τάιμ τάιμ τάιμ

το νύχι στο χρόνο

Κάνω μαλακίες γιατί είναι η πρώτη μέρα στη θάλασσα και λειτουργώ με την ένταση του οδηγού που στέκεται πέμπτο αμάξι από ένα φανάρι, που συνήθως αφήνει να περάσουν το πολύ τρία. Σκάβω βιαστικά με το πόδι ανάχωμα για να μην βρέξει το κύμα πετσέτες και λοιπά τζάτζαλα μάτζαλα. 

Δεν σκάβω όπως πρέπει και όπως ενδείκνυται την άμμο, δηλαδή με τη φτέρνα. Σκάβω με τα δάχτυλα, οπότε πολύ σύντομα συμβαίνει το αναμενόμενο. Τα δάχτυλα βρίσκουν πέτρα. Συγκεκριμένα το τρίτο δάχτυλο (έχει ξεχωριστό όνομα άραγε; ναι, μέσος ή τρίτος δάκτυλος) βρίσκει πέτρα. Κάνω άουτς, τρέχω ασυναίσθητα στο σημείο που σκάει το κυματάκι και καθώς αυτό αποσύρεται, βλέπω το δάχτυλο καλυμμένο από ένα κόκκινο υγρό. Έχει φύγει το μισό νύχι. Το αφήνω για λίγο εκεί, να το κάψει το αλάτι, να το κάψει ο ήλιος ή ό,τι άλλο λέγαμε παλιά και ύστερα το τυλίγουμε με ένα πρώην υγρό χαρτομάντηλο που πια έχει ξεραθεί.

Δεν πονάω κι ούτε έχει συμβεί κάτι. Ίσως είναι μια μικρή τοσοδά αηδία, αλλά εντάξει. Δε με πειράζει που κοκκινίζει το πρώην υγρό μαντηλάκι. Απ’ την πρώτη στιγμή που είδα τι έχει συμβεί το μόνο που σκέφτομαι είναι μήπως έσπασε κάπως εύκολα το (μισό) νύχι. Στ’ αλήθεια, δεν έσπασε καν, απλά ξεκόλλησε, αποκολλήθηκε, αποχώρησε απ’ το δάχτυλο. 

Αυτή η τόσο ήσυχη και ομαλή αποχώρηση με οδηγεί σχεδόν αυτόματα στη σκέψη ότι η έξοδος του νυχιού δεν οφείλεται στη σύγκρουση με την πέτρα, αλλά στην ηλικία του νυχιού (και εμού). Τα νύχια μαλακώνουν με τα χρόνια; Δεν είμαι σίγουρος. Ή μήπως σκληραίνουν και αποκτούν κλίση. Σκέφτομαι γέρικα πόδια. Προσπαθώ να κοιτάξω προσεχτικά τα νύχια τους. Αν κάνω μια κίνηση και τ’ ακουμπήσω θα διαλυθούν άραγε στα δάχτυλά μου; Θα γίνουν κομφετί, κομματάκια, αφρολέξ; Ή μήπως αν πάω να τα αγγίξω θα διαπιστώσω ότι έχουν αλλάξει πια υφή, δεν τα πιάνει ψαλίδι ή νυχοκόπτης, είναι πλέον κόκκαλα, παίρνουν κλίση, γίνονται μια πάνσκληρη ύλη; 

Ποια είναι η ένδειξη του χρόνου που πέρασε; Να έχεις γίνει μια μαλακή πουπουλένια μπαλίτσα έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εξαχνωθεί; Ή να έχεις καταλήξει ένα σκληρό άκαμπτο κόκκαλο, μια μάζα από μπετονιένο υλικό;

Νύχια μαλακά, χρόνια πολλά. Αυτομάτως μυρίζω μπράτσα, μασχάλες, εσωτερική πλευρά του αγκώνα. Η μυρωδιά των χρόνων, η μυρωδιά του χρόνου. Δεν είναι βρώμα, δεν είναι απλυσιά, δεν είναι αποσμητικό, δεν είναι αφρόλουτρο. Είναι σωματίλα. Σωματίλα χρόνου. Την ήξερα από λεωφορεία, παππουδογιαγιάδες, μεγάλους ανθρώπους. Νύχια μαλακά, πώς μυρίζω άραγε τώρα.

