κι υπομονετικός. Πού και πού κάνει κι αυτός το ελαφρύ μπανάκι του, ξεκινάει και σταματάει να γουργουρίζει, κοιτάζει κάτι στα άπλυτα, στέκεται απλά. Ο Όζζυ κάποιες φορές ξάπλωνε και κοιμόταν κουλουράκι στο πατάκι του μπάνιου.

Προσπάθησαν και προσπαθούν, γάτος και σκύλος, ν’ αντιστρέψουν τη φράση του Μπωντριγιάρ. Υπάρχει μια μη-μοναξιά που δε μοιάζει με καμία άλλη (γιατί δεν κάνουμε στ’ αλήθεια κάτι μαζί). Υπάρχει μια συντροφικότητα που δε μοιάζει με καμία άλλη (γιατί είναι μια γενική, διαρκής παρουσία). Υπάρχει ένα παρεάκι-που-δε-ζητάει-τίποτα-ούτε-καν-απευθύνεται-απλά-μπορεί-και-υπάρχει-μαζί-ταυτόχρονα-με-μια-εντελώς-ανάλαφρη-και-συνολική-αγαπητικότητα που δε μοιάζει με κανένα άλλο.

Υπάρχει ένας τρόπος να υπάρχεις μαζί χωρίς να ζητάς ή να σου ζητάνε. Να περιμένεις χωρίς το στοιχείο της αναμονής και να σε περιμένουν χωρίς το στοιχείο της αναμονής. Σε περιμένω και το ρήμα είναι απλά μια σωματική κίνηση (words as steps, verbs as motions λέει ο Πωλ Όστερ). Η σωματικότητα της αναμονής, άμα της αφαιρέσεις την αγωνία.

Ο Λεφτέρης με περιμένει να τελειώσω το μπάνιο μου. Μετά βρισκόμαστε πάνω και γύρω απ’ το νιπτήρα. Όλα τα επείγοντα έχουν αναιρεθεί με ένα τρόπο .

π.

Την ώρα που αφήνω το αμάξι στο συνεργείο είναι η πρώτη στιγμή το τελευταίο τετράμηνο, κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν ακινητοποιημένο κι αφημένο στην τύχη του, που σκέφτομαι ότι ο κύριος Π. μπορεί να μου πει δε φτιάχνεται. Ή δεν αξίζει να βάλεις λεφτά, άστο, πέτα το, πούλα το για ανταλλακτικά. Καθώς περπατάω προς το τραμ με πιάνει ένας μικρός μικρός πανικούλης. Δε φτιάχνεται. Εκείνη τη στιγμή δε με νοιάζει τόσο η πιθανότητα να μείνω χωρίς αμάξι οριστικά, ενδεχόμενο φυσικά εντελώς πραγματικό, όσο η πιθανότητα να μην ξαναοδηγήσω αυτό το συγκεκριμένο. Όπελ κόρσα 18 ετών. Στ’ αλήθεια δεν σκέφτηκα, ωχ δε θα το ξαναοδηγήσω, αλλά ωχ δε θα ξαναπάει βόλτα. Ναι, τρίτο ενικό, δεν μπερδεύομαι. Φυσικά, μέσα σε 18 χρόνια έχουμε ζήσει πολλά, και μέσα στο τραμ προσπάθησα να τα θυμηθώ όλα, με έμφαση α) στις φορές που κοιμήθηκα μέσα του β) σε κάποιες πραγματικά θαυμάσιες διαδρομές γ) σε κάποια ατυχή περιστατικά, που έβγαλα όλο μου το θυμό πάνω του (σόρι τιμόνι, σόρι χειρόφρενο).

Η αλήθεια είναι ότι δεν το πρόσεξα ιδιαίτερα ποτέ. Τουλάχιστον, έτσι μου λέει ο κύριος Π. κάθε φορά που το βλέπει πενταβρώμικο, γεμάτο άδεια πλαστικά μπουκάλια νερό, τρίχες ζώων, ψίχουλα κουλουρακίων, κούτες yusra (άδειες και γεμάτες) και καλοκαιρινά είδη διαφορών ειδών. Ρε συ ντροπή είναι, πρόσεχέ το λίγο.

