με το πρόσωπο στην πετσέτα

Άρθρο 14.

» (..) επιτρέπεται η απευθείας παραχώρηση στον κύριο της επένδυσης ή στον έλκοντα εξ αυτού δικαιώματα, της χρήσης αιγιαλού και παραλίας και του δικαιώματος εκτέλεσης, χρήσης και εκμετάλλευσης λιμενικών έργων ή επέκτασης, ήδη υφιστάμενων στην περιοχή, λιμενικών εγκαταστάσεων».

1. Δεν μπορείς να πεις ακριβώς γιατί συνηθίζεις να το κάνεις. Να εξηγήσεις δηλαδή τί είναι ωραίο στο να ξαπλώνεις ανάσκελα μέσα στην θάλασσα. Έξω απ’ το νερό να βρίσκονται τα δάχτυλα του ποδιού, το στόμα, η μύτη, τα μάτια, το μέτωπο και, αναλόγως αν χθες έφαγες πάλι σουβλάκια, η κοιλιά. Δεν είναι ακριβώς ξεκούραση ή μιας μορφής ηρεμία. Δεν είναι το μισό μισό, ήλιος και δροσιά. Καθώς είσαι σχεδόν βυθισμένος, το μυστικό βρίσκεται στο μέρος του προσώπου που βρίσκεται διαρκώς κάτω απ’ το νερό. Τ’ αυτιά. Τ’ αυτιά συλλαμβάνουν έναν αλλόκοτο ήχο. Όλα ακούγονται υπόκωφα, σα να έρχονται από κάποια πολύ μακρινή απόσταση και σαν να μην υπάρχει περίπτωση να φτάσουν μέχρι εσένα. Τα βαρκάκια/καΐκια/κρις κραφτ είναι κάπου τριγύρω, οι φωνές ίσα που ξεχωρίζουν και ένα μόνιμο χαμηλό βουητό, σχεδόν σαν μουσική, κερδίζει τα πάντα. Ύστερα από λίγο, αν ησυχάσεις, θα ακούς μόνο το χαμηλό βουητό και την ανάσα σου. Ένα ελαφρύ κύμα θα μπει στη μύτη ή το στόμα. Θα πνιγείς μόνο για λίγο, αλλά δε θα μετακινηθείς. Ξαπλωμένος, βυθισμένος ακριβώς εκεί. Ακίνητος. Με μια παιδική αγωνία, λες και όπου να’ ναι θα σε μαλώσουν, κρατάς τα μάτια κλειστά επί ώρα. Θα τ’ ανοίξεις μην ξέροντας που σε έχει πάει το κύμα. Μέσα ή έξω, πιο μακριά ή πιο κοντά στην πετσέτα.

Κι ύστερα μια βουτιά μέχρι κάτω, να πονέσουν τ’ αυτιά. Να αγγίξεις την άμμο και ν’ αφεθείς να ανεβαίνεις προς την επιφάνεια, διαγωνίως και με μάλλον χαμηλή ταχύτητα. Θα σκάσεις, αλλά δε θα βιαστείς να βγεις στην επιφάνεια. Δε θα κουνήσεις τα πόδια. Θ’ αφήσεις το νερό να σε βγάλει ήσυχα έξω. Όλη η ιστορία βρίσκεται σ’ αυτή τη αργή, παράταιρη διαγώνια άνοδο. Γλυκιά κομμένη ανάσα. Οργασμός.

