χαμηλά κι ατέλειωτα

Βγαίνω Συγγρού και ο ουρανός είναι κάπως μαύρος στο βάθος, σκοτεινός και απέραντος, πιάνει όσο πάει το μάτι και έχω μάλιστα την αίσθηση ότι αν μπορούσε το μάτι να φτάσει παραπέρα κι εκεί θα τα κάλυπτε όλα αυτή η βαριά μαυρίλα.

Ο ουρανός είναι πολύ μαύρος, εγώ είμαι πολύ κουρασμένος για να μαγειρέψω (μακαρόνια μη φανταστείς), δε θέλω να παραγγείλω γιατί όλη αυτή η μαυρίλα είναι πολύ πιθανό να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή και η αυθόρμητη απόφαση είναι goodys. Κανονικά αυτό το τσιζ, όπως κάθε τέτοιου είδους τσιζ, μ’ αρέσει, αλλά κάτι έχει η βραδιά και όλο αυτό μου φαίνεται απλώς σαντ. Παρόλα αυτά το κάνω, σα να ήταν η μόνη λύση στον κόσμο. Παρκάρω, στο Κουκάκι ο κόσμος τρωγοπίνει, άλλος θεός –πριν λίγο στο φεστιβάλ βιβλίου όλοι ζούσαν την ανησυχία, θα βραχούν το βράδυ τα βιβλία;δε θα βραχούν;τι να κάνω; ή συζητούσαν σοβαρά για τις πλημμύρες στο πήλιο–. Στα goodys όλο αυτό το στενάχωρο πράγμα γίνεται ακόμα πιο στενάχωρο αφού για κάποιο λόγο λειτουργεί ένας φοβερά δυνατός κλιματισμός, κλιματισμός πλοίου χωρίς να είσαι σε πλοίο, και στο τραπέζι αριστερά κάθεται μόνος του ο γνωστός συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας φορώντας μπουφάν και τρώγοντας κάτι με μαχαιροπήρουνο σε ένα ορθογώνιο πιάτο. Τον σιχαίνομαι και τον λυπάμαι και βγάζω ό,τι να ‘ναι άκυρα συμπεράσματα για τον άνθρωπο, αλλά σχεδόν δε φταίω γιατί απ’ τα ηχεία ακούγεται δυνατά μια επικολυρική εκδοχή του sound of sadness, που τα κάνει όλα αδιανόητα τραγικά και κενά νοήματος. Επίσης είναι η δεύτερη φορά που τον βλέπω σήμερα, πέρασε απ’ το περίπτερο στην έκθεση και προς στιγμήν αγχώθηκα ότι θα σταματήσει να ψωνίσει. Άβολο. Όμως, λιγότερο άβολο απ’ τους υποψήφιους που περνάνε και αφήνουν τις καρτούλες τους κι εγώ προσπαθώ γρήγορα να καταλάβω από ποια στο διάολο παράταξη είναι, αλλά δεν το προλαβαίνω έχουν ήδη φύγει κι έχω μείνει με μια επαγγελματική κάρτα στο χέρι.

Χθες έβλεπα κάτι βιντεάκια με κουρέματα, reels στο insta δηλαδή, την τελευταία εβδομάδα επιτελούν την (ιερή) λειτουργία που συνήθως επιτελεί ο Μπομπ Ρος, τα βλέπω και ηρεμώ, ησυχάζουν τα μέσα μου, γλαρώνουν τα μάτια μου. Μια γυναίκα στο L.A. κουρεύει μόνο με ξυράφι, είναι εντυπωσιακό, αλλά από την πανδημία και μετά έγινε δασκάλα κομμωτικής, απέκτησε μια αλλεργία στα χημικά του κομμωτηρίου. Της έχει λείψει η ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Σε κάποια βίντεο είναι σχεδόν βουρκωμένη μ’ αυτά και μ’ αυτά, σε άλλα κάνει tutorials. Έτσι μου έρχεται να μάθω να κουρεύω με ξυράφι, έχει κάτι το ξεκουραστικό ν’ ασχολείσαι με τα μαλλιά των ανθρώπων (και των σκυλογατιών), αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν πιάνουν τα χέρια μου.