Δεν υποψιάζεται ο κύριος Π. ότι το κορσάκι συμφωνεί μαζί μου ως προς τις προτεραιότητες. Το κατάλληλο cd (γιατί με cd λειτουργεί το γλυκούλι) είναι η μόνη σημαντική προϋπόθεση για να τσουλήσουμε στους μακρινούς και κοντινούς δρόμους. Είναι δύσκολη δουλειά να βρίσκεις πια άδεια cd, να κατεβάζεις μουσική και ακόμα περισσότερο δύσκολη δουλειά να κάνεις αυτό που χρειαζόταν πάντα. Να συνδεθείς με τη στιγμή, να ακούσεις το τραγούδι που θες και χρειάζεσαι, να φτιάξεις μια συλλογή που την έχεις προβλέψει απ’ το προηγούμενο βράδυ (δεν έχουμε τις ντίτζιταλ πολυτέλειες του σούπερ μάρκετ κομματιών). Ψάχνουμε τη συγκίνηση μανιασμένα, ψάχνουμε τη συγκίνηση για να αντέξουμε τους δρόμους της Αθήνας, ψάχνουμε τη συγκίνηση κι όχι να βάλουμε ένα απλά ανεκτό χαλί να χαλάει τ’ αυτιά και την έμπνευσή μας.

Την ώρα που σκέφτομαι ξανά και ξανά το πιθανό δε φτιάχνεται,το ραδιόφωνο στ’ αυτιά μου παίζει φταίω που ενώ μεγάλωσα τα ίδια λάθη κάνω / και τα χαμένα από καιρό πάλι τα ξαναχάνω. Αυτό το τραγούδι δεν το έχω ακούσει ποτέ στο κορσάκι και αμέσως η αγωνία της επικείμενης απάντησης του κυρίου Π. μεγαλώνει. Άσε που αυτό το και τα χαμένα από καιρό πάλι τα ξαναχάνω τώρα μου φαίνεται και ταιριαστό και πολύ βαρύ και με στέλνει στο διάολο και πίσω και όλα αυτά ενώ ακόμα δεν είναι καν εννιά παρά τέταρτο το πρωί.

Λίγες ώρες αργότερα ακούω τον κύριο Π. όλο χαρά να μου λέει ότι τελικά φτιάχνεται (αλλά κοστίζει όσο ένας μήνας μου και κάτι αλλά χαλάλι του κι οι πίκρες του χαλάλι). Μάλιστα στην ερώτηση αν αξίζει που φτιάχνεται, μου απαντάει σαν σωστός συνεργειάς με το πιο σοβαρό και στιβαρό ύφος του κόσμου αν δεν κρατήσει πέντε χρόνια τουλάχιστον, έλα να με βρεις.

Το οδηγώ μετά από τέσσερις μήνες και νιώθω καλά. Δυναμώνω το ραδιόφωνο. Είναι αγαπημένη συνήθεια μετά από συνεργείο ή πλύσιμο, να δω τι άκουγαν οι άγνωστοι άλλοι, ενώ δούλευαν. Δεν αναγνωρίζω καν το σταθμό. Παίζει ένα παλιό ρεμπέτικο: όπου και να φύγεις, όπου και να πας / θα ξαναγυρίσεις μια και μ’ αγαπάς. Ούτε να το ήξεραν οι άνθρωποι ότι θα με ταράξει η φωνή της Γεωργακοπούλου και να το έκαναν επίτηδες. Το τραγούδι κάτι μου θυμίζει. Να το ακούω πάλι στο κορσάκι, να παρκάρω και να μένω λίγη ακόμα ώρα μέσα. Μέχρι να τελειώσει το κομμάτι. Κλειστά τα παράθυρα, τίγκα η ένταση και έξω νύχτα καλοκαιρινή. Θα πάω να πιω ποτό μ’ ένα φίλο που πια έχουμε χαθεί από χρόνια. Οι παλιοί Λατίνοι (κι ο Νόλαν) είχανε μια στρατηγική για να θυμάσαι –  απομνημονεύεις μια τοποθεσία, ένα σημείο, ένα μέρος κι ύστερα κάνεις τις συνδέσεις.