2. Υπάρχει όμως ένα θέμα φέτος στην παραλία. Η μπάλα και ο κομμένος χιαστός. Είναι δύσκολο ίσως ν’ αντιληφθούν οι γυναίκες της παρέας τα αντανακλαστικά που γεννιούνται στο πόδι, όταν αντιληφθείς τη μπάλα ακίνητη, στρωμένη σ’ ένα μικρό βουναλάκι άμμου. Λύσσα, μανία, αδυναμία. Μπορείς μόνο να τρέξεις, να πάρεις φόρα, να σταματήσεις λίγα εκατοστά μπροστά της και σηκώνοντας το δεξί σου πόδι, να κεραυνοβολήσεις τον αόρατο κι όμως μισητό αντίπαλο τερματοφύλακα. Η μπάλα προκαλεί. Βρίσκεται εκεί για να την κλοτσήσεις. Βρίσκεται εκεί και θα την κλοτσήσεις. Στην άμμο, μέσα στο νερό, πάνω στην ψάθα. Η μπάλα στρογγυλή, λουσμένη στο πιο έντονο φως, περιμένει το δικό σου φάλτσο που θα τη στείλει συστημένη στον συμπαίχτη, στο ανύποπτο κεφάλι ή την ανοιχτή θάλασσα. Κι έτσι τώρα, για πρώτη φορά, τόσα χρόνια καλοκαίρια, θα πρέπει μεταξύ του ποδιού μου και της μπάλας να υπεισέλθουν άλλοι παράγοντες. Ο κομμένος χιαστός, το ταλαιπωρημένο πόδι, ο ασταθής σύνδεσμος. Η πιθανότητα μιας υποτροπής, ενός πρηξίματος, ενός κάποιου πόνου. Στα δύο μέτρα μπροστά μου, Σάββατο μεσημέρι, έχει μείνει ακίνητη μετά από τη λάθος πάσα ενός άλλου. Τέσσερα βήματα μακριά από ένα απίστευτο κουτουπιέ, από ένα σουτ που δεν μπορεί παρά να μείνει στην ιστορία.

Η γνωστή ίδια ιστορία. Στο σαλόνι, την αυλή του χωριού, το γήπεδο και την παραλία. Η μαγική στιγμή που το μάτι θα εντοπίσει το τόπι σε απόσταση βολής. Στο χωριό την ώρα που όλοι κάθονται στο πεζούλι κάτω απ’ το πεύκο, στο πλάι του γηπέδου, η μπάλα είναι ακόμη εκεί στημένη. Μια φωνή απ’ το πουθενά “φωτογραφίαααααααα” και έπειτα μόνο ο ήχος της βολίδας που θα πετύχει το πιο ανύποπτο κεφάλι. Χοντροκομμένο, άθλιο χιούμορ θα πεις. Δεν ήταν τόσο το αστείο, το κατακόκκινο μάγουλο ή τα ματωμένα χείλη. Είναι αυτή η παμπάλαια εικόνα. Η μπάλα ακίνητη, στημένη στα τρία μέτρα μπροστά σου. Μην στοχεύσεις, βάλε όλο σου το στιλ, άσε το στιλ, η δύναμη είναι το θέμα, δείξε την τέχνη, το σημάδι. Πάρε φόρα και γίνε όλος, αυτό το υπέρτατο σουτ που θα στείλει και την μπάλα και όλο τον κόσμο έξω απ’ τα κάγκελα, στον απέναντι δρόμο, βαθιά στη θάλασσα, στο διάολο.

3. Αλλά στην παραλία υπάρχουν πάντα θέματα. Πρώτα απ’ όλα τα φιλιά. Φιλιά στο στόμα, στην γυμνή πλάτη, στον λαιμό που μυρίζει αντηλιακό (απ’ τα άσπρα τα παλιά, όχι αυτά τα γυαλιστερά λάδια, που κάνουν τα κορίτσια από πραγματικά, τηλεοπτικά ή από επιθυμητά, μαυρισμένα ενσταντανέ). Ύστερα, πάλι φιλιά στα μπλεγμένα μαλλιά, στο πίσω μέρος απ’ το γόνατο, λίγο πάνω απ’ τη γάμπα, λίγο κάτω απ’ το μπούτι, σε όλες τις κλειδώσεις και όλους τους αγκώνες, στη γάμπα και το μπούτι. Οι άνθρωποι στις παραλίες δεν σταματάνε να φιλιούνται. Αλλά αυτό δεν είναι παράξενο. Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες το καλοκαίρι είναι αλλιώς, αλλιώτικες, αλλόκοτες με έναν μαγικό τρόπο. Τις προάλλες είδα στην πλατεία Κοραή μια γυμνή πλάτη, που στο πάνω μέρος της, ακριβώς μετά το λαιμό, είχε κάτι πιασμένα καστανά μαλλιά, τα οποία συγκρατούνταν σ’ ένα περίεργο σχήμα, από δύο μολύβια. Το κορίτσι με τα μολύβια, περπατούσε, μιλούσε και γελούσε μέχρι την Χαριλάου Τρικούπη. Εκεί πια έστριψα.