Ξαπλώνω στην πετσέτα. Γλυκιά τύφλωση ο ήλιος στα μάτια, η σκιά μετακινήθηκε. Παίρνω τις ανασούλες μου. Αδειάζω τα πλευρά, βουλιάζω την κοιλιά, σβήνω. Στην ακινησία που επιβάλλω στο σώμα και το μυαλό μου, κάτι αρνείται να ακολουθήσει. Το δάχτυλο χωρίς μισό νύχι, ο παράμεσος ή τρίτο δάχτυλο τυμπανίζει.

Τι σημαίνει τυμπανίζει; Μια εσωτερική κίνηση -συστολή, διαστολή- χωρίς εξωτερικές μεταβολές. Τυμπανίζει το δάχτυλο ή το αίμα. Το σημείο που είναι κόκκινο, το σημείο που πριν είχε νύχι και τώρα έμεινε ακάλυπτο και απροστάτευτο, το μαλακό σημείο τυλιγμένο με ένα ξερό υγρό μαντηλάκι τυμπανίζει. Τι σημαίνει τυμπανίζει; Κάτι κινείται σε μια συγκεκριμένη λούπα, κάτι κρατάει ένα ρυθμό, κάτι μετράει. Τυμπανίζει. Μετράει το χρόνο. Σαν καρδιά, αίμα τυλιγμένο σε μαντηλάκι, που μετράει, όλο μετράει το δευτερόλεπτο, το λεπτό, την ώρα, τον χρόνο, το χρόνο.

Εγώ όμως στα χτυπήματα πάντοτε βιαζόμουν -να πάμε παρακάτω. Έγινε ντάξει, προχωράμε.Τυμπανίζει. Ό,τι κι αν μετράει, προχωράμε. 

*

χρόνος & Πρόκνη [ δύο ποιήματα από τις Επισκευές πλοίων. ]

accountability/ευθύνη

οι φρυγανιές έληξαν

αν είχα την ευκαιρία

θα γυρνούσα πίσω τον χρόνο

να τις πετάξω

εγκαίρως

φάμπιουλας

κατηγορώ τον εαυτό μου

που μια μέρα

το 1986

πέταξα το φαγητό της μαμάς μου

στα σκουπίδια

εσύ το θυμάσαι

και με συγχωρείς

επαναλαμβανόμενα 

επιμένεις να μην κατηγορώ

τον εαυτό μου

σε εξαντλητικό βαθμό

ευχαριστώ 

και συγγνώμη

*

όποιος μπορεί να περιμένει, δεν έχει ανάγκη να μην περιμένει

Κάνω μια κακή, ή τέλος πάντων μια σίγουρα άκαιρη και ασυναίσθητη παρατήρηση στον Μ. για μια στάση του στην πορεία. Σκέφτομαι ύστερα, ή μάλλον δεν σκέφτομαι απλά, αλλά ξέρω ότι η ψυχραιμία μου, η δυνατότητά μου να πάρω απόσταση από τα πράγματα σχεδόν την ίδια την ώρα που αυτά συμβαίνουν είναι μια πολυτέλεια.

Η υπομονή, η μετριοπάθεια, η ψυχραιμία είναι πολυτέλειες. Κάθε φορά που λέμε ας περιμένουμε το πόρισμα, ας περιμένουμε την έρευνα της αστυνομίας, ας περιμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου, ας περιμένουμε να συνεδριάσει η επιτροπή του υπουργείο/το γιουρογκρουπ/η κοινοβουλευτική ομάδα/το Δ.Σ./ο ΧΙ σκατά οργανισμός αυτό που λέμε είναι ότι έχουμε την πολυτέλεια της έλλειψης του επείγοντος. 

Δεν ξέρω το επείγον, έχω αυτό το προνόμιο και αυτό καθορίζει τη στάση μου.

