Καλοκαιράκι, αχ.

1.

Περιμένοντας στην ουρά τη βλέπω. Το ξανθό κορίτσι κουβαλάει καμιά ντουζίνα φακέλους από τη μία άκρη της αίθουσας στην άλλη. Περπατάει πάρα πολύ αργά, σέρνει τα πόδια της, τα μαλλιά της ακουμπάνε στη γυμνή πλάτη, το άσπρο μπλουζάκι της πίσω έχει μια τεράστια θαυμάσια τρύπα. Θυμήθηκα τις προάλλες (καθώς μου υποδείχθηκε ένα ποίημα) τη λέξη ραστώνη. Τι λέξη κι αυτή. Ορθώς είχα καιρό να τη συναντήσω και να την ακούσω, αφού είναι μια λέξη που μπορεί και ίσως πρέπει κιόλας να χρησιμοποιείται μόνο μόνη της. Είναι λέξη ολόκληρη νουβέλα, ολόκληρο τραγούδι, ολόκληρη σεκάνς και πάει λέγοντας. Ραστώνη. Καλώς δεν την ακούμε και πολύ συχνά, γιατί είναι λέξη εκτός της σημερινής πραγματικότητας, δεν μπορεί να μας καταλάβει και δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα κόσμο διαρκούς εξωτερικής και εσωτερικής έντασης. Όσο εγώ σκέφτομαι τη λέξη ραστώνη το ξανθό κορίτσι συνεχίζει να την ενσαρκώνει. Όσοι – τυχεροί εν προκειμένω – περιμένουμε στην ουρά είμαστε μάρτυρες μιας υποβλητική σκηνής. Μια αόρατη δύναμη έχει σταθεί πάνω απ’ τα κεφάλια και απαντώντας στην ερώτηση κάποιου απ’ τους παρόντες, εξηγεί με πλήρη σαφήνεια τον ορισμό της «καλοκαιρινής νωχέλειας». Και όσο αυτή σέρνει σαδιστικά αργά τα πόδια της, θυμόμαστε όλοι ότι συνεχίζει ακόμη να υπάρχει κάτι πέρα απ’ την υπερβολικά αληθινή απόγνωση της σημερινής συγκυρίας. Μπορεί οι ζωές μας να πηγαίνουν ολοταχώς και με τα φρένα σπασμένα στο διάβολο, αλλά ο στιγμιαίος ερωτισμός του θέρους μας τραβάει απ’ τα μαλλιά σα να υπονοούσε ότι ποιος ξέρει ίσως και να μην πνιγούμε, ίσως και να μην υποκύψουμε αμέσως τώρα στο μοιραίο. Περιμένουμε αργοπίνοντας το μαγικό ελιξίριο, τους χυμούς της νωχελικής ομορφιάς.

Μετά από τρεις μέρες, περιμένοντας σε μια άλλη ουρά τη βλέπω. Το ξανθό κορίτσι κουβαλάει καμιά ντουζίνα φακέλους απ’ τη μία άκρη της αίθουσας στην άλλη. Περπατάει πάρα πολύ αργά, σέρνει τα πόδια της, το πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο απ’ τις πιο βαθιές λαβωματιές της ανίας, το κορμί της είναι εξουθενωμένο. Αυτό δεν είναι νωχέλεια, αυτό είναι η ίδια η βαρβαρότητα μιας ζωής που τελειώνει σαδιστικά αργά ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους. Αυτό είναι όλα τα στερεότυπα περί δημοσίου υπαλλήλου κι άλλα τόσα ακόμη καρφωμένα σε μία μορφή, σε μία κίνηση, σε δύο ατελείωτα λεπτά υποχρεωτικού κουβαλήματος. Όσοι περιμένουμε την παρακολουθούμε σε αυτή την μισοκωμική μισόδραματική (πάντως ολότελα ανθρώπινη) στιγμή και αποσβολωμένοι καθρεφτιζόμαστε. Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένοι κουβαλητές του ασήμαντου, πηγαίνοντας ολόισια προς την μάταια πρόσκρουση, που βέβαια δεν μπορεί να αναμένεται ούτε ως κάτι λυτρωτικό ούτε ως κάτι τραγικό.

Όταν τελείωσαν (προσωρινά μόνο εννοείται) οι ουρές αναρωτιόμουν ποιοι στ’ αλήθεια είμαστε, πως προχωράμε τα πρωινά του Ιουλίου και πως μας καταγράφει ο αόρατος φακός. Είμαστε ζωντανά σκίτσα της νωχέλειας, ερωτικά πλάσματα σε διάλειμμα απ’ την αληθινή ζωή (που όμως υπόσχεται ότι δεν αργεί να ξαναξεκινήσει) ή καταδικασμένα κορμιά, εξουθενωμένες σκουριές που κουβαλάνε το βάρος ενός ανόητου και ανιαρού κόσμου; Τι λέει ο ξένος που σε βλέπει να ιδροκοπάς με τα ρούχα της δουλειάς στο (άνευ κλιματισμού) μετρό; Σε πονάει, σε κρίνει, σε κατατάσσει στους κακομοίρηδες; Τι εκπέμπεται από ένα τυχαίο συρμό του Μετρό καθημερινή μεσημέρι; Μυρίζουν αργό βασανιστικό ερωτικό προσκλητήριο τα κορμιά ή μοιράζουν απλόχερα τη θλίψη του πλάσματος που πρέπει να παλέψει για να κερδίσει την πιθανότητα μιας υπερβαρετής καθημερινότητας.

2.

Θέλω να γράψω κάτι εξόχως αντικαλοκαιρινό και απαισιόδοξο για τους πρόσφυγες αλλά όλο το σταματάω. (Για όποιον κοιτάζει λίγο προσεκτικά το μέλλον προδιαγράφεται δραματικό. Έχουν μπει σε λειτουργία τα γρανάζια και προσεχώς ξεκινάει ο φαύλος κύκλος της – ακόμη μεγαλύτερης – βαναυσότητας.) Κάθε φορά που το αποφασίζω να κάτσω να το γράψω κάτι συμβαίνει. Τη μια φορά με προλαβαίνουν οι συμβολισμοί, τους καταναλώνω όπως το οξυγόνο κι ύστερα μπορώ να ξεράσω μόνο συγκίνηση και σκέψεις για το πόσο μεγάλο εσωτερικό μπαμ μπορεί να κάνει μια στιγμή. Έχω δίπλα μου τη Γιούσρα, ένα 9χρονο παιδί που έχει ζήσει 4 χρόνια πόλεμο, ανάβαση στα τούρκικα βουνά και πυροβολισμούς τούρκων μπάτσων, πλεύση του Αιγαίου με φουσκωτό και μετά διαμονή στα πατώματα του Πειραιά. Το παιδί δεν έχει πάει καν σχολείο, δεν έχει ζήσει σχεδόν τίποτα, απ’ όσα μπορούμε να πούμε ότι συγκροτούν ένα παιδί. Αλλά την έχω δίπλα μου, βόλτα στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ (δεν μπορεί να αντιληφθεί καν τι εστί αντιρατσιστικό φεστιβάλ, δεν ξέρει αγγλικά, δεν ξέρω αραβικά, της κουτσολέω: πίπλ χίαρ λοβ λοβ ρεφιουτζίς και κάνει ααα γκουντ γκουντ). Είναι λοιπόν δίπλα μου και καθώς πάμε μπροστά για να δούμε τη συναυλία, συνειδητοποιώ ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται σε συναυλία και ξεκινάει η Φριτζήλα και ο Δεληβοριάς (άγνωστο πως θα λειτουργήσει αυτό στο συναυλιακό της μέλλον) και λένε το κλάμα του εμιγκράντου. Και η Γιούσρα μένει με το στόμα ανοιχτό, κοιτάζει με δέος, ακούει με δέος, ούτε βέβαια που ξέρει τι λέει το κομμάτι, δεν συνειδητοποιεί τίποτα, μόνο κοιτάζει και ακούει αυτή τη γυναίκα που τραγουδάει και είναι ενθουσιασμένη. Είναι ένα παιδί που ακούει μια φωνή που τραγουδάει και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει παρά να χειροκροτήσει εκστασιασμένη και αυτή που συνήθως πάει ροδάνι η γλώσσα της να ακούει το ένα τραγούδι μετά το άλλο κολλημένη στο κάγκελο.

Πριν κάποια ώρα τυχαία καθώς τριγυρνούσαμε στο φεστιβάλ πέσαμε πάνω σε μια μίνι παράσταση, όλο το σκηνικό διαδραματιζόταν σε ένα ταξί (πέντε καρέκλες έκαναν το ταξί) η μία κοπέλα μίλαγε αραβικά, δύο μιλούσαν ελληνικά και μία αγγλικά. Και τα μικρά γελούσαν και έκατσαν να δουν απορροφημένα και ούτε παραπονέθηκαν όταν ακούγονταν ελληνικά ή αγγλικά και ούτε βιάστηκαν να ρωτήσουν τι και πως. Και στο τέλος οι συντελεστές της μίνι παράστασης κάπως όλοι μαζί πιάστηκαν και βγήκε απ’ την υπόκλιση κάτι περίεργο, μια αίσθηση αλλόκοτης συγκίνησης – ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, άραγε να αγαπιούνται στ’ αλήθεια έτσι;

Κάποιοι φίλοι μας απ’ τη Συρία αυτές τις μέρες φεύγουν για Γαλλία, το περίφημο relocation. Κάποιοι άλλοι απ’ το Αφγανιστάν κι αλλού, ετοιμάζονται να ζήσουν την απόλυτη σκληρότητα στην Αθήνα, υποδυόμενοι πότε τα θύματα και πότε τους θύτες μιας κατάστασης που έχει στηθεί με τέτοιο τρόπο λες και πρέπει να ζήσουμε κι αυτό το Κακό σαν κάτι το αναπόφευκτο.

Την επόμενη μέρα, περιμένοντας στο ταχυδρομείο, σκεφτόμουν ποιος είναι άραγε ο δίκαιος τρόπος να μετρήσεις τη ζωή. Τι είναι στ’ αλήθεια καθοριστικό; Μια αγαπητική στιγμή την ώρα που η μουσική πλημμυρίζει τα πάντα ή η αγωνία ότι οι φίλοι σου θα πάνε να ζήσουν στα γαλλικά γκέτο, καταδικασμένοι να γυρνοβολάνε αιωνίως απ’ τη μνήμη του πολέμου στον κυνισμό της μητρόπολης; Ποια είναι η αληθινή ουσία των ημερών που ζω; Αυτές οι ώρες που συνυπάρχεις εντός μιας αφάνταστης μέχρι πρόσφατα παρέας ή η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το υλικό ζόρι το δικό τους και το δικό μας;

Οι απαντήσεις ασφαλώς είναι περισσότερο θέμα οπτικής. Με ένα περίεργο τρόπο όμως, τον τελευταίο καιρό, άνθρωποι των οποίων το μέλλον (το κοντινό και πρακτικό) είναι συζητήσιμο, αόριστο και επισφαλές, βρήκαν ένα κοινό παρόν. Κι ας τρέχουμε προς τον τοίχο με το μαύρο μαντήλι στα μάτια, μπορούμε να κοιτάξουμε τριγύρω και να πούμε ότι ναι, υπάρχουμε. Μέχρι νεωτέρας έστω, υπάρχουμε σ’ αυτό το κοινό παρόν και έχουμε εξορίσει το χθες και το αύριο κι όποτε πια τελικά μας προλάβουν και τα δύο, ας μας προλάβουν. Θα δούμε τι θα γίνει.

3 Σχόλια

Filed under ασυναρτησίες

ελαφοκυνηγός

Ετοιμάζομαι να δω το short term 12 και τσεκάρω λίγο τα σχόλια στο τορεντάδικο μήπως η εκδοχή που κατέβασα έχει κάποιο πρόβλημα, λείπουν κάμποσα λεπτά, δεν είναι συγχρονισμένος ο ήχος κλπ. Κοιτάζω και όλα είναι καλά, κανένα θέμα, όλα τα ευγενικά άβαταρ λένε τα μπράβο και τα ευχαριστούμε, όπως συνηθίζεται. Ανάμεσα στ’ άλλα, υπάρχει σχόλιο από ένα κόκκινο άβαταρ στο οποίο δεσπόζει κάτι σαν σαμουράι. Ο σχολιαστής μιλάει για την ταινία, λέει πόσο καλές είναι οι ερμηνείες και άλλα τέτοια. Προσθέτει όμως ότι μπορεί να ενθουσιάστηκε επειδή έχει παρόμοιο παρελθόν. Μεγάλωσε σε τέτοιου είδους σπίτια, σε αυτά που μένουν παιδιά χωρίς γονείς στις ΗΠΑ, περιμένοντας κάποια οικογένεια να δεχτεί να τα φιλοξενήσει για λίγο ή περισσότερο καιρό. Με βάση αυτή την εμπειρία, λέει ότι η ταινία είναι πολύ αληθινή, ότι αυτά που βλέπουμε συμβαίνουν, ότι τέτοιες είναι οι ζωές των ανθρώπων. Μου κάνει εντύπωση το σχόλιο, αλλά το ξεπερνάω.