Το επόμενο απόγευμα, καθώς έστριβα, είδα ένα ζευγάρι να κάθεται στο παγκάκι απέναντί μου. Είχαν παρκαρισμένο ακριβώς μπροστά τους ένα παλιό στρογγυλοφάναρο και έτρωγαν μαζί ένα παγωτό κυπελάκι. Τους κόρναρα, δεν με είδαν, είχα ήδη περάσει, μα γέλασαν και συνέχισαν να τρώνε το παγωτό. Ένας φίλος πριν κάτι χρόνια μου είχε στείλει μες στη νύχτα, την ώρα που έτρωγα ένα ανάλογο παγωτό, ένα sms που έλεγε μόνο “είμαι ευτυχής ο μαλάκας”. Δεν θυμάμαι από ποιά χώρα της Ευρώπης το έστειλε, πολλοί φίλοι έκαναν τα μεταπτυχιακά τους έξω. Ίσως αν στο sms αναφερόταν ο λόγος της ευτυχίας, το όνομά της δηλαδή, να μπορούσα να θυμηθώ. Θα καταλάβαινα αν μιλάμε τώρα για κάποια πόλη της Ισπανίας, της Γαλλίας ή ίσως κάποια περιοχή του Λονδίνου. Όχι πως έχει σημασία η προέλευση του ονόματος. Όποια κι αν ήταν, Ισπανίδα, Γαλλίδα ή το οτιδήποτε, θα ερχόταν τελικά να τον βρει στην Ελλάδα ένα καλοκαίρι. Ίσως να έκαναν το γύρο κάποιου νησιού με τα πόδια και τότε δε θα γύρναγε ποτέ πίσω, αλλά θα διάλεγε μια παραλία και θα φιλούσε ασταμάτητα τον ευτυχισμένο φίλο μου εις τον αιώνα τον άπαντα. Αλλά αυτή δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα και έτσι τώρα, μετά τόσα χρόνια, θα συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε αν χάσαμε κάποιου είδους ευτυχία χάνοντας αυτά τα συγκεκριμένα φιλιά σε κάποια παραλία ή αυτά τα μολύβια στα μαλλιά ή ποιά απ’ όλες τις εκδοχές του “you really gotta hold on me” θα ακούγαμε όλοι μαζί στην παραλία. Θα προτείνω στην ομήγυρη τον Smokey Robinson και ότι γίνει.

4. Οι σκέψεις είναι πολυβόλα. Ακόμη και με τα μούτρα μέσα στην πετσέτα πυροβολούν διαρκώς και εξεπαφής. Όταν ξαπλώνω στην πετσέτα, ηρεμώ πια δύσκολα. Το μυαλό μου λειτουργεί με πενταπλάσιους ρυθμούς.