Το μέρος είναι το παρκαρισμένο κορσάκι και γω είμαι κλεισμένος μέσα, ακούω, τραγουδάω (σόρι Γεωργακοπούλου) κι ετοιμάζομαι να πιω πολύ.

Θα με νοσταλγήσεις και θα ξαναρθείς
θα το μετανιώσεις, θα με θυμηθείς

π. (πάλι)

Στο λεωφορείο ο τύπος δίπλα μου σκρολάρει ακατάπαυστα και ταυτόχρονα λαμβάνει μηνύματα σε ομαδική στο βάιμπερ. Όλα με ήχο. Με ενοχλεί, αλλά το καταπιέζω γιατί μυρίζει τη μυρωδιά του μεγάλου ανθρώπου και ξέρω πως μάλλον δεν ξέρει τι πρέπει και τι δεν πρέπει με τα βίντεο και τον ήχο στα σόσιαλ μίντια όταν βρίσκεσαι σε ΜΜΜ. Σε κάποια φάση καταλαβαίνω το σώμα του δίπλα μου που χαλαρώνει, για την ακρίβεια λίγο χύνεται πάνω μου. Κοιμήθηκε. Τα μάτια του έχουν κλείσει, το στοματάκι έχει κάνει ένα απειροελάχιστο στραβό ο και απ’ τα ρουθούνια του βγαίνει ήσυχος αέρας και κάπου κάπου σαν στάχια κουνιούνται λίγες τρίχες. Τα δάχτυλα κι απ’ τα δύο του χέρια είναι πάνω στην οθόνη. Το σταματημένο βίντεο δείχνει έναν παίχτη της Ίντερ που ετοιμάζεται να βγάλει τη φανέλα του για να πανηγυρίσει. Το ένα δάχτυλο έχει μείνει ακριβώς πάνω στο πρόσωπο του παίχτη και όλα τα εμότζις είναι ανοιχτά ακριβώς από πάνω. Άρα ανοιχτά και όλα τα συναισθηματικά ενδεχόμενα. Πάνω απ’ αυτό το γκολ αιωρούνται διάφορα συναισθήματα καρδιάκλάμαγέλιοσυμπάθειααπλή επιβράβευση. Μένει στάσιμος για πολύ ώρα έτσι, γέρνει πάνω μου όλο και περισσότερο, η οθόνη είναι ακινητοποιημένη απ’ τα δάχτυλα, αλλά οι ειδοποιήσεις συνεχίζουν και σκάνε. Τι διάολο; Πέθανε;

Πλησιάζει η στάση μου και αρχίζω και αναρωτιέμαι πως θα κατέβω, τώρα που στην πραγματικότητα έχει στηριχτεί πάνω μου, με το αμπεχωνοειδές μπουφάν του και τη μυρωδιά του που με στενοχωρεί και με αγχώνει. Πώς να μυρίζω άραγε; Απ’ τη δύσκολη θέση με βγάζει ο Κωνσταντίνος Δ. που του τηλεφωνεί.

Κοντά στη στάση είναι ένα φροντιστήριο αγγλικών. Μια μαμά παίρνει το παιδί της. Αυτό είναι φοβερά χαρούμενο και φωνάζει ΜΑΜΑΑΑΑΑ, ΜΑΜΑΑΑΑ ΕΙΔΕΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ;;;;; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΘΑΝΟ;;;;;;;;

Αυτή δεν απαντάει, απλά προχωράνε.

*

Σκέψεις έρχονται και φεύγουν τυχαία. Δεν υπάρχει τρόπος να τις κρατήσεις ή να τις κατακτήσεις. Μια σκέψη διέφυγε· προσπαθούσα να την καταγράψω· αντ’ αυτού, γράφω ότι μου διέφυγε

(κι αυτό π.)

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Σχολιάστε