Ύστερα βλέπω την ταινία και καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους αδυνατώ να συγκεντρωθώ στο γεγονός ότι όντως μ’ άρεσε η ταινία, γιατί όλο σκέφτομαι το κόκκινο άβαταρ με τον σαμουράι που είχε γράψει «τη μία στιγμή γελούσα και την άλλη έκλαιγα». Το άβαταρ χωρίς γονείς ή με γονείς που δε μπόρεσαν να το μεγαλώσουν τέλος πάντων, γράφει σε ένα θρεντ που όλοι καταθέτουν τυπικά τις κριτικές τους για την ποιότητα του torrent (βίντεο: 8, ήχος: 9), ότι τη μία έκλαιγε και την άλλη γέλαγε. Έκλαιγε και γέλαγε βλέποντας στην οθόνη τις ζωές των ανθρώπων που του μοιάζουν.

186

 

*

Περπατάω στην Αιόλου και τη βλέπω, γυναίκα ντυμένη κανονικά – όπως εννοεί ο καθένας το κανονικά – εκεί γύρω στα 40, όρθια στα σκαλιά της Αγίας Ειρήνης να κάνει το σταυρό της αδιάκοπα και να ψιθυρίζει. Χειρονομία που διαρκεί τουλάχιστον τρία λεπτά, μετά δεν σταματάει, απλά εγώ συνεχίζω το δρόμο μου.

*

Παρήγγειλα απ’ τον Νεκτάριο τη Δεύτερη Προβολή και όπως συμβαίνει μερικές φορές με τα μεταχειρισμένα βιβλία βρήκα μέσα ένα σημείωμα, προφανώς γραμμένο από τον παλιό ιδιοκτήτη. Σε μια σελίδα ημερολογίου (Σάββατο, 13 Δεκεμβρίου 1986) ένα περίεργο πολιτικό σχόλιο (αντικαπιταλισμός; μικρό αντικομμουνιστικό κειμενάκι; απλό μίνι παραλήρημα; ποιος ξέρει που αναφέρεται) και ξαφνικά στο τέλος μια εντελώς προσωπική διαπίστωση.

«εγώ πάντα σκεπτόμουν ότι αυτό το καθεστώς είναι το πιο εγκληματικό και το πιο θανατηφόρο και η ανθρωπότητα δεν το είχε ποτέ αποδεχθεί. Η εφαρμογή αυτής της ιδέας σώριασε χιλιάδες ερείπια από νεκρούς. Θα ήθελα να ήμουν πιο ευτυχισμένος.»

 

IMG_0931

 

Αν καταφέρει κανείς να ξεκολλήσει από αυτή την τόσο σκληρά διατυπωμένη πικρή επιθυμία του γράφοντος, θα βρει από πίσω σημειωμένα τέσσερα τηλέφωνα, του Γιώργου, του Νίκου, του Δημήτρη και του Δημήτρη.

Σκέφτομαι ότι ασφαλώς ο γράφων, ο κάθε γράφων, θα ήθελε να είναι πιο ευτυχισμένος. Ναι βέβαια αλλά με τι δύναμη το γράφεις έτσι απλά, πως τα κατάφερες και αποτύπωσες αυτή τη στοιχειώδη πίκρα στις 13 Δεκεμβρίου 1986; Δεν είναι απλά πράγματα αυτά.

*

Ανάμεσα σε μία απ’ τις κλασσικές συζητήσεις για όλα και για τίποτα σε σπαστά ελληνικά/αγγλικά/αραβικά, μια φίλη απ’ τη Συρία κάνει ένα σχόλιο για ένα φιλικό μου πρόσωπο. Το σχόλιο μου κάνει τρομερή εντύπωση, είναι ταυτόχρονα φοβερά ακριβές, σκληρό και βαθύ. Τα δύο πρόσωπα ζήτημα είναι να έχουν συναντηθεί τρεις φορές. Παρόλο που στην περίπτωση μου μιλάμε για γνωριμία χρόνων, δε νομίζω ότι θα μπορούσα να σκεφτώ ποτέ αυτό το πράγμα, να αντιληφθώ κάτι πολύ κεντρικό δηλαδή για αυτό το άτομο και να το εκφράσω με τέτοιο δίκαιο και εύστοχο τρόπο. Είναι η ματιά μας επιλεκτική απέναντι σ’ αυτούς που αγαπάμε ή απλά ξεπερνάμε απείρως ευκολότερα τις λεπτομέρειες για να ξεκουραστούμε ξανά και ξανά στη θαυμαστή και πολύπαθη φιλία μας; Πώς κοιτάμε τους άλλους και πως εμφανιζόμαστε μπροστά στο κοινό της παρέας;

Κανέναν δεν ξέρουμε και όλοι μας ξέρουν, είμαστε ταυτόχρονα διάφανες αυλαίες και θεόκλειστα στρείδια.

*

Ο χρόνος είναι ένας αδιανόητος οδοστρωτήρας, τίποτα δεν μένει όρθιο ή ίδιο. Κάθε βράδυ τρώω μήλα  και απολαμβάνω εξίσου τη γεύση και το καθάρισμά τους, οι άνθρωποι γύρω μου δεν μοιάζουν ούτε κατσαρίδες ούτε γλυκούτσικοι κι αχνοί – δεν ξέρω πια πώς να τους κοιτάξω, ανέχομαι περισσότερο τα τηλεφωνήματα ακροατών σε αθλητικά ραδιόφωνα από την αριστερή πολιτική επικαιρότητα και σκέφτομαι ότι θα ήθελα να πάω στην Ισλανδία, το Περού, την Καμπότζη , κάποιο νησί που δεν μπορώ τώρα να αποφασίσω, τη Λισαβόνα ή τα αποστακτήρια του Tullamore.

*

αν όντως ενδιαφέρεσαι

να μάθεις πως περνάμε

θα σου πρότεινα να ξανάβλεπες

τον Ελαφοκυνηγό

Γ. Πρεβεδουράκης – χαρτάκια

4 Σχόλια

Filed under ασυναρτησίες

«να φυτρώσει λουλούδι δροσερό»

Σας γράφω έχοντας μέσα μου μίσος, μίσος πηχτό και άσβεστο.

Δεν είναι πολιτικώς ορθό, δεν είναι αποτελεσματικό, δεν είναι συνεπές με μια κάποια πολιτική συγκρότηση και σκέψη. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο παρά να περπατάω πάνω κάτω στην προβλήτα και να στριφογυρίζω μέσα μου αυτό το πέτρινο αίσθημα. Έχω στο στομάχι μια πέτρα που όλο μεγαλώνει και όλο σκληραίνει.

*

Ας φανταστούμε μια σκηνή: Λιμενικοί, υπάλληλοι κάποιας αόριστης ΜΚΟ, μπάτσοι, οδηγοί λεωφορείων και υπεύθυνοι ταξιδιωτικών πρακτορείων βρίσκονται έξω απ’ την πύλη Ε3 στον Πειραιά. Αδειάζουν την πύλη απ’ τους περίπου 150 πρόσφυγες που βρίσκονται μέσα. Χωρίς καμιά ειδοποίηση, χωρίς παρουσία διερμηνέα εμφανίζεται ξαφνικά ένα πρωί αυτή η κουστωδία και με βιαστικές κινήσεις προστάζει go go go. Τρίκαλα. Ανάμεσα στους πρόσφυγες υπάρχουν κάποιοι που έχουν κινήσει διαδικασίες με την Υπηρεσία Ασύλου. Που έχουν κλείσει ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα. Άλλοι έχουν ιατρικά θέματα, πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένη θεραπεία ή να ξαναπάνε τις επόμενες μέρες στο γιατρό να τους ξαναδεί. Άλλοι δεν έχουν ενημερωθεί  ποτέ για τίποτα σχετικά με τις πιθανές επιλογές τους. Είναι άνθρωποι που δεν ξέρουν αγγλικά, που δεν ξέρουν τίποτα επίσημο σχετικά με την κατάσταση στα σύνορα ή με το τι μπορούν οι ίδιοι να κάνουν εναλλακτικά με το να προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα παράνομα ή περιμένοντας υπομονετικά στη λάσπη. Υπάρχουν μικρά παιδιά και ένα που δεν έχει σαραντίσει που λένε. Υπάρχουν γέροι. Υπάρχουν γυναίκες μόνες με τρία παιδιά.

Η απάντηση σε όλα αυτά είναι διάφοροι ημιεπίσημοι τύποι, ένστολοι και μη, που φωνάζουν go go go. Φωνάζουν και βιάζονται. Οι αλληλέγγυοι που είναι παρόντες προφανώς δεν ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν. Άλλοι γεμίζουν σακούλες με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα, άλλοι ρωτάνε με επιμονή το λιμενικό, άλλοι έχουν μείνει αποσβολωμένοι και κοιτάνε. Ακολουθούν αγκαλιές, αποχαιρετισμοί και τα υπόλοιπα συγκινητικά.

Στο λεωφορείο μπαίνουν διάφοροι που δεν πρέπει να μπουν (γιατί είπαμε έχουν ξεκινήσει διαδικασίες που δεν γίνονται από απόσταση κλπ). Μία απ’ αυτές τις οικογένειες  έχει μαζέψει πράγματα και μένει αναποφάσιστη έξω απ’ το λεωφορείο. Κάποιοι κλαίνε. Δεν υπάρχει κάποιος να ξέρει αραβικά να τους πει να μη μπούνε, να τους εξηγήσει, να τους πείσει. Η φωνή από μέσα επιμένει go go go. Μπαίνουν στο λεωφορείο.

Η πύλη έχει αδειάσει. Την απολυμαίνουν. Διάφοροι που ξεγλίστρησαν απ’ το λεωφορείο για Τρίκαλα, είτε γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη, είτε γιατί ξέρουν κάτι παραπάνω, είτε για κάποια λίγα αγγλικά μιλάνε και συνενοήθηκαν με κάποιον, τριγυρνάνε στις άλλες πύλες, να βρουν σημείο να μείνουν.

*

Χύμα σημειώσεις από λίγες μέρες στο λιμάνι:

 

«φουτμπολ» λέει ο μπόμπιρας σχηματίζοντας ένα κύκλο με τα χέρια κι αν δεν βρεις μπάλα στην αποθήκη, βάζει τα κλάματα. Φούτμπολ ρε τι σου ζήτησε το παιδί ρε; Φουτμπολ.

1. Η ζωή στην Ε3 μπορεί να είναι καλύτερη απ’ τις λάσπες της Ειδομένης αλλά τι είναι άραγε η ζωή στην Ε3; Η λέξη που μας απασχολεί είναι η λέξη στρατόπεδο. Ουρές για συσσίτιο. Η έννοια συσσίτιο. Ερώτησεις ευγενικές (ή όχι ευγενικές) για τα πάντα: Να πάρω νερό; Να πάρω χυμό για το παιδί; Να πάρω κουβέρτα; Να πάρω παπούτσια γιατί αυτά έχουν διαλυθεί απ’ το αλάτι του Αιγαίου; Να πάρω κρουασάν; Να πάρω υγρό μαντηλάκι; Να πάρω κωλόχαρτο;

Όλα αυτά στη νοηματική. Όλα αυτά τα ρωτούν και τα ζητούν διαρκώς οι πρόσφυγες από άσχετους ανώνυμους αλληλέγγυους για να τα πάρουν. Οι πρόσφυγες χρειάζονται μονίμως την άδεια από κάποιον για να κάνουν το οτιδήποτε. Για να χέσουν ή να ξεδιψάσουν. Χρειάζονται άδεια. Χρειάζονται κάποιον να κάνει τη χειρονομία προς αυτούς.

Οι πρόσφυγες πρέπει να ρωτήσουν για να μάθουν το οτιδήποτε, πρέπει να ρωτήσουν για να χέσουν, πρέπει να ρωτήσουν για να πλύνουν τα ρούχα ή τα μούτρα τους. Πρέπει να σταθούν σε ουρά για το συσσίτιο. Να πουν στη νοηματική ότι το παιδί τους είναι άρρωστο. Να πουν στη νοηματική ότι το παιδί κρυώνει, χρειάζεται κουβέρτα.

Η ίδια η ύπαρξη του πρόσφυγα είναι υπό αίρεση. Η ζωή στο στρατόπεδο έτσι κι αλλιώς είναι η ζωή του ανθρώπου που ζητάει άδεια για όλα. Δεν δικαιούται εξορισμού τίποτα. Η ίδια η υπόστασή του δεν αρκεί για τίποτα. Πρέπει να του επιτραπεί να πάρει κωλόχαρτο, tide, χυμό, νερό, φαΐ, γάλα σκόνη. Πρέπει τα προϊόντα αυτά να υπάρχουν και να είναι η ώρα που μοιράζονται. Πρέπει να επιτρέψει η καθαρίστρια να χρησιμοποιηθεί η τουαλέτα και να μην την καθαρίζει εκείνη τη στιγμή. Η περίπτωση του πρόσφυγα στο στρατόπεδο είναι δύο φορές δυσκολότερη γιατί δεν μιλάει την ίδια γλώσσα με αυτόν που δίνει κατά κάποιο τρόπο την άδεια. Ο αλληλέγγυος ό,τι και να είναι, ο πιο ευγενικός, ο πιο λογικός, ο πιο καλόκαρδος, πιο πολιτικά συγκροτημένος είναι σε μια θέση εξορισμού προβληματική. Διαχειρίζεται το νερό, το κωλόχαρτο και την κουβέρτα του πρόσφυγα.