Μέχρι να γίνει η έρευνα, να δημοσιεύσουν οι εφημερίδες και να ρυθμίσουν (αυτά που έτσι κι αλλιώς σκατά θα ρυθμίσουν), τόσα άτομα που τρέχουν για τη ζωή τους υπό την απειλή του επείγοντος θα έχουν χάσει το χρόνο, το χρόνο που είχαν για να ζήσουν.

Κάνω μια κακή, ή τέλος πάντων μια σίγουρα άκαιρη και ασυναίσθητη παρατήρηση στον Μ. για μια στάση του στην πορεία, γιατί είχα την πολυτέλεια να μην είναι επείγον (με όρους υπαρξιακούς) το ζήτημα, ούτε παλιά, ούτε τώρα. Δεν ζω στο επείγον, μου επιτρέπεται να είμαι ψύχραιμος.

*

η Φηλίτσα ξέρει τον χρόνο της

Κάνουμε κάτι εργασίες στα μπαλκόνια. Μένουμε στον πρώτο και οι γάτες που τόσα χρόνια έρχονταν δεν θα έχουν πια πρόσβαση στα μπαλκόνια. Σκέφτομαι τη Φηλίτσα. Η Φηλίτσα έχει έντονο βλέμμα, έντονο χαρακτήρα, είναι από εκείνα τα γατιά που σαν κριάρια διεκδικούν το χάδι σπρώχνοντας δυνατά με το κεφάλι το χέρι σου.

Η η Φηλίτσα έχει το δικό της χρόνο. Είναι απ’ αυτά τα γατιά. Επί είκοσι μέρες είσαι κει, τη χαϊδεύεις, πιστεύεις ότι στ’ αλήθεια μωρέ θέλει να κάνει ένα βήμα ακόμα, θέλει να μπει μέσα. Θέλει να υιοθετηθεί αυτή τη στιγμή. Κι ύστερα λείπει για είκοσι μέρες συνεχόμενες. 

Έχω πάρει αποστάσεις το τελευταίο χρονικό διάστημα. Διαχειρίζομαι τον πρωινό αποχωρισμό μας, ναι είναι λίγο δραματικό, μπορώ να τη βλέπω στον ακάλυπτο. Αλλά τόσο μπορώ, προχωράμε. Σήμερα που πια έγιναν οι εργασίες, σα να το ήξερε η Φηλίτσα ηρθε το πρωί με αυτή την αιώνια αμφιθυμία της, συμπιεσμένη όμως στο ίδιο πεντάλεπτο -χάδι, είσοδος στο σπίτι, αίτημα για συγκατοίκηση, απομάκρυνση, ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΡΕ ΜΛΚ ΒΑΛΕ ΦΑΪ ΚΑΙ ΒΟΥΛΩΝΕ, δε θέλω ούτε φαΐ πέρασα απλά να σου ρίξω μια ματιά. Και σα να το έκανα κι εγώ επίτηδες άνοιξα πρωί πρωί τη μπαλκονόπορτα να την καλημερίσω, να την αποχαιρετήσω. Και ύστερα από δυο τρία λεπτά μείναμε να κοιταζόμαστε. Φηλίτσα, εσύ, με αυτό το βλέμμα σου. Φηλίτσα, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις, τι θυμάσαι, σε τι ελπίζεις, πώς μετράς το χρόνο σου, που πας όταν φεύγεις κι εξαφανίζεσαι και τι σκέφτεσαι όταν έρχεσαι; 

*

ΣΤΟΠ

Στο ραδιόφωνο η παρουσιάστρια αναφέρεται στο περιστατικό με το άλογο στην Κέρκυρα. Μιλάει για κάποια καινούργια ρύθμιση της κυβέρνησης για τα ζώα όταν έχει καύσωνα. Λέει: Έπρεπε να παρθούν μέτρα, γιατί το άλογο εργαζόταν σε πολύ κακές συνθήκες. 

Το ζώο εργαζόταν. Σε απάνθρωπες συνθήκες.

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized

1 responses to “τάιμ τάιμ τάιμ

Σχολιάστε