& ο μίκυ πάντως δε νιώθει ακριβώς καλά

Ο ουρανός συνεχίζει να έχει αυτή τη βαριά ατέλειωτη αίσθηση, μόνο που τώρα τον νιώθω και σα να ‘ναι κάπως χαμηλά, λες και αυτό το απέραντο μαύρο θα ακουμπήσει τα κεφάλια μας. Πάντως εγώ οδηγώ κανονικά στη Συγγρού και προσπαθώ να καταλάβω από ήρθε αυτή η ξαφνική αίσθηση απόλυτου αδιεξόδου, η οποία ήρθε και μ’ έπιασε απ’ το λαιμό ξαφνικά μέσα σ’ ένα τέταρτο, όσο έκανα να φτάσω απ’ το Πεδίο στο Φιξ, και τώρα δεν μπορώ να ευχαριστηθώ τη μεγάλη κατηφόρα που πάντα μου φτιάχνει ένα τσικ το κέφι. Στη γειτονιά για κάποιο λόγο τα φώτα του δρόμου είναι σβηστά, επικρατεί ερημιά, λες κι έχει βαρέσει ένας συναγερμός που δεν άκουσα ποτέ, ψυχή πουθενά και ο ουρανός όλο και κατεβαίνει προς τα κάτω. Σ’ ένα βίντεο ο Μπέος κυκλοφορεί στους δρόμους και ψευτοωρύεται προς τα αυτοκίνητα ΠΟΥ ΠΑΤΕ; ΠΟΥ ΠΑΤΕ; ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΟ ΠΑ ΑΠΟ ΧΤΕΣ; Εντωμεταξύ τα τζάμια των αυτοκινήτων είναι κλειστά και δεν ξέρω σε ποιον το λέει ο Μπέος εκτός δηλαδή απ’ την κάμερα που επιμένει να τραβάει ΠΟΥ ΠΑΤΕ ΡΕ; Σε ένα άλλο βίντεο απ’ τον Έβρο κάποιοι ψιθυρίζουν ενώ ένας γύπας στέκεται στη μέση του δρόμου, το έκλεισα αμέσως δεν είδα τι γίνεται μετά, είναι φοβερό πως σε πιάνει καμιά φορά και λες δεν αντέχω δε μπορώ να το δω. Σε μια εκδήλωση τον Αύγουστο στα Κύθηρα ο Ιάσωνας Αποστολόπουλος προσπαθούσε να μιλήσει κάπως ψύχραιμα για το ναυάγιο της Πύλου, αλλά αναρωτιέμαι τι σημασία έχει, δηλαδή έχει, αλλά απ’ την άλλη δεν έχει κιόλας που άγνωστος αριθμός ανθρώπων βρίσκεται στον πάτο της Μεσογείου, αφού θα έχουμε πάντα την Σακελλαροπούλου σε φώτο οπ με τον φράχτη και τους πολιτοφύλακες να τριγυρνούν ες ες στην ύπαιθρο και να τους καμαρώνει ο μισός εθνικός κορμός, ονειρεύομαι στ’ αλήθεια του χρόνου τον ιούλιο αν δεν καίγεται κάτι και γίνει η γιορτή της δημοκρατίας να βρει την ευκαιρία η ΠτΔ να τους παρασημοφορήσει να χαρεί και η νέα ευρωπαϊκή δημοκρατία μας που πέτυχε απόλυτα το σκοπό της, σκοτώνονται τόσο πολλοί άνθρωποι πια στα σύνορα ΓΙΟΥΠΙΙΙΙ, αυτό θα πει εθνική κυριαρχία όχι μαλακίες. Κυκλοφορεί στο timeline μου ένα άρθρο με τίτλο «Το δάσος της Δαδιάς χάθηκε για πάντα». Στην ίδια εκδήλωση, στα Κύθηρα, ήταν και η Μάγδα Φύσσα κι αφού είπε ό,τι είχε να πει, κάποιο άτομο απ’ το κοινό ρώτησε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, πως μπορούμε πρακτικά να βοηθήσουμε, εκείνη απάντησε: Μα το έχετε κάνει ήδη, δεν ένιωσα ποτέ μόνη. Έτσι είπε, ότι μετά τη δολοφονία ήσασταν συνέχεια εκεί, είπε.

Ο ουρανός δε λέει να ξανασκαρφαλώσει μια στάλα. Εμ έχει μείνει εκεί χαμηλά εμ έχει και τον ατελείωτο. Πριν φτάσω στα goodys περνώντας από την Σπύρου Τρικούπη κάποιοι είχαν βγάλει ένα τραπεζάκι και πέντε έξι καρέκλες, δεν είδα ήταν μαγαζί, σπίτι ή ό,τι, γιατί κόντεψα να πατήσω αλάρμ και να σταματήσω, κεράστε ρε παιδιά μια μπύρα, κάντε κάτι, να κάτσουμε λίγο στο πεζοδρόμιο να πούμε μια κουβέντα, εδώ ο ουρανός όπου να ‘ναι θα μας καταπλακώσει.

Φτάνοντας σπίτι, τρέχω να μπω στην πολυκατοικία –ούτε στην είσοδο έχει φως–, βιάζομαι γιατί μου φαίνεται ότι το ταβάνι έχει πιο λογικό ύψος και σίγουρα κάπου τελειώνει, σε αντίθεση με αυτό το πράγμα απ’ έξω, μπαίνω, χαιρετάω τα γατιά, λέω τώρα να φάμε τα τσιζ μας αλλά κάθομαι και συνειδητοποιώ ότι η μισή κοκακόλα έχει χυθεί στη σακούλα και κατ’ επέκταση στο χολ και στο σαλόνι και στο τραπέζι, πάρε ρε μαλάκα Σπύρο κουτάκι τι το θες το χάρτινο, πού το πηγαίνεις πέρα δώθε;

*

Μας έλεγε όλους εμάς που ονειρευόμαστε την ευτυχία ένας μεγάλος δρόμος περιμένει να μας οδηγήσει στη μεγάλη πόλη. Τον πιστέψαμε. Εσύ αναστέναξες βαθιά, με τράβηξες προς το μέρος σου και συνέχισες να χορεύεις. Ψιθύρισες: «Ο μπαμπάς το έλεγε αυτό κάποτε…Δεν είστε οι πρώτοι εσείς που φανταζόσαστε ετούτη τη στιγμή»

Λάνα Μπάστασιτς, Πιάσε το Λαγό

*

Μ’ αρέσει αυτή η φράση, τη λέω δυνατά: Δεν είστε οι πρώτοι εσείς που φανταζόσαστε ετούτη τη στιγμή. Σκουπίζω την κοκακόλα και βλέπω ένα χθεσινοβραδινό βιντεάκι από Κύθηρα. Έχει πέσει το ρεύμα στο νησί, σκοτάδια και βροντές, είναι μαζεμένοι σε ένα σπίτι και η Χ. τραγουδάει ένα απ’ τα πλέον αγαπημένα μου τραγούδια, δεν έχει δρόμο να διαβώ / σοκάκι να περάσω. Μ’ αυτό το κομμάτι έπρεπε να κατέβω τη Συγγρού, αλλά πόσες πιθανότητες υπάρχουν να σου κάνουν τα ραδιόφωνα κι η τύχη τέτοια χάρη;

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Σχολιάστε