Αυτός ο διαχωρισμός πρέπει να βρεθεί τρόπος να σπάσει. Αυτή η απόσταση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να σπάσει.

2. Το κράτος τον καιρό αυτό είναι παντοδύναμο σαν ένα φάντασμα. Δεν υπάρχει στο ίδιο το δωμάτιο, αλλά η απουσία του (όσο και η παρουσία του σε ένα άλλο επίπεδο) καθορίζει τα πάντα. Το κράτος στον Πειραιά δεν υπάρχει. Δεν προσφέρει τίποτα στους ανθρώπους. Δεν έχει δώσει ένα γάλα, ένα κωλόχαρτο, ένα νερό. Δεν έχει περάσει να ενημερώσει επίσημα και υπεύθυνα τους πρόσφυγες τι συμβαίνει στα σύνορα ή τι πρέπει να κάνει κανείς αν είναι Σύριος, Αφγανός, Ιρακινός ή οτιδήποτε άλλο. Δεν έχει στείλει έναν μεταφραστή. Δεν έχει στείλει έναν γιατρό. Έναν παιδίατρο. Ένα φάρμακο.

Δεν μένει όμως στα δεν. Όταν χρειαστεί κάνει και ζημιά σ’ όσα δεν είχε συμμετάσχει πριν. Παίρνει μαζικά ανθρώπους χωρίς να ρωτά τι και πως. Τους  μεταφέρει όπου να ’ναι. Δεν αναρωτιέται για τις ευπαθείς ομάδες. Επιτρέπει σε διακινητές, πράκτορες λεωφορείων να έρχονται στο λιμάνι και να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Λέει ψέματα σε πρόσφυγες για να τους βάλει στα λεωφορεία. Υπάλληλος του υπουργείου έρχεται και τους λέει πάμε στην Κοζάνη, ενώ το λεωφορείο πάει στον Αλμυρό. Πάλι φυσικά χωρίς μεταφραστή.

Δεν αναφερόμαστε καν στα ουσιαστικά κλειστά σύνορα, στην παρανομοποίηση, στο σπρώξιμο να πάρουν τους δύσκολους παράνομους δρόμους της Αλβανίας ή στις λάσπες της Ειδομένης. Αυτά είναι γνωστά.

Εντωμεταξύ στον ίδιο περίπου ρόλο και οι ΜΚΟ. Διαρκώς απούσες. Μάλιστα παρατηρήθηκαν περιστατικά όπου άνθρωποι με καρτελάκια γνωστών ΜΚΟ πήγαιναν και έπιαναν οικογένειες οικογένειες και τους έλεγαν διάφορα, ποιος ξέρει τι. Οι ΜΚΟ αρνούνταν ότι έστειλαν κόσμο. Οι αλληλέγγυοι δεν είναι εύκολο να κάνουν τους μπάτσους για μια σειρά από λόγους. Δεν μπορείς να ελέγξεις το χώρο του λιμανιού αποτελεσματικά, είναι αυτονόητο. Κι αν κάποιος με διακριτικά πλησιάσει τους πρόσφυγες με δήθεν λεπτομέρειες και πληροφορίες για τα σύνορα, δεν είναι πάντα εύκολο να πείσεις τον πρόσφυγα ότι αυτά είναι ψέματα. Αν έχεις προλάβει να χτίσεις προσωπική σχέση ναι, αλλά αλλιώς; Ποιόν να πιστέψει ο απελπισμένος άνθρωπος;

3. Πριν δύο εβδομάδες οι πρόσφυγες με τους οποίους μιλούσα επέμεναν να πάνε Ειδομένη. Επέμεναν ότι μπορούν να περάσουν. Τώρα πολλοί απ’ αυτούς υπογράφουν για relocation ή λένε δεν είναι άσχημα στην Ελλάδα. Εμείς τι λέμε όμως; Θέλουμε να μείνουν εδώ οι πρόσφυγες αν έτσι θέλουν κι αυτοί; Τι είναι για μας αυτό το ενδεχόμενο; Πρόβλημα; Αναγκαστική εξέλιξη; Καλό; Κακό; Λέμε χαρτιά σε όλους για να πάνε όπου θέλουν. Σ’ αυτό το «όπου» περιλαμβάνεται και η Ελλάδα; Κι αν ναι, τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε και πως προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό;

(κι αν έμεναν ο πλούτος, ο πολιτισμός, η ζωή που θα έβαζαν στον τόπο θα αποτελούσε ένα μέγιστο δώρο. ο τόπος που έζησε τον τρόμο των αβγών να γνωρίσει νέες γλώσσες, νέες συνήθειες, νέα αισθήματα)

4. Η (εξευτελιστική για εμάς όπως και να το κάνουμε) παρουσία Μαρινάκη – Κόκκαλη και λοιπών στον Πειραιά έχει διάφορες σημασίες. Πρώτα απ’ όλα και πέρα απ’ το ανθρωπιστικό ξέπλυμα, έχουμε το εξής φαινόμενο. Οι άνθρωποι που εξέθρεψαν τον ελληνικό φασισμό ταΐζουν τώρα τα εν δυνάμει θύματά του. Οι άνθρωποι που έπαιξαν με τα αβγά, με τον ρατσισμό, τώρα εμφανίζονται να σιτίζουν εκατοντάδες πρόσφυγες. Αυτό από μόνο του είναι πρόβλημα. Δεν θα έπρεπε να μπορεί να δώσει ούτε ένα πιλάφι ο άνθρωπος που η αριστερά και ο χώρος λένε και ξαναλένε ότι έχει συντελέσει στην άνοδο του φασισμού. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Το πιο απτό και πρακτικό. Τι θα φάνε οι χιλιάδες άνθρωποι στον Πειραιά;

Όταν το κράτος απουσιάζει και μάλιστα όταν απουσιάζει τόσο εξόφθαλμα η αριστερή κυβέρνηση απ’ τα πιο απλά και αναγκαία, το κενό καλύπτεται. Γι’ αυτού του είδους την κάλυψη ευθύνεται η αριστερή κυβέρνηση γιατί δίνει ένα άδειο γήπεδο που δεν θα έπρεπε να πατάνε κάποιοι το πόδι τους και λέει σ’ αυτούς τους ίδιους κάποιους: Παίξετε. Κάντε ό,τι θέλετε.

Αλλά και όταν το κίνημα απουσιάζει, τότε το κενό καλύπτεται. Συζήταγαν κάποια φίλοι αλληλέγγυοι στον Πειραιά αν θα έπρεπε να γίνει παρέμβαση και να εκδιωχθεί ο ολυμπιακός απ’ το λιμάνι. Ναι αλλά μπορούμε εμείς να αναλάβουμε το φαγητό τόσων ανθρώπων; Και ναι και όχι. Για κάποιο διάστημα συλλογικές κουζίνες και κάποια σωματεία το ανέλαβαν. Αλλά προφανώς δεν ήταν τόσο απλό και εύκολο να γίνεται αυτό διαρκώς. Οπότε για το ποσοστό που αναλογεί στο όχι, εμείς δεν μπορούμε να αναλάβουμε το φαγητό των ανθρώπων μας αναλογεί μια ευθύνη που τρυπώνει ο Μαρινάκης και ο δήμος Πειραιά. Θα πει κανείς: μα είναι εύκολο να ταϊστούν χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά απ’ το κίνημα; Όχι, αλλά και πάλι δεν υπήρχε η απαιτούμενη προετοιμασία, η απαιτουμένη συζήτηση και η απαιτούμενη προσπάθεια από συλλογικότητες, οργανώσεις και κόμματα του προοδευτικού φάσματος (μη με ρωτάτε δεν ξέρω ποια εννοώ).

5. Η Ν. που πήγε στους Ζαπατίστας επαναλαμβάνει το πρώτο μάθημα που πήρε εκεί. Οργάνωσηοργάνωσηοργάνωση.

IMG_0302

η ζωή βρίσκει τον τρόπο, αυτοσχεδιάζει, συνεχίζει, παίζει. στη foto ιρακινή πρακτική για να περάσει η ώρα ευχάριστα.

6. Έχει ενδιαφέρον ότι οι καθαρίστριες στις πύλες του λιμανιού δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Είναι εργαζόμενες σε κάποιον εργολάβο. Οικολογικά Α.Ε. Είναι επίσης προφανές ότι οι γυναίκες αυτές ξεπατώνονταν ανελέητα με χαμηλό μισθό και τραγικές συνθήκες εργασίας. Μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις γυναίκες που έκαναν και 24ωρο χωρίς να παίρνουν φυσικά υπερωρίες. Μπορούσαμε να εντοπίζουμε και γυναίκες που σιχτίριζαν γιατί θα πεθάνουμε απ’ τις αρρώστιες. Όλα λογικά και ανθρώπινα. Εδώ μπορούσαμε να παρατηρήσουμε δύο κατηγορίες ανθρώπων που για διαφορετικούς λόγους βρίσκονται στον ταξικό πάτο. Βλέπουμε τη συνύπαρξή τους και βλέπουμε ότι στο συντριπτικό ποσοστό μπορούν και γίνονται θαύματα. Ακόμη και όσοι ξεκίνησαν από ένα σχετικά ρατσιστικό σημείο, δεν μπόρεσαν με τον καιρό να μείνουν ασυγκίνητοι απ’ τη ζωή την ίδια. Τα παιδιά, οι οικογένειες, η μοναξιά, η εξαθλίωση. Όλα αυτά αν τα δεις από αρκετά κοντά, γράφουν σ’ ένα σημείο, που ο φτωχός άνθρωπος μπορεί να τα δει στον καθρέφτη του.

7. Φυσικά όταν πας κάπου όπως στον Πειραιά δεν περιμένεις να συναντήσεις πολιτικές συμφωνίες και κοινές οπτικές. Μπορεί να συναντάς εγωισμούς, παλαβομάρες, υστερίες, πανικούς, μικροεξουσίες, μικρότητες, αυτοπροβολή, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Μπορεί να μην ταιριάζουν τα χνώτα μας, μπορεί να μην κατέβουμε μαζί στην πορεία για τα δικαιώματα των κρατουμένων, μπορεί να μην έχουμε την ίδια ή ούτε καν παραπλήσια πολιτική οπτική, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Έχω μόνο απέραντο σεβασμό και βαθιά συμπάθεια για τους αλληλέγγυους που γνώρισα που είχαν δώσει μήνες ολόκληρους στο να βοηθήσουν όπως καταλαβαίνουν και μπορούν τους πρόσφυγες. Είναι συγκινητικό, είναι απίθανα συγκινητικό να βλέπεις τους ανθρώπους να παίρνουν αγνώστους στο σπίτι τους για να τους δώσουν το δικαίωμα σε ένα μπάνιο. Είναι συγκινητικό να βλέπεις ανθρώπους να βράζουν γάλα και να ψάχνουν παιδικά παπούτσια όλη μέρα. Είναι εκτός της καθημερινής λογικής, εκτός της εικόνας που έχουμε για τον κόσμο να παρατηρείς τον άνθρωπο που άφησε απόψε την τηλεόραση κλειστή και παλεύει να καταλάβει τι έχει ανάγκη ένας άνθρωπος που μιλάει αραβικά και φαρσί και ποιος ξέρει τι άλλο.

Είναι κατανοητό απ’ την άλλη για κάποιους να μην μπορούν να συνυπάρξουν έτσι. Κάποιοι χρειάζονται την ομάδα τους και τη συνεννόησή τους. Δεκτό, αρκεί να μην αποτελεί αυτό πρόφαση για την απραξία.

8. Χρειαζόμαστε δομές, καταλήψεις, καταλήψεις, δομές. Δεν χρειάζεται να είναι τεράστια και μεγαλεπήβολα τα σχέδια. Δύο διαμερίσματα ή πέντε, ένα ή οκτώ. Συλλογικότητα συλλογικότητα, παρέα παρέα (ναι μια παρέα αρκεί) μπορεί να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να μην περάσουν μήνες και χρόνια σε camps, γυμναστήρια και στρατόπεδα. Γιατί μπορεί να μοιάζει ότι η ζωή είναι η αναμονή μέχρι να πάνε στη Γερμανία ή όπου αλλού τους βγάλει ο δρόμος, αλλά η ζωή είναι και τώρα. Αυτές οι δύο εβδομάδες. Αυτοί οι τρεις μήνες. Αυτός ο ένας χρόνος. Τα στρατόπεδα όσο περιποιημένα κι αν γίνουν (που δεν πρόκειται) είναι στρατόπεδα. Εκεί μέσα δεν έχει ζωή.