Η δουλειά τη Δευτέρα το πρωί. Τί ώρα το ξυπνητήρι. Ο λογαριασμός έληξε προχτές. Το ταμείο είχε ουρά. Η άλλος με πήρε τηλέφωνο μέσα στη νύχτα. Σκέφτεται την πιθανότητα της απόλυσης. Πήγε Ιούλιος και κανείς δεν λέει πού ή πότε θα πάει διακοπές. Θα δούμε – ίσως σε δυο βδομάδες τα πράγματα να είναι καλύτερα. Δεν θα είναι. Δεν πειράζει, θα μοιραστούμε τα έξοδα. Ανησυχία γενική. Πού είναι ο τάδε. Τον χάσαμε όταν έπεσαν τα μαζεμένα δακρυγόνα. Τον είδα να σκύβει και να φτύνει ακουμπώντας το πεζοδρόμιο. Ρε συ, αυτή δεν είναι που δουλεύει σ’ εκείνο το μαγαζί; Ναι είδες; όμορφες γυναίκες γεμάτες μαλόξ και συνείδηση. Να είμαστε όρθιοι, θα ποδοπατηθούμε. Ήχοι χειροβομβίδων. Ο Γιοκαρίνης τραγουδάει τον νοσταλγό βήχοντας. Στην παλιά γειτονιά, δημοτικό ακόμη, χορεύαμε με τον ίδιο τρόπο πάνω στο μωσαϊκό το ίδιο τραγούδι. Τώρα από εκείνη την παρέα δεν έχει μείνει τίποτα. Δύο είναι πρεζάκια. Τους έχω δει στην Ομόνοια. Ένας άλλος παράτησε το παιδαγωγικό και έγινε μπάτσος. Ο ένας απ’ τους δύο δεν έχει πια δόντια. Ρε μαλάκα κοίτα το κορίτσι, δε θα αντέξει. Στο μωσαϊκό που λες, τότε, δε φανταζόμαστε πως θα ερχόταν η μέρα που θα κάποιος θα έλεγε ότι δεν του φτάνουν τα λεφτά για την ασφάλιση. Τώρα; Τώρα έχω το νου μου στο κορίτσι που λες και βήχει τα ίδια της τα σωθικά. Οι άλλοι που είναι; Οι άλλοι είναι εδώ, δίπλα μου. Θυμάμαι τα πρόσωπα ένα ένα. Δεν σου κάνω πλάκα. Ένα προς ένα. “Δεν το ξερα πως ήμουν πλασμένος να ‘ρθω μια μέρα (..) να κλάψω κι εγώ για τους ανθρώπους που δε γνώρισα”. Κι ύστερα το καθημερινό μακελειό. Άκουγα τις προάλλες μια φίλη. Μιλούσε κι είχε μια σπασμένη φωνή. Έλεγες τώρα θα κλάψει και άμα αρχίσει θα κλαίει για όλα, θα κλαίει για τρεις μήνες συνεχόμενα. Ο Μπιθικώτσης ακόμη τραγουδάει στο παλιό honda του πατέρα μου το “βραδιάζει”. Τώρα, όμως, μασουλάω άμμο κολλημένη στην άκρη της πετσέτας. Ποιός μπορεί να μου πάρει τον ήχο που κάνει η άμμος γυρνώντας τις σελίδες ή κρατσανίζοντας μέσα στο στόμα; Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ή το τέλος επιτηδευματία; Αδύνατον. Περπατάω στις ίδιες παραλίες τριάντα χρόνια. Και ξέρω από πάντα ποιό είναι το κέντρο του κόσμου. Όταν πάω να το ξεχάσω, όταν κινδυνεύω να γονατίσω στο πεζοδρόμιο, νιώθω το αόρατο χέρι να με σηκώνει απ’ το γιακά. Τα λόγια του Καίσαρα, η σπασμένη φωνή της Κ., τα αστεία του Α. και του Γ. που μπορούμε ακόμη και γελάμε με το χάλι μας, ένα τηλέφωνο εδώ κι εκεί, ο Χ. να φωνάζει στους μπάτσους “πώς κοιμάστε μουνόπανα”. Το αόρατο χέρι, που με σηκώνει τόσο καιρό, κάθε φορά που πάω να γονατίσω στο πεζοδρόμιο. Το αόρατο χέρι που μου επιτρέπει να έχω μια ελάχιστη αξιοπρέπεια μέσα στο χαμό. Το αόρατο χέρι είναι ακόμη εδώ, πιο δυνατό από ποτέ. Και τώρα πια, κρατάει κόφτες και εργαλεία και θα ανοίγει όλα τα συρματοπλέγματα που κλείνουν τις παραλίες.

19 Σχόλια

Filed under ασυναρτησίες

19 responses to “με το πρόσωπο στην πετσέτα

  1. a passer by

    καλο καλοκαιρι ρε φιλε οσο κοντρα κι αν ακουγεται η ευχη

  2. και θα τραγουδάμε τα τραγουδια που μας έκλεψαν

  3. «Ξεροί καημοί και νερό θαλασσινό
    το σώμα σου κόλλησε στο σώμα μου
    με τον πανσέληνο πόνο του χειμώνα.
    Ακούς νερά που χύνονται στα μέσα των ποδιών σου;

    Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας,
    ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας»

  4. μαριμαρ

    αγαπητο βυτιο, εισαι ποιητης της παραλίας και των δρόμων…

  5. γράφετε πολύ καλά.
    την καλησπέρα μου

  6. Δεν μπορώ να το μπαζάρω, καθώς διαφωνώ με την κατακλείδα. Γενικά γράφεις πολύ ωραία όμως και το παρόν κείμενο είναι εκπληκτικά κτισμένο. Τα σέβη μου, λοιπόν.

  7. Παράθεμα: sous le pavé, la place « Кроткая

  8. yX

    Θα τυπώσω μερικά κείμενά σου και θα τα πάρω μαζί μου στη Νάξο. Θα τα διαβάζω τα μεσημέρια, στην παραλία του Κλειδού. Να ξέρεις πως διαβάστηκαν κι εκεί. Είναι πανέμορφα.