Όχι στη στρατοπεδοποίηση. Ό,τι κι αν αποφασίσουν οι πρόσφυγες (relocation, επανένωση – αν έχουν συγγενείς σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, άσυλο εδώ, πορεία προς τα σύνορα όταν και αν χαλαρώσουν λίγο τα πράγματα) θα μείνουν για καιρό εδώ. Εκτός απ’ τις περιπτώσεις που – προς το παρόν – το κράτος παρέχει στέγη (relocation) , οι πρόσφυγες χρειάζεται κάπου να μείνουν. Χρειάζεται κάτι να τρώνε. Δεν είναι απαραίτητο ότι όλοι έχουν χρήματα.

Στήστε καταλήψεις, νοικιάστε ή παραχωρείστε σπίτια, φιλοξενείστε. Να ζήσουν για όσο – ας είναι και για πάντα, μακάρι – ανάμεσά μας, μαζί μας. Ας κάνουμε αυτό τον τόπο που εδώ και χρόνια ανθίζει ο φασισμός, ένα έδαφος που οι άνθρωποι θα βρουν κοινά σημεία, που θα βρουν τον τρόπο να ζουν μαζί. Δεν χρειάζεται οπωσδήποτε πείρα, συγκρότηση, υπόβαθρο (καλό είναι να υπάρχουν αλλά δεν πειράζει αν δεν). Για να παραφράσω τον Μέηλερ. Την κατάληψη πρώτα την κάνεις κι ύστερα τη μαθαίνεις.

Μην τους πετάξουμε στα στρατόπεδα. Να τους βάλουμε στις γειτονιές μας. Να υπάρξουμε μαζί τους. Να μάθουμε απ’ αυτούς, να μάθουνε από μας. Να βρούμε τρόπους και πρακτικές. Τώρα, όχι σε λίγο καιρό. Τώρα, αμέσως.

 

IMG_0308

στα δικά μας τα σχολεία (ντάξει, που λέει ο λόγος)

9. Τι είναι επείγον; Να στεγάσουμε και να δώσουμε φαΐ σε εκατό οικογένειες ή όσες μπορούμε τέλος πάντων; Ή να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του (πορείες, πολιτική πίεση, ανυπακοή, σαμποτάζ στρατοπέδων/μεταφοράς, τρύπες στα σύνορα κλπ); Όλα είναι ταυτόχρονα επείγοντα με τρομακτικό τρόπο και πρέπει επιπλέον να βρούμε τον τρόπο να πούμε διαφορετικά τη λέξη επείγον. Να την πούμε έτσι που να την πιστέψουμε επιτέλους. Και να κάνει ο καθένας αυτό που μπορεί, αυτό που του ταιριάζει, αυτό με το οποίο νιώθει πιο κοντά, έχοντας πάντα στο μυαλό βέβαια τη βάση και την αρχή του προβλήματος, που είναι πολιτικό και μόνιμο. Αλλά τίποτα δεν είναι λίγο, τίποτα δεν είναι αχρείαστο, τίποτα δεν είναι μια τρύπα στο νερό. Όλα μετράνε και όλα κάτι προσθέτουν.

***

Σας γράφω και έχω μέσα μου έναν καινούριο κόσμο. Ο Μοχάμεντ και ο Μοχάμεντ και ο Άχμεντ και η Γιουσρα και ο Σαλάχ και ο Άχμεντ και τα πιτσιρίκια που αγαπάνε το Βαγγέλη και ένα σωρό άνθρωποι. Σας γράφω γιατί το ζήτημα είναι τόσο προσωπικό όσο είναι γενικό κι αόριστο. Είναι οι πρόσφυγες γενικά στη λάσπη της Ειδομένης και είναι η Καουσέρ συγκεκριμένα που κρυώνει στα Τρίκαλα. Σας γράφω γιατί έχω στο στομάχι μου την πιο τεράστια και ελαφριά πέτρα του πλανήτη. Είμαι σε μόνιμη αμηχανία, ντρέπομαι και αγχώνομαι. Αλλά βέβαια, γελάω, διασκεδάζω, ανταλλάζω περίεργες πληροφορίες. Και μαθαίνω. Μαθαίνω ότι το γάλα είναι χαλίμπ και ότι το χαλίμπ είναι γάλα. Μαθαίνω ότι ο Γκασάν ήταν ράφτης. Μαθαίνω ότι το Χαλέπι ήταν πολύ όμορφο.

Καθόμαστε με τον 16χρονο Μοχάμεντ. Έχουμε γνωριστεί με τις μέρες και καθόμαστε παρέα, κυρίως βουβά ή κουνώντας το κεφάλι. Τον βρίζω σε όλες τις γλώσσες που ξέρω. Κοτζάμ μαντράχαλος και δεν ξέρει μια λέξη στα αγγλικά να πούμε δυο πράγματα. Γελάει που τον βρίζω, δεν ξέρει τι λέω ακριβώς αλλά καταλαβαίνει στο περίπου και γελάει και βέβαια ανταποδίδω. Μια άλλη μέρα μαθαίνω απ’ την Άγια ότι ο Μοχάμεντ έχει να πάει σχολείο 3μιση χρόνια. Φτώχεια, πόλεμος, μετακίνηση, ,στρατόπεδο στην Τουρκία, Αιγαίο, Πειραιάς. Να γιατί δεν ξέρει μια λέξη αγγλικά, έχει να πάει σχολείο τρεισήμισι χρόνια. Πήγαμε τις προάλλες στην Υπηρεσία Ασύλου για να ξεκινήσει η οικογένειά του τις διαδικασίες. Χάος κι εκεί. Μεταφραστές με το σταγονόμετρο, αναμονή. Στο γυρισμό ήταν κουρασμένος, κοιμήθηκε στο αμάξι. Πάντως θα είχανε ραντεβού αυτή την εβδομάδα στην Υπηρεσία, όλη η οικογένεια ήταν κάπως χαρούμενη.

Την Πέμπτη ο Μοχάμεντ φορτώθηκε σ’ ένα λεωφορείο για τα Τρίκαλα χωρίς καλά καλά να καταλάβει τι συμβαίνει και που πήγαινε και τι θα μπορούσε να κάνει εκεί. Δεν ήμουν εκεί. Μου ‘παν ότι έκλαιγε εκείνο το πρωί και ότι όλη η οικογένεια ήταν σα χαμένη έξω απ’ το λεωφορείο.

***

Έχω ένα πηχτό και άσβεστο μίσος γι’ αυτό το κράτος και γι’ αυτή την Ευρώπη. Αλλά ταυτόχρονα είμαι ελαφρύς και περπατάω ένα μέτρο πάνω απ’ το έδαφος γιατί για τον Μοχάμεντ ενδιαφέρθηκαν στη στιγμή ένα σωρό άνθρωποι και είπαν, εδώ είμαι, θα βοηθήσω όπως μπορώ.

Και η οπτική μας ας είναι λοιπόν όλη την ώρα διπλή. Να ‘μαστε στο πλευρό όσων περισσότερων Μοχάμεντ μπορούμε, να γίνουμε αδέρφια με όσους περισσότερους Μοχάμεντ μπορούμε. Να μιλήσουμε επιτέλους την ίδια γλώσσα, τη νοηματική της συντροφικότητας. Την ίδια ώρα ας ακονίζουμε εργαλεία, μαχαίρια και κόφτες, ας σφίγγουμε τον διπλανό μας στο δρόμο. Η ζωή να περάσει, η ζωή να νικήσει. Οι άνθρωποι να συναντήσουν έναν γέρο στην Ειδομένη και όπως τους άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, να τους ανοίξει, αν θέλουν, και τα ίδια τα σύνορα.

10 Σχόλια

Filed under ασυναρτησίες

γραμμή 719 (κυκλική)

Το 719 έχει τις παρακάτω στάσεις: όαση – πιπεριά – (πλ.) ελευθερίας. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί με ευκολία ότι ένα είδος ευτυχίας θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ιστορία που φτιάχνουν αυτές οι τρεις λέξεις. Να βρεθούμε σε μια όαση με άμμο και αρμυρίκια και στη σκιά τους να δοκιμάζουμε όλων των ειδών τις συνταγές που περιέχουν πιπεριές. Εκεί θα μπορούμε επιτέλους να είμαστε ελεύθεροι. Χορτάτοι, με ωραίες γεύσεις στο στόμα, γλυκό και καυτερό να εναλλάσσονται, δροσερή σκιά και κανενός είδους ωράριο, ρολόι, υπενθύμιση ότι αυτό που ζούμε διαρκεί τόσο όσο. Αλλά το όνομα μιας άλλης στάσης καραδοκεί. ΔΕΗ. Το όνειρο συντρίβεται υπό το βάρος ενός λογαριασμού, μια ληξιπρόθεσμης οφειλής, ως συνήθως δηλαδή, την πραγματικότητα πρώτα απ’ όλα τη χρωστάς. Τίποτα δεν είναι τσάμπα και αυτή είναι μια διαπίστωση ικανή να διαλύσει τα πάντα, ορατά κι αόρατα, όχι γιατί πρέπει να πληρώσεις, αλλά κυρίως εξαιτίας του υπαινιγμού που κρύβεται πίσω από μια τέτοια φιλοσοφία. Για όλα πρέπει να προσπαθήσεις εξωφρενικά, ο κόσμος είναι ωραίος αλλά κρατάει μονίμως λογαριασμό, το κρυφό κομπιουτεράκι που κάνει λογαριασμούς αδιάκοπα δεν υπολογίζει φτώχεια ή ψυχολογική διάθεση. Εν ολίγοις τίποτα δε δωρίζεται πια, τίποτα δεν χαρίζεται έτσι για το καλό, όλα είναι υπολογισμένα με την πιο μίζερη μεζούρα. Ποιος το χέζει ότι είσαι, το θέμα είναι αν έχεις.

Εντωμεταξύ ο οδηγός για κάποιο ακατανόητο λόγο τρέχει, σε τρία λεπτά που είμαι στο λεωφορείο έχει περάσει δύο κόκκινα, κόκκινα κόκκινα , όχι πορτοκαλί και τέτοια. Η ώρα είναι 11, δεν μπορώ να πιστέψω ότι τελειώνει η βάρδια και βιάζεται, αλλά ποιος ξέρει.

Ένα πρεζάκι τρώει αργά μια τυρόπιτα, έχει γεμίσει ψίχουλα και μικρά μικρά κομμάτια σφολιάτας. Δυο τρεις τον παρατηρούν. Η ανημπόρια πάντα τραβάει το βλέμμα κι όποιος κατεβάζει τα μάτια καταλαβαίνεις ότι μόλις σκέφτηκε το μικρό του προσωπικό σκανδαλάκι. Μπορεί μια μέρα κι εγώ να μη μπορώ να διαχειριστώ την υπαρξή μου; Όσοι κοιτάνε επικριτικά κι αφήνουν ελαφριά τς τς τς αντιλαμβάνεσαι ότι ζουν μια μίνι αυτοδικαίωση. Εγώ ποτέ δε θα κατέληγα έτσι. Όμως όλα είναι τυχερά, θέμα συγκυρίας και ενός γυρίσματος της στιγμής. Όλοι το ξέρουν, κανείς δεν το παραδέχεται. Είναι βολικό να αισθάνεσαι πως ό,τι κι αν έγινε, τουλάχιστον δεν απέτυχες, είσαι κομμάτι αυτής της κοινωνίας, οι άλλοι σε συναντούν και – ακόμη – σε αναγνωρίζουν στην πλευρά των νικητών. (Κι ας παίρνεις 400€ μισθό – το θέμα είναι να είσαι λειτουργικός).

Σε μια ταινία του Μπέργκμαν η γυναίκα πλένει τα δόντια της και ο άντρας της σκέφτεται ότι αυτή ακριβώς η μικρή κίνηση – το πλύσιμο των δοντιών – ήταν ένα στοιχείο της που ερωτεύτηκε κάποτε. Οι κοφτές κινήσεις, η γλύκα, ο συγκεκριμένος ιδιαίτερος ήχος. Σήμερα οι ίδιες κινήσεις της τον αηδιάζουν, του φαίνονται μπανάλ, απαίσιες, σχεδόν επιθετικές. Κοιτώντας τα πρόσωπα στο λεωφορείο, θυμήθηκα εκείνη τη σκηνή στην τουαλέτα. Χρειάζονται τα ίδια περίπου πράγματα για να αγαπήσεις τον κόσμο και για να τον σιχαθείς. Αλλάζει μόνο το αίσθημα της στιγμής και η δική σου συνειδητή επιλογή.

Στο Μετρό μπαίνει ένας (υπερ)χίψτερ βγαλμένος από περιοδικό, σχεδόν δεν ήταν πραγματικός. Δεν πρέπει να έχω ξαναδεί πιο προσεγμένο ντύσιμο από την κορφή ως τα νύχια. Αμέσως ανοίγει την τσάντα, βγάζει το Έθνος και αρχίζει να διαβάζει. Βλέπω κλεφτά τη φράση «ο Τσίπρας να δείξει πυγμή και να μην αφήσει τους αγρότες..». Ύστερα στις κυλιόμενες δεν μπορώ να ανέβω γρήγορα γιατί στην αριστερή μεριά κάθονται δύο γυναίκες εκεί γύρω στα σαράντα, ντυμένες όμορφα και απλά. Μοιάζουν πολύ συμπαθείς φυσιογνωμίες, δεν θέλω να είμαι αγενής, αλλά κάνω μια κίνηση ότι θα ήθελα να περάσω. Με κοιτάζουν, δεν κουνιούνται χιλιοστό και συνεχίζουν την κουβέντα τους. Στην επόμενη κυλιόμενη δύο τύποι, σχετικά φουσκωτοί με μαύρες φόρμες και σχεδόν ξυρισμένα μαλλιά έχουν πιάσει το ίδιο σημείο. Κάνω την ίδια κίνηση, ο ένας τύπος με βλέπει, κάνει απευθείας δεξιά και μου λέει χίλια συγνώμη. Η μέρα δεν προσφέρεται για συμπεράσματα, έχουν βγει όλοι εκτός πλαισίου και δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τις κατατάξεις που συνηθίζουμε και στις οποίες συνήθως πέφτουμε μέσα. Σήμερα όμως όλα είναι βαλμένα κάπου λάθος και το μόνο που μένει σταθερό είναι αυτή η κοινή μελαγχολία, δεν αντέχεται η μέρα. Στο λένε χωρίς να μιλάνε, όλοι οι επιβάτες, σε μετρό και λεωφορείο, στα Λιόσια, το Πανεπιστήμιο και το Συγγρού Φιξ.

Στο λεωφορείο ξανά, σκέφτομαι για εκατομμυριοστή φορά πως σιχαίνομαι αυτούς που μπαίνουν πριν κατέβει ο κόσμος, αυτούς που τρέχουν να καθίσουν ακόμη κι αν μπουν για τρεις στάσεις. Κοιτάζω τη γυναίκα που έκανε όλα τα παραπάνω με τον πλέον επιδεικτικό τρόπο και σκέφτομαι τι διάολο μυαλό κουβαλάει και που πάει με αυτό το ύφος που λέει – κακά τα ψέματα – εγώ θα κάτσω και άντε και γαμηθείτε είστε όλοι σκουλήκια και βρωμιάρηδες. Ταυτόχρονα με πιάνουν κάτι περίεργα, ίσως φταίει η μουσική στ’ ακουστικά, και λέω από μέσα μου, ποιος ξέρει ποιο τσακισμένο γόνατο, ποια καταπονημένη μέση κρύβεται κάτω απ’ τα ρούχα της. Και μου απαντάει από ένα φανταστικό τηλεπαράθυρο ο φιλελεύθερος της εποχής, αυτό δεν είναι δικαιολογία, μπορεί να είναι ευγενική, υπάρχει και προσωπική ευθύνη. Πριν προλάβω να του απαντήσω ότι ναι μεν αλλά, ένας φανερά εξουθενωμένος παππούς κάνει ακριβώς το ίδιο μπαίνοντας στο λεωφορείο στην επόμενη στάση. Τι να σου κάνουν και οι άνθρωποι αν έχουν μάθει ότι κανείς δε θα τους δώσει τίποτα και ότι δεν δικαιούνται τίποτα και ότι αν δεν αρπάξουν κάτι, θα μείνουν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Ο φιλελεύθερος, της τότε εποχής, τους διαπαιδαγώγησε μια ζωή στον εξοντωτικό ανταγωνισμό, τους πιπίλισε το μυαλό ότι ο καθένας είναι μόνος και τίποτα δεν είναι τσάμπα και τώρα αυτοί έχουν γίνει η σύνοψη όλων των προηγούμενων προταγμάτων. Για να επιβιώσεις στη χώρα της μετωνυμίας πιθανότατα θα καταλήξεις να διαβάζεις το 3 σαν ε και για να επιβιώσεις στην ερημιά πιθανότατα θα καταλήξεις να γίνεις μισάνθρωπος, επιθετικός, μια σκληρή πέτρα. Ο διπλωμάτης ποιητής τα έχει πει για τη σκέψη του ανθρώπου που έχει καταντήσει πραμάτεια, αλλά ποιος να τον ακούσει, οι ίδιοι που τον υμνούν για το Νόμπελ του, αλλά βαριούνται να ακούσουν τα λόγια του, ζητούν απελευθέρωση των απολύσεων, μείωση του βασικού, αλλά ευγένεια στα λεωφορεία. Ναι, ναι ξέρω, δεν συνδέονται αυτά άμεσα μεταξύ τους. Μπορεί και όχι, μπορεί και ναι. Ο καθείς και η οπτική του για τον κόσμο και το μόνο που μένει αδιαπραγμάτευτο είναι ότι για να περπατήσεις στο κέντρο της Αθήνας πρέπει να έχεις τόσο γερό στομάχι ή τόσο κοντή μνήμη. Άντε και ένα ακόμη ενδεχόμενο: να πιστεύεις ότι ο καθένας παίρνει ό,τι του αξίζει και πως πέφτει μόνο όποιος δεν προσπάθησε αρκετά. Αστεία πράγματα δηλαδή ή μάλλον η συνταγή που μετατρέπει τον κυνισμό και την αλαζονεία σε αρθρογραφία.

Στριμωγμένος στο λεωφορείο, είναι η ώρα της ημέρας που αγαπάς όλο τον κόσμο κι όλοι σου φαίνονται τόσο πονεμένοι και κυνηγημένοι κι αδίκως εξαντλημένοι. Υπάρχει κάποιο αόρατο χέρι να χαϊδέψει απόψε όλη την ανθρωπότητα που παριστάνει τη σαρδέλα στα συνοικιακά δρομολόγια των λεωφορείων;

Ας πει και κάτι ο ποιητής:

Αυτό που πιάνω δεν είναι το χέρι σου πατέρα;

Αυτό δεν είναι το κεφάλι σου γερτό πριν απ’ τον ύπνο

εσύ δεν είσαι ο σκεφτικός που όλο ρωτάς τη μάνα

Μαρία γυρίσαν τα παιδιά;

Εσύ δεν είσαι ο ανυπέρβλητα πικρός και τρυφερός

φουμάρεις το τσιγάρο σου χαμογελάς ρωτάς:

Τί άλλο χρειάζεται ο κόσμος μωρέ παιδιά

για να πλαγιάζει κατά τη μεριά της καρδιάς;

 

6 Σχόλια

Filed under τα ελάχιστα

το θέμα είναι ν’ απολογείσαι

Όλο το σημείο που βρισκόμαστε συνοψίζεται στην Ανατροπή της περασμένης εβδομάδας για το εθνικό θέατρο. Θλίψη για τους ακόμη ανυποψίαστους, απίθανα σκηνικά γέλιου για όσους παρακολουθούν τα του δημοσίου λόγου τα τελευταία χρόνια. Ηθοποιοί ξεφτιλίζονται λάιβ λέγοντας χοντράδες ή πουλώντας μια δήθεν υπευθυνότητα. Κατά τ’ άλλα ο τάδε παίζει Πίντερ  και δεν πρέπει να μπερδεύουμε την προσωπικότητα του καλλιτέχνη με το έργο ή το ταλέντο του.

Για την ντόπια διανόηση και την πολιτική ελίτ αυτού του τόπου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ξεχωρίσει τα δικαιώματα του κρατούμενου απ’ την προηγούμενη πράξη του. Είναι δύσκολο να αποδώσει το δικαίωμα του λόγου σε κάποιον που αυτή κρίνει ανάξιο του δικαιώματος. Η έννοια της τιμωρίας λαμβάνει χαρακτηριστικά εξουδετέρωσης. Μαλάκα τρομοκράτη θα σε εξαφανίσουμε. Θα μπορούσαν να κανονίζουν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ξενάγηση στο Γκουαντάναμο. Είναι ασφαλώς ο τόπος αυτός, το καλύτερο σημείο να βρίσκεται κανείς αμέσως μετά το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Τι ‘ναι και ο Ντόναλντ Τραμπ μπροστά στην ελληνική αφρόκρεμα του δημοσίου λόγου; Ένα σκουλήκι που δεν έχει το κατάλληλο λεξιλόγιο για να κατακεραυνώσει την Πηγή Δημητρακοπούλου.

Εντωμεταξύ ζούμε και πεθαίνουμε με την αγωνία για τη συνθήκη Σένγκεν. «Λέτε εσείς βλακείες και λαϊκισμούς αλλά καταλαβαίνετε άαραγε τι σημαίνει να μας πετάξουν έξω απ’ τη Σένγκεν;». Ο σύγχρονος μεταρρυθμιστής, ο σύγχρονος μορφωμένος και προκομμένος εντερπρενέρ, που μέσω της εργασίας προσεγγίζει το καλύτερο μέλλον, μπορεί να φανταστεί με ακρίβεια και σοβαρότητα τις συνέπειες μιας τέτοιας δραματικής εξέλιξης. Η φαντασία και η γνώση τον εξυπηρετούν και τον βοηθούν να μιλήσει για το αύριο. Μπροστά στα πτώματα του Αιγαίου, το βλέμμα τους παραμένει θεότυφλο και η γλώσσα τρέχει ροδάνι: «Φυλάξτε τα σύνορα». Ή ας είμαστε ειλικρινείς: «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΝΙΞΤΕΣ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ». Πόσους τέλος πάντων χωράει η μικρή Ελλάδα σε ρωτάω μαλάκα και ανεύθυνε αλληλέγγυε; Κι ο άνθρωπος που έχει τόσα και τόσα πτυχία από τα καλά πανεπιστήμια της Αμερικής ή του Λονδίνου δεν ξέρει πως η επόμενη ερώτηση είναι πόσα πτώματα χωράει η θάλασσα και ότι αυτός την έχει ήδη απαντήσει. Όσα χρειαστεί. Όσα χρειαστεί προκειμένου να τηρήσει τις διεθνείς υποχρεώσεις, τον εθνικό προϋπολογισμό, τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις, τους γενικότερους συσχετισμούς. Ακριβώς όπως σε με μια συνθήκη πολέμου, μας ζητούν να μάθουμε το μάθημά μας. Μια ζωή δεν είναι τίποτα, παρά ένα κορμί που περιμένει να θαφτεί, να πνιγεί, να καταμετρηθεί ή να φυλακιστεί. Όπως πρόκειται για την λιτότητα των άλλων, έτσι πρόκειται και για τα πτώματα των άλλων. Εμείς απλά αρθρογραφούμε για την ανάγκη φύλαξης των συνόρων.

Να ‘χαν και οι νεκροί ένα καλό χορηγό. Θα μπορούσε αυτός να πάρει ένα τηλέφωνο να τα κανονίσει κάπως τα πράγματα.

Αλλά τι είναι οι άνθρωποι για να ζητάτε να ζήσουν; Και τι είναι η ελεύθερη έκφραση για να τη ζητάτε; Κάτι τελευταίες ιδεοληψίες, κάτι παιδιάστικες υπερβολές που ποιος ξέρει από ποιο τόμο ποιανού βιβλίου ξεπήδησαν. Επικίνδυνα πράγματα.

Εδώ έχει μόνο μόρφωση και δουλειά. Μόνο μόρφωση που υποστηρίζει τη δουλειά. Μόνο μόρφωση που μετατρέπεται σε δουλειά.

Τι κόσμος κι αυτός να πουλάει εισιτήριο για το έργο του Καμύ, να το διαφημίζει και μετά να θέλει να σβήσει απ’ τον ορίζοντα την επίδρασή του. Θέλουν να καταναλώνουμε την τέχνη, αλλά για όνομα του θεού, όχι και να ‘χει νόημα, όχι και να μας ταράζει. Γενικά δεν είμαστε υπέρ των αναταραχών. Μια παράσταση, ένα βιβλίο, ένα φιλμ, ένα τραγούδι πρέπει να επέχει τη θέση ενός χάμπουργκερ. Η μόνη της συνέπεια να ‘ναι δέκα λεπτά στην τουαλέτα. Μετά βγαίνεις και είσαι ακριβώς ο ίδιος, πανέτοιμος να επιστρέψεις στο πόστο σου. Μόρφωση και δουλειά. Δουλειά και μόρφωση.

Και όποτε υπερασπίζεσαι τίποτα που μοιάζει κάπως προοδευτικό, να φροντίζεις πρώτα να απολογείσαι ακόμη κι αν βρίσκεται εκτός θέματος. «Φυσικά και κακώς ανέβηκε η παράσταση, αλλά αφού ανέβηκε δεν έπρεπε να κατέβει». «Φυσικά και καταδικάζουμε τη βία και χέζουμε πάνω στους αλήτες τους τρομοκράτες, αλλά δεν έπρεπε και να κατέβει η παράσταση». Μια απολογία πάντα κάνει καλό. Ή έστω μια μίνι υπόκλιση στο γεγονός ότι την ατζέντα την θέτει το τηλεπαράθυρο και οι υπόλοιποι καλούνται απλά να συμφωνήσουν λίγο με τον Κικίλια, τον Καρατζαφέρη, τον Γεωργιάδη παίρνοντας βέβαια ελαφριές αποστάσεις ως προς τις διατυπώσεις. Έχουν κ ένα ντοκτορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρακαλούμε να συνεχιστούν οι σφαγές αλλά να έχουν πάρει πρώτα μια πιστοποίηση, ένα ISO, το κατιτίς τους τέλος πάντων.