  9. dg

    Kαι τώρα τι θέλετε δηλαδή; Να βάλω και τον κόφτη μέσα στην βαλίτσα; οκ θα τον χωρέσω μέσα στο τσαντάκι με το αντιηλιακό. Το άσπρο, από τα παλιά…
    (εγώ θα πάρω μερίδες σελίδες σας μαζί μου στην Σαμοθράκη, μεγάλη η χάρη σας φέτος όλα τα νησιά τζάμπα θα γυρίσετε…) 🙂
    Καλό καλοκαίρι

  10. kon

    Βυτίε λαϊκίζεις! Αντιμετωπίζεις τα νομικά άρθρα και τις οικονομικές ανάγκες με αμέτρητο συναίσθημα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πάει μπροστά η χώρα. Δε σέβεται τα δεδομένα και τους αριθμούς παρά μόνο το πόνο του καθενός. Πότε θα συναντήσεις τη λογική βυτίε; πότε θα πάμε για καμιά μπύρα;

  11. Ρε Βυτίε, δεν στέλνεις κάνα σενάριο να κάνουμε ταινία; Υπερπαραγωγή λέμε.

  12. Mafalda

    Λιγώθηκα Βυτίε … Ισως η υπεράσπιση των καλοκαιριών μας να είναι το πιο δυνατό εργαλείο ριζοσπαστικοποίησης …
    υ.γ.1. Φαντάζεσαι ίσως πόση ακόμα καλοκαιρινή ευτυχία («του μαλάκα») με κάνεις να σκέφτομαι, ε;;;
    υ.γ.2. Πάντως εγώ τον εφαρμοστικό τον μελέτησα προσεκτικά καλοκαίρι βράδυ στο μπαλκόνι με τζιν τόνικ και κεράσια. Στην αμμουδιά θα ήταν πολύ πιο δύσκολος …
    υ.γ.3. Δεν είχα φανταστεί ποτέ στη ζωή μου ότι θα άκουγα κλαίγοντας και με κάψιμο στους πνεύμονες τον Νοσταλγό και την Ευλαμπία … (μα πού ήσουνα ρε γμτ και δεν σε είδα;)
    υ.γ.4. Χτες βράδυ σε σκεφτόμουνα όταν είδα μια αφίσα από την Λόλα του Γκοντάρ με την Ανούκ Αιμέ! Να το ξέρεις.

  13. Μην ανησυχείς για τον χιαστό. Μπορείς να παίζεις πιο κουλ, πιο στυλάτα, «με τα χέρια στη μέση»… Ίσως έτσι καταλάβεις και το δράμα «των Τζιοβάνηδων»… Ίσως, έτσι, αναγκαστείς να μάθεις κάτι από την τέχνη τους -που δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο.

    Τα υπόλοιπα μας ταξίδεψαν.

  14. Χαίρομαι που τόσοι πολλοί πια συμφωνούν για τις σεναριογραφικές σας ικανότητες.Και χαίρομαι γιατί δεν είμαι ο μόνος που,διαβάζοντας τον εφαρμοστικό,ένιωσε την καυτή ανάσα της ψυχικής νόσου στον σβέρκο του.

  15. le vert

    Αγαπητό βυτίο

    Παέι καιρός που δε σε διάβασα. Δεν ξέρω τι με ώθησε να το κάνω τώρα. Μάλλον το καλοκαίρι. Πούστικη εποχή, περίεργη. Για ευτυχισμένους και μαλάκες. Αν τα συνδυάζεις και τα δύο, τότε είναι καλακαίρι.
    Σκέψη ή μάλλον στίχος πολυβόλο που θα φορεθεί από εμένα πολύ αυτή την εποχή/καλοκαίρι: Αυτός που πάει τη ζωή λιγάκι παραπέρα. Ειν’ ο πιο μοναχός στη γη όταν τελειώνει η μέρα.

    Μπιζ

  16. llama doble

    παίξε μπάλα μεγάλε!

    ΥΓ. δεν ξέρεις πόσο σε νοιώθω… ακόμα και στο θέμα της μπάλας! καλά για τα θέματα του (επαναστατικού) φλέ(υ)ρτ δε συζητάμε… 😉 υποβάλλω κι εγώ ταπεινό αίτημα για πιοτί ε;

Σχολιάστε