Η απολογία είναι το κύριο πιάτο στο τραπέζι της θεσμικής αριστεράς εδώ και χρόνια.

Κατά τ΄ άλλα, οι ίδιοι άνθρωποι λένε τα ίδια πράγματα. Εδώ ο κόσμος καίγεται και πανηγυρίζουν για ένα κοινό δελτίο τύπου που δε σημαίνει τίποτα, «πάντως σημειώνει δυνατότητες».

Εντωμεταξύ ακόμη και στα πιο ανύποπτα μέρη κάποτε έχει ρεζερβέ – ποιος ξέρει κάποια δικαιολογία θα υπάρχει, πάντα υπάρχει και πάντα έχει κάποια βάση, αλλά και τι έγινε. Το ζήτημα είναι να μην αναπαράγεις το σκοτωμό ως μόνη δυνατή στάση ζωής.

Ο κόσμος μας έχει κάνει μια χαψιά. Μένουν κάτι χειρονομίες, ένα βλέμμα, η απελπισία ενός δικού σου ανθρώπου, η περιφρόνηση ενός δικού σου ανθρώπου, το γέλιο. Τα κείμενα, η γνώση ότι παρόλο που η πόζα και η περφόρμανς είναι πλέον ο κανόνας στην ανθρώπινη συμπεριφορά υπάρχουν θυμωμένοι τύποι, άκομψοι, τσαλακωμένοι που κάνουν λάθος πάντως κάτι κάνουν και δεν περιχαρακώνονται πίσω απ’ τα ίδια και τα ίδια και τη μόνιμη επωδό της εποχής: δεν γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει άλλη λύση. Ή η λύση είναι ξανά το κόμμα σου, το κομματάκι σου, η κομματάρα σου, νέα ή παλιά, μικρή σημασία έχει, που αναπαράγεται πάντως πάνω στην ίδια δομή, την ίδια λογική, τα ίδια βλέμματα. Έτσι δεν ανατρέπεται όχι κάποια πολιτική, αλλά ούτε μισό τελάρο σε λαϊκή.

Χρειαζόμαστε έναν λόγο που δεν ντρέπεται να μιλάει για ελευθερία, αντιθέτως επιθυμεί διακαώς να μιλήσει για αυτήν και δε φοβάται, παρά αρπάζει κάθε ευκαιρία.  Έναν λόγο όμως που να ντρέπεται όταν παίρνει ως δεδομένη την έννοια της ελευθερίας και την ταυτίζει με ένα ανέξοδο ποιηματάκι ή μια ανώδυνη προσκόλληση σε όσα τον έμαθαν δεκαετίες πριν. Να ντρεπόμαστε και λίγο όταν το μόνο που κάνουμε είναι να μαθαίνουμε να επιβιώνουμε (και να ξαναγεννάμε) μικροεξουσίες, ιεραρχιούλες και όλων των ειδών τις γραφειοκρατίες και τις βεβαιότητες.

Όλος ο τόπος είναι ένα αδιέξοδο, το θέμα είναι να πάρεις φορά και να πέσεις πάνω στον τοίχο που σου λέει ότι δε γίνεται αλλιώς, πρέπει να ξαναστρίψεις και να  επιστρέψεις σ’ αυτά που ήξερες. Ή ξέρω ‘γω μπορεί και αυτό που λέω να μη σημαίνει τίποτα και το θέμα να είναι απλά να μην απολογείσαι όταν υποστηρίζεις τη ζωή και την ελευθερία, να μην ξεφτιλίζεσαι για το τίποτα, για να χωρέσεις και συ στη χορεία των υπερασπιστών της αιματηρής πραγματικότητας.

Δεν είναι η ήττα το οικονομικό μοντέλο που ακολουθείται, είναι η αποδοχή της ιδέας ότι αν κάποιος σου κοστίζει λιγότερο νεκρός ή τσακισμένος, είναι λογικό να στέκεσαι και να τον βλέπεις να βασανίζεται μέχρι τελικής πτώσης. Αρκεί να σωθείς εσύ, μόνος, γατζωμένος στη ζωή από όλες σου τις υπαναχωρήσεις.

3 Σχόλια

Filed under ασυναρτησίες

πονόκοιλος

Ξαφνικά μες τη νύχτα ανοίγει τα μάτια. Ένας περίεργος πόνος. Ακόμη δεν ξέρει πόσο δυνατός είναι. Είναι πολύ δυνατός. Ακόμη δεν μπορεί να περιγράψει που ακριβώς χτυπάει ο πόνος. Ο πόνος διαχέεται θα έλεγες σε όλο το περίβλημα της κοιλιάς, στο εσωτερικό τοίχωμα απ’ τα δεξιά ως τα αριστερά, παντού. Μάλλον το κέντρο και η αρχή του εντοπίζεται κάπου κάτω απ’ τον αφαλό. Πρώτη φορά νιώθει τέτοιο πόνο. Δεν σκέφτεται, δεν θέλει να το σκεφτεί ιδιαίτερα. Σηκώνεται προσεχτικά να μην την ξυπνήσει και πάει στην τουαλέτα. Νομίζει πως τον λούζει κρύος ιδρώτας, αλλά δεν τον λούζει, νομίζει πως θέλει να χέσει, αλλά δε χέζει. Ύστερα νομίζει πως ζαλίζεται, πως θα κάνει εμετό. Ο πόνος επιμένει, ο πόνος δυναμώνει.

Επιστρέφει στο κρεβάτι, το μόνο που κατάφερε ήταν να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο, λες και η δροσιά είναι το αιώνιο και διαρκές φάρμακο. «Άνοιξε το παράθυρο να σε φυσήξει λίγο ο αέρας. Βάλε το κεφάλι σου κάτω από το ντους, θα νιώσεις καλύτερα.»

Ξαπλώνει. Ο πόνος δυναμώνει. Σκέφτεται. Πως χτυπάει η σκωληκοειδίτιδα; Πως νιώθει κανείς ένα ξαφνικό κρύωμα; Πως σκάει το έλκος; Πως τρυπάει το στομάχι απ’ την κοκακόλα; Ποιο είναι το επόμενο βήμα απ’ την καούρα από ουίσκι; Πως ανταποκρίνεται κάποιος στο άκουσμα μιας βαριάς και απροσδόκητης ασθένειας; Πως πονάει τόσο κανείς;

Τώρα κρυάδες. Κρυάδες και ρίγη. Το μυαλό κάνει τα δικά του. Είναι τέσσερις η ώρα. Ποιο νοσοκομείο να εφημερεύει τέτοια ώρα; Πως πάει κανείς στο νοσοκομείο; Μπορεί να οδηγήσει; Αν καλέσεις ασθενοφόρο πόση ώρα κάνει και άραγε μπορεί αυτή η ώρα να αποβεί μοιραία; Μπορεί να αποβεί μοιραία η δικιά του καθυστέρηση, το να σκέφτεται και να μην πηγαίνει στο νοσοκομείο. Καμιά φορά το να σκέφτεσαι μπορεί να σε σκοτώσει. Καμιά φορά το να σκέφτεσαι σε εμποδίζει να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι του πόνου.

Και ποιο νοσοκομείο θα εφημερεύει; Πόση ώρα θα περιμένει; Πως και με ποιον θα συνεννοηθεί; Που έχει το βιβλιάριο; Έχει βιβλιάριο; Το 5ευρω ισχύει; Το 25ευρω ισχύει; Πόσα λεφτά έχει;

Εντωμεταξύ ο πόνος επιμένει. Την ξυπνάει, της εξηγεί, τον σκεπάζει καλύτερα. Τον ρωτάει, αλλά αυτός δεν μπορεί να περιγράψει με σαφήνεια.

Σκέφτεται ότι αυτό είναι ο άνθρωπος, αυτό είναι αυτός. Περπατάς ένα πρωί το δρόμο σου, στρίβεις τη γωνία και πέφτεις κάτω νεκρός, σωριάζεσαι, πέφτεις κανονικά, χωρίς ιδιαίτερο δράμα σαν ένα αντικείμενο που κούνησε η γάτα στη βιβλιοθήκη.

Κι άμα πέσει τι; Τίποτα το ιδιαίτερο, απλά δε θα πάει απ’ την εφορία που είχε προγραμματίσει να ρωτήσει για εκείνη την καθυστέρηση, δεν θα δει το μπάσκετ το βράδυ, δεν θα ξαναδεί μπάσκετ, δεν θα ξαναπάει για καφέ, για ουίσκι, για κονιάκ, για μπύρες, δε θα διαβάσει Γκόρπα, τα παλιά του Αρανίτση, έναν ακόμη Ντελίλλο, το επόμενο του Παπαμάρκου, ένα ακόμη του Κόνραντ, δε θα ξαναδεί το κορίτσι γυμνό στη θάλασσα, δε θα ξαναδεί άλλα κορίτσια γυμνά στη θάλασσα, δε θα τον περιμένουν τα ζώα πίσω απ’ την πόρτα, δε θα ξανακλείσουν για αυτόν τα φώτα στο σινεμά, δε θα δει την επόμενη σεζόν orange is the new black που προμηνύεται τόσο καλή, δε θα φύγει για καλοκαίρι και δε θα ξαναγυρίσει, δε θα ξαναφάει φασολάδα, δε θα πιστέψει εντελώς σοβαρά ότι από αύριο ξεκινάει ξανά η ζωή του και θα είναι εντελώς διαφορετικά, δε θα ξαναδεί τη Naturelle με το ασημένιο φόρεμα και τον Ρέι Άλλεν με τον Ντένζελ Γουάσινγκτον, δε θα ξανακούσει το «πέφτει μια βροχή» και το «don’t it let it bring you down» και το  «σκότωσέ με» (τραγική ειρωνεία), δε θα ξαναφτάσει στο χωριό, δε θα ξαναβάλει το αγαπημένο του παλτό, εντέλει – και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο – δε θα ξαναπροσέξει μην τρίξει η πόρτα και την ξυπνήσει.

Κι όλα αυτά κι άλλα τόσα βεβαίως με ένα απλό στρίψιμο στη γωνία. Να εκεί που περπατάς, στρίβεις και σωριάζεσαι. Περνάνε λίγα δευτερόλεπτα και φεύγεις ανέτοιμος και ατακτοποίητος, με μισόλογα, ασήμαντα άγχη και αγωνίες. Τι παραπάνω ήθελες να είχες γράψει, να είχες πει; Αυτό που ήθελες και τελικά δεν είδες θα σε στοιχειώνει καθώς διανύεις την απόσταση από το ύψος σου σε αυτό του πεζοδρομίου. Κι αν εκείνα τα τελικά δευτερόλεπτα αποκτήσεις εκείνο το βλέμμα που έψαχνες και απέφευγες ταυτόχρονα; Κρίμα να κρατήσει τόσο λίγο, αλλά κρίμα και δίκαιο και άδικο την ίδια στιγμή.

Αλλά όπως και να το κάνουμε, η σκέψη του θανάτου τη στιγμή ενός πονόκοιλου, όσο έντονος κι αν είναι αυτός, είναι γραφική, αν όχι και εντελώς ψεύτικη. Γιατί τώρα του γινόταν φανερό ότι ακόμη και την ώρα του πόνου, ο εαυτός καταφεύγει στο αόρατο πάλκο. Σκηνοθεσίες και σενάρια, ό,τι χρειαστεί, για να μη διαταραχτεί η νορμαλιτέ που προκαλεί τους πονόκοιλους και τους κρύους ιδρώτες και τα ασήμαντα άγχη και βέβαια αμέσως μετά τη φιλοσοφική αποδόμηση των προηγούμενων και την υποτιθέμενη διαύγεια που κάποτε θα οδηγήσει σ’ ένα σοφό βλέμμα, αλλά πάντως όχι στο να πας αντίθετα στο μονόδρομο.

Εκτός από πόνο λοιπόν, διαθέτουμε και νεύρα. Σχεδόν το είπε δυνατά, καθώς βολεύτηκε καλύτερα σε ανάσκελη πάντα στάση.

Λευκέ προνομιούχε μαλάκα με τις δήθεν υπαρξιακές ανησυχίες, σταμάτα να τρέμεις κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Κι άμα σωριαστείς καθώς στρίβεις στην επόμενη γωνία, σωριάστηκες. Κι άμα τελειώσουν όλα κι εσύ νιώσεις το τελευταίο δευτερόλεπτο, ότι ήθελες λίγο ακόμη, ότι μπορούσες λίγο ακόμη, ότι είχες κάτι ακόμη να κάνεις, δεν έγινε και τίποτα, απλά τελείωσαν όλα. Εντωμεταξύ, αν υποθέσουμε ότι ο αόριστος φόβος είναι η άλλη όψη της δίψας για ζωή, ίσως πρέπει να δοκιμάσεις να κοιμηθείς μπρούμυτα, να πορευτείς ανάποδα, να στρίψεις στην αντίθετη γωνία, να διαβάσεις έναν Κόνραντ, να ξαναδείς τη Naturelle και να προσέξεις να μην τρίξει η πόρτα.

Όλοι κάποτε ξεγελιούνται, ακόμη και ο φόβος, ακόμη και ο θάνατος ο ίδιος και άλλωστε, ας σοβαρευτούμε, αυτός ο πονόκοιλος προφανώς συνδέεται με το ότι βγήκες έξω στο κρύο με βρεγμένα μαλλιά και λεπτό μπουφάν.

Αυτό το τελευταίο τον καθησύχασε κάπως και μπόρεσε να παρατηρήσει ότι ο πόνος, αν και ακόμη κάπως έντονος, είχε σταθεροποιηθεί εκεί κάτω απ’ τον αφαλό και δεν απλωνόταν σε όλη την κοιλιά. Ηρέμησε ακόμη περισσότερο, τόσο που δεν άργησε να αφήσει κατά μέρος τον τρόμο του θανάτου και να πιάσει το ροχαλητό. Δίπλα του εκείνη, στριφογυρνούσε και σκεφτόταν, μήπως έπρεπε να πήγαιναν στο νοσοκομείο, μήπως έπρεπε να επιμείνει, μήπως έπρεπε να αφήσει την ανησυχία της να πάρει τα ηνία. Το ροχαλητό του όμως την έπεισε κι αυτή, η οποία σιγά σιγά ξανανύσταξε πια, αναλογιζόμενη την ιδέα του πόνου. Τι είναι κι ο άνθρωπος όμως, εκεί που κοιμάσαι όμορφα και γλυκά, ξαφνικά ξυπνάς και τρέμεις, ζαλίζεσαι, σφάζεσαι από μέσα. Με αυτή τη σκέψη ενώθηκαν τα δύο ροχαλητά σε μία κρεβατοκάμαρα και η ζωή από αύριο ξαναρχίζει. Σκληρή και πολλά υποσχόμενη.

4 Σχόλια

Filed under μικρές ιστορίες

θα σου κόψω το χέρι

Καμιά φορά εκεί που προχωράς δέχεσαι μια σφαίρα στον κρόταφο και πέφτεις νεκρός. Την επόμενη μέρα μαθαίνεις απ’ την εφημερίδα ότι κανείς δεν πυροβόλησε, κανείς δεν κράτησε το πιστόλι. Καμιά φορά πέφτεις νεκρός από σφαίρα και όλοι λένε ότι κανείς δε σε σκότωσε.

*

Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν ανήκουν στην Ελλάδα. Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν ανήκουν στο Σύριζα. Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν ανήκουν στην Ευρώπη.

Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν ανήκουν στο Σύριζα.

Γιατί ο Τσίπρας ντρέπεται για την Ευρώπη Φρούριο και

γιατί το τμήμα δικαιωμάτων του Σύριζα έβγαλε ανακοίνωση κατά του φράχτη και

γιατί ο Μουζάλας είπε ότι το σωστό είναι να μην υπάρχει φράχτης.

Το σωστό είναι το σωστό, αλλά και τι μπορεί να γίνει, οι φράχτες δεν πέφτουν έτσι, επειδή είναι σωστό ή επειδή προκαλούν νεκρούς. Θα πρέπει να εστιάσουμε στις ευρωπαϊκές διαδικασίες και στη γραφειοκρατία και στην Αυστρία που θέλει να κλείσει τα σύνορα με τη Σλοβενία με το φράχτη.

Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν ανήκουν στον Παπουτσή και στο πασοκ και στον αρχηγό της αστυνομίας και στον υπουργό δημοσίας τάξης και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στους φασίστες με τα φουσκωτά που κάνουν πλιάτσικο μισοπέλαγα.

Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν ανήκουν σε κανέναν.

Δεν έχουν όνομα, μνήμη, παρελθόν ή τάφο. Δεν έχουν ασημένια κορνίζα με χαμόγελο και ανάστημα. Δεν έχουν κηδεία στο νεκροταφείο Βύρωνα και στο Σχιστό. Δεν έχουν σερβίρισμα ελληνικού και κονιακάκι άθλιο σε σφηνάκι. Δεν έχουν βόλτες στη Λεωφόρο Συγγρού βραδιάτικα και δεν έχουν αγωνία ποιο είναι το καλό σουβλατζίδικο στην καινούρια γειτονιά και δεν έχουν αγωνία πως θα φιλήσουν την απέναντι στο μπαρ και δεν έχουν αγωνία πότε θα περάσει το λεωφορείο και αν θα βρέξει σήμερα, να απλώσουν ή όχι ρε γαμώτο. Δε θα συμμετάσχουν στη συζήτηση για το ότι το τζέιμσον είναι καλύτερο από το χέιγκ και ότι το τουλάμορ είναι καλύτερο από το τζέιμσον και πως το λένε το καταραμένο, τούλαμορ ή τάλαμορ, πάντα ντρέπομαι να το ζητήσω και πάντα με ρωτάνε ορίστε, τι είπατε; Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν έχουν τσακωμούς με τη μάνα τους και δισταγμούς για το τάδε μεταπτυχιακό στο Πάντειο και τι νόημα έχει. Δεν έχουν να περιμένουν Δευτέρα πρωί να βγει το καινούριο walking dead και δεν έχουν χανγκόβερ και δεν έχουν αγωνία να βγουν οι εξετάσεις ενός φίλου. Δεν έχουν αγωνίες για το αν θα πετύχουν ερημική παραλία και φτηνή ταβέρνα τον Ιούλιο. Δεν έχουν μια αγκαλιά και δεν έχουν ένα χωρισμό της προκοπής και δεν έχουν ούτε μέλλον, ούτε αύριο, ούτε σήμερα.

Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν έχουν τίποτα, μόνο ένα ανώνυμο παγωμένο θάνατο και μια κυβέρνηση, μια χώρα, μια ήπειρο να λέει «δε σας έπνιξα εγώ».

Κι όμως είναι το χέρι αυτής της κυβέρνησης και αυτής της χώρας και αυτής της ηπείρου που τους κρατάει το κεφάλι κάτω απ’ την επιφάνεια, με επιμονή και ευαισθησία, με ανυποχώρητη μανία και με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τις διαδικασίες.

Οι πνιγμένοι του Αιγαίου δεν ανήκουν στον Σύριζα.

γιατί ο Τσίπρας πήγε κάποτε στη Γένοβα και

γιατί εδώ είναι αριστερή κυβέρνηση και

γιατί εδώ το κόμμα στενοχωριέται συνέχεια, είναι χάλια.

Οι πνιγμένοι του Αιγαίου, αν δεν ήταν πνιγμένοι του Αιγαίου θα ήταν τόσοι πολλοί και θα ήταν τόσο ακριβοί, που να τα ‘χαμε όλα αυτά τα λεφτά να τα δώσουμε σε συντάξεις. Βέβαια δε θα τα δώσουμε σε συντάξεις, δεν μας έπιασε κι ο πόνος. Άλλωστε οτιδήποτε το ανθρώπινο μας είναι ξένο. Εδώ βασιλεύουν αποκλειστικά και κατά σειρά οι εξής έννοιες οι οποίες είναι και οι μόνες αληθινά υπαρκτές:

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ, ECONOMIST, ΙΣΟΔΥΝΑΜΑ.

*

Και όποιος, όλο αυτόν τον καιρό, έσωσε έναν άνθρωπο απ’ τη θάλασσα ή βοήθησε σε μια δομή αλληλεγγύης ή απάντησε σ’ ένα ρατσιστικό παραλήρημα ή δεν νομιμοποίησε τις δολοφονίες ή έκανε μια κατάληψη ή έδωσε απ’ τους δύο χιτώνες τον ένα ή και τους δύο, θα είναι για πάντα λίγο πιο ελαφριά η ψυχή του κι ας έχει να σηκώσει όλο το βάρος του κόσμου και να κρατήσει μέσα του τη μνήμη τόσων δολοφονιών.

*

Καμιά φορά δεν πρέπει να ακούς τις εφημερίδες κι ας λένε ότι κανείς δε σε πυροβόλησε. Εσύ ξέρεις πως έπεσες νεκρός από σφαίρα και υποψιάζεσαι μάλιστα και τον τύπο που κρατούσε τον όπλο. Να βρεις αυτό το χέρι και να το κόψεις. Να βρεις αυτόν το φράχτη και να τον ρίξεις. Να βρεις τα μισόλογα και να τους τα τρίψεις στη μούρη. Να βρεις τις δικαιολογίες και τις νομιμοποιήσεις και τις ρητορικές και τα ναι μεν αλλά και να τα ξεσκίσεις.

Να βρεις αυτό χέρι και να το κόψεις, ναι να το βρεις αυτό το χέρι, αυτό το χέρι που ευθύνεται για τους πνιγμένους του Αιγαίου. Δεν είναι αόρατο, κρατάει μικρόφωνο και χαρτιά με διεθνείς υποχρεώσεις και υπομνήματα για διαπραγματεύσεις. Να το βρεις και να το κόψεις. Και όταν θα πέφτει ο φράχτης να κλαις, να πενθείς γιατί θα ‘ναι η κηδεία, η αφιέρωση, η μνήμη και η σκέψη αυτών που δεν πρόλαβαν να έχουν, όλων αυτών, όλων των πνιγμένων ανθρώπων στο Αιγαίο.

5 Σχόλια

Filed under με λύσσα & εν βρασμώ ψυχικής ορμής

αποχαιρετισμός

δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω γνώση, δεν έχω συγκρότηση. Μ’ αρέσει να γενικεύω και να ισοπεδώνω. Δεν γράφω πολιτικά κείμενα. Τα παρακάτω δεν επιδέχονται σοβαρή συζήτηση.

Όπου αριστερά= η επίσημη αριστερά, όχι οι άνθρωποί της.

***

Κάντε μια βόλτα σ ‘ένα δημόσιο νοσοκομείο, εκεί κατά τις 9 το βράδυ.

Έχει καταλάβει η αριστερά ότι το ελληνικό κράτος έχει καταρρεύσει σχεδόν ολοκληρωτικά; Αν ναι, έχει επηρεάσει σε κάτι τη σκέψη της, την οπτική της και την (όποια) πρότασή της αυτή η διαπίστωση. (ή η εθνικοποίηση τραπεζών/διαγραφή χρέους/παραγωγική ανασυγκρότηση είναι ο παπάς που θάβει όποιον βρει μπροστά του). Έχει καταλάβει η αριστερά ότι η κοινωνία επίσης έχει καταρρεύσει;

Μιλάω πάντα για την αριστερά εκτός κυβέρνησης. Η άλλη δεν μας απασχολεί, πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει τίποτα να πεις. Άλαλα τα χείλη των τηλεθεατών.

δύο θεωρίες για τη σωτηρία.

δύο θεωρίες για τη σωτηρία.

*

Γράφει ο Φανόν:

«το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο ιθαγενής είναι να μένει στη θέση του, να μην περνάει τα όρια. Γι’ αυτό τα όνειρα του ντόπιου είναι όνειρα μυώδη, όνειρα δράσης, όνειρα επιθετικά. Ονειρεύομαι πως πηδώ, πως κολυμπώ, πως τρέχω, πως σκαρφαλώνω. Ονειρεύομαι πως σκάω στα γέλια, πως περνάω το ποτάμι με μια δρασκελιά, πως με κυνηγάνε κοπάδια αυτοκίνητα που δεν θα με φτάσουν ποτέ. Κατά τη διάρκεια της αποικιοποίησης ο αποικιοκρατούμενος δεν παύει να απελευθερώνεται ανάμεσα στις εννιά το βράδυ και στις έξι το πρωί».

Κακό πράγμα οι αναλογίες, ειδικά οι χοντροκομμένες. Αλλά αν παίζουμε το ρόλο του ντόπιου και η αποικιοποίηση παριστάνει τον καπιταλισμό σήμερα, θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι η αριστερά παίζει το ρόλο εκείνου του ψυχιάτρου που όχι μόνο μας λέει ότι είναι φυσιολογικό και υγιές να απελευθερωνόμαστε μόνο στον ύπνο μας, αλλά ότι αυτό είναι και το μοναδικό ενδεχόμενο. Και δεν μιλάω σε σχέση με το μνημόνιο – αντιμνημόνιο, αλλά γενικότερα για το πώς ζούμε.

*

Δεν έχω καταλάβει τι προτείνει η αριστερά πρακτικά. Πέρα απ’ την εθνικοποίηση των τραπεζών και την παραγωγική ανασυγκρότηση (που εγώ δεν ξέρω τι είναι και τα δύο) τι προτείνει συγκεκριμένα για το εδώ και τώρα στη ζωή μας. Ποια είναι η αλλαγή που ονειρεύεται σήμερα, όχι στο επέκεινα. Τι προτείνει στους ανθρώπους σήμερα, όπως είναι τα πράγματα; Έχει κάτι να πει; Λέει πήγαινε δούλεψε όπου λάχει κι αν οι συνθήκες δεν είναι σωστές, συνδικαλίσου; Κι ύστερα περίμενε να πιάσουν τόπο οι ρωγμές στην Ευρώπη (λολ) ή να έρθει η ώρα που θα έχει νόημα το να βγούμε απ’ την Ε.Ε. γιατί τώρα δεν γίνεται τίποτα έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν κάνουμε είμαστε καταδικασμένοι; Τι προτείνει η αριστερά για την καθημερινή ζωή; Δουλειά στα πάμπλικ για 400€ και συναυλία Μποφίλιου (ή έτερου έντεχνου) το βράδυ στο σταυρό του νότου με τιμές μπουζουξίδικου; Πως προτείνει να περάσουμε τις μέρες και τις νύχτες μας; Με υπομονή και συμμετοχή στις πορείες της ΓΣΕΕ; Με υπομονή και συμμετοχή στις εθνικές εκλογές; Με υπομονή και συμμετοχή στις κοινωνικές δομές; (εδώ ένα χμ. Γιατί όλα καλά με τις κοινωνικές δομές αλλά όταν αρχίζει η σοβαρή κουβέντα για τους αριστερούς το ξαναγυρνάνε στις εθνικοποιήσεις τραπεζών, οπότε τα εγχειρήματα αλληλεγγύης κλπ είναι κυρίως παραδείγματα του φρονήματος του «λαού» μας και ωραίες κινήσεις μέχρι να γίνουν εκλογές. Εκεί υποτιμάται διαρκώς η πολιτική σημασία τους και τις κοιτάμε κυρίως από κοινωνική σκοπιά, από τη σκοπιά της δημιουργίας κουλτούρας ή κάτι ακόμη χειρότερο: από τη σκοπιά του κυβερνώντος που λέει: κάντε εσείς δομές και θα συνεργαστούμε, θα καλύψετε τα κενά, εκεί που εμείς δεν τα καταφέρνουμε λόγω έλλειψης πόρων. Κι όμως οι διάφορες δομές αλληλεγγύης υπαινίσσονται κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτά).

Για να επανέλθω, τι προτείνει η αριστερά στην καθημερινή ζωή; Πως προτείνει να ανταπεξέλθουμε στις βασικές αντιφάσεις του καπιταλισμού; Τι προτείνει να επιδιώξουμε για την επιβίωσή μας; Πως βλέπει την εργασία μας; Πως μετράει το ψυχικό κόστος;

Για την αριστερά έχει εντέλει σημασία το να ζούμε έτσι ή αλλιώς;

*

Πόσο σημαντικό είναι ότι σκοτώνονται καθημερινά μετανάστες στις ακτές της χώρας; Όχι τόσο σημαντικό όσο το  ποιος πρόδωσε ποιον, η λαε τον τσίπρα ή ο τσίπρας το όχι. Είναι αρκετά σημαντικό ώστε να κάνουμε απεργία; Είναι αρκετά σημαντικό ώστε να παραλύσει η χώρα; Είναι αρκετά σημαντικό ώστε να είναι προτεραιότητα; Είναι αρκετά σημαντικό ώστε να έρθει σε δεύτερη μοίρα η προεκλογική περίοδος ή έστω να τεθεί το θέμα ως πρωταρχικό σε αυτή; (και δεν εννοώ βέβαια να τεθεί ως θέμα ασφάλειας).

Είναι αρκετά σημαντικό ώστε να πάει η αριστερά να ρίξει το φράχτη στον έβρο; Όχι πιέζοντας και αναμένοντας και περιμένοντας μια κυβερνητική απόφαση, αλλά με τα ίδια της τα χέρια.

Τελικά πόσοι χωράνε σ’ αυτόν τον τόπο; Έχουμε καταλήξει στο νούμερο;

*

Είναι σημαντικός λόγος να χαιρόμαστε αν ένας αριστερός βουλευτής τα χώνει σ’ ένα αβγό στη βουλή ή τους τα λέει στα ίσα στους διαδρόμους του κοινοβουλίου; Γενικά ποια είναι η πρόταση (η πρακτική) της αριστεράς για τα αβγά; Το 2012 τα αβγά χτυπούσαν αριστερούς ανθρώπους προεκλογικά και υιοθετήθηκε η στάση δεν απαντάμε για να μην τροφοδοτήσουμε τη θεωρία των δύο άκρων. Η στάση αυτή κρίνεται πετυχημένη; Όλο τον προηγούμενο καιρό η αριστερά αναρωτήθηκε αν πέρα απ’ την καταγραφή και το δελτίο τύπου, υπάρχει κάτι περισσότερο να κάνει για τους μετανάστες που απειλούνταν, που κυνηγιούνταν και κάποτε σκοτώνονταν; Υπήρξε ανάγκη να προστατευτούν οι πλέον αδύναμοι της ιστορίας αυτή τη στιγμή;

Σήμερα στη δίκη των αβγών η στάση της αριστεράς πως κρίνεται, ειδικά και με βάση τα νέα στοιχεία που έχουν προκύψει;

*

Μου κάνει εντύπωση ότι σε κάθε συζήτηση για το τι συμβαίνει και πώς να το αντιμετωπίσουμε, η αντίδραση των περισσότερων αριστερών (κομματικοποιημένων χαλαρά ή στενά) ανθρώπων μοιάζει να απαντάει όχι στο πως θα ζήσουμε αλλά στο πως θα πετύχουμε την ενότητα της αριστεράς. Με τον ίδιο τρόπο η απάντηση στο τι έχει πάει λάθος ως προς τις αντιστάσεις τα τελευταία χρόνια, είναι ότι αν είχαμε πει κάτι διαφορετικό προεκλογικά (πχ. έξω απ’ την Ε.Ε.) όλα θα ήταν καλύτερα. Λες και το πρόβλημα ήταν μια μικρή ή μεγαλύτερη ρύθμιση στο πρόγραμμα, μια εξαγγελία διαφορετική και όλα θα λύνονταν μαγικά. Ο κόσμος θα ψήφιζε το *σωστό* πρόγραμμα, αυτό επιτέλους θα εφαρμοζόταν και όλοι θα ήμαστε ευτυχισμένοι και αυτάρκεις. Η επιβίωση της εργατικής τάξης (καταχρηστικά χρησιμοποιώ τον όρο) όμως δεν ταυτίζεται με την ενότητα της αριστεράς ή τουλάχιστον όποιος το υποστηρίζει θα πρέπει να το αποδεικνύει με σημερινά επιχειρήματα και όχι με ιστορικές αναλογίες. Επίσης η απάντηση στο πως θα ζήσουμε δεν ταυτίζεται με την απόσταση του προγράμματος ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

*

Συζητάμε διαρκώς από την ανάποδη. Έχουμε πέσει σε μια λακκούβα και αναπαράγουμε την οπτική του πρετεντέρειου κόσμου. Για κάθε νόμο, για κάθε μέτρο, για κάθε ρύθμιση συζητάμε πως θα βρεθούν τα λεφτά, πως θα βρεθούν τα ισοδύναμα, πως θα πειστεί η τρόικα, πως θα λειτουργήσει το κράτος, πως θα πειστούν οι εργοδότες, πως θα είναι βιώσιμο το πράγμα και για τους εργοδότες. Δεν είμαστε εδώ για να συζητήσουμε τη ζωή με όρους κένεντι. Δεν είμαστε εδώ για να φροντίσουμε να πάνε όλα καλά για το κράτος, για τους εργοδότες και παρεμπιπτόντως και για μας. Όταν λέμε ότι θέλουμε μεγαλύτερους μισθούς, δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι να μπαίνουμε στη λογική να βρούμε τι θετική συνέπεια θα έχει αυτό για το κράτος ή τον επιχειρηματία. Δε ζητάμε καλύτερους μισθούς για να λειτουργήσει το σύστημα καλύτερα, αλλά για να ζήσουμε εμείς. Δεν μπορεί να μας απασχολεί το περιθώριο κέρδους του επιχειρηματία ή οι δύσκολες αποφάσεις μιας όποιας κυβέρνησης. Δεν μπορεί να μας απασχολεί το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε. ή διεθνείς σχέσεις της χώρας για να ζητήσουμε να πάρουν χαρτιά όλοι οι μετανάστες. Εμείς δεν είμαστε κάποιοι που βρίσκονται έξω και μακριά, σε απόσταση από τον κόσμο, για να ζητάμε τρόπους να γίνει λειτουργικός (και για μας, για τους άλλους ήδη είναι) ο ελληνικός καπιταλισμός. Εμείς παλεύουμε για τα δικαιώματά μας ή για τη ζωή μας, έτσι κι αλλιώς και δίχως δεύτερες σκέψεις, δίχως αυτό που θέλουμε να συναρτάται από τις υποχρεώσεις της χώρας και τις απαιτήσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής. Είμαστε η εργατική τάξη, όχι οι ισορροπιστές του συστήματος. Δεν μπορούμε να πορευόμαστε εσωτερικεύοντας το «αυτό δεν γίνεται» των αφεντικών.

 

IMG_3694

*

Στο σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας αναφέρεται ένα περιστατικό. Σ’ ένα εργοστάσιο παραγωγής μπύρας γίνονται κάποιες απολύσεις. Οι εργάτες απεργούν. Η απόφαση για τις απολύσεις όμως δεν αλλάζει. Οι εργάτες παίρνουν τα όπλα, μπουκάρουν στα μπαρ της Βαρκελώνης και απαιτούν να μην πωλείται η συγκεκριμένη μπύρα μέχρι να ανακληθούν οι απολύσεις. Οι εργάτες επαναπροσλαμβάνονται.

*

Σε ποιο επιχείρημα στηρίζεται η ιδέα ότι ο αγώνας δίνεται με μια μεγάλη διαδήλωση έξω απ’ τη βουλή τη μέρα της ψήφισης ενός νομοσχεδίου και όχι με μια απεργία που προσπαθεί να επιβάλλει πχ. αύξηση μισθών ασχέτως του που βρίσκεται η ρημάδα η διαπραγμάτευση;

*

Υπάρχει δυνατότητα αριστερής διακυβέρνησης στον δυτικό κόσμο αυτή τη στιγμή as we speak; Και σε τι συνίσταται αυτή;

*

Ως πότε η αριστερά θα τραγουδάει τραγούδια διώξεων και αγώνων παλιότερων χρόνων παπαγαλίζοντας από τηλεοπτικού άμβωνος ότι σήμερα δεν μπορεί να γίνει κάτι; Τι ήχος ακούγεται και τι νόημα βγαίνει όταν παίζεται το bella ciao σε κυβερνητική διαδήλωση; Τι νόημα παράγεται όταν ο Μικρούτσικος βγαίνει στο στην υγειά μας και καπάκι στη συναυλία για το «ΟΧΙ»;

Τι σημαίνει η συνάντηση Θεοδωράκη Τσίπρα και πότε σπάει το γραφικόμετρο;

Ως πότε η επίκληση της μακρονήσου θα αποτελεί άλλοθι για την απραξία για τα σημερινά στρατόπεδα συγκέντρωσης; Για την απραξία γενικά.

Είναι αστεία η αναφορά σε γουναράδικα από το βήμα της βουλής σε οποιαδήποτε συνθήκη;

Ως πότε κάθε φορά που θέλουμε να πολλαπλασιάσουμε το ακροατήριο θα μιλάμε για «εθνική αξιοπρέπεια»;

Ως πότε αρχηγός αριστερού κόμματος (βλ. Κουτσούμπας) θα λέει ότι δεν είναι σωστό να κλείσει το εργοστάσιο και να χαθούν οι δουλειές στις Σκουριές; Απλά πρέπει να γίνουν όλα με σεβασμό στο περιβάλλον. Έχει η οποιαδήποτε αριστερά αληθινή άποψη για το τοπίο, για το χώρο; Άποψη όχι για να γεμίζει τις εφημερίδες της, αλλά για να φτιάχνει την πολιτική της.

Ως πότε θα μιλάμε με την αόριστη και δραματική φράση «παραγωγική ανασυγκρότηση»;

Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα βουνά;

Ως πότε θα κάνουμε ότι δεν βλέπουμε το μέγεθος της καταστροφής;

Ως πότε θα περπατάμε αμέριμνοι πάνω στα ερείπια;

***

υγ. κυκλοφόρησε ένα κείμενο που ονομαζόταν «αποχαιρετισμός στην ελλάδα». Στη δυστοπία που έχει χτιστεί και που το πλήρες πορτρέτο της θα μας αποκαλύπτεται σιγά σιγά, η απάντηση ας μην είναι μονίμως μια άμυνα (να μην περάσει το ένα ή το άλλο, να υπάρχει μια αντημνημονιακή φωνή στη βουλή κλπ). η χώρα που ξέραμε έχει τελειώσει, καλώς ή κακώς. Το θέμα είναι πως βλέπουμε εμείς τη ζωή και πως την επιδιώκουμε, κυρίως εκτός του εκλογικού παραβάν.

15 Σχόλια

Filed under πολιτικές ασυναρτησίες

καλοκαιρινό Ι: κρινάκια, το λευκό και το μπλε

[Ως συνήθως, χύμα σημειώσεις, αυτή τη φορά όχι σε τετράδιο, αλλά στο κινητό.]

Ξεκινήσαμε με το ερώτημα αν υπάρχει ακόμη καλοκαίρι.

Η δραματική επικαιρότητα, η σκληρή στάση δηλαδή του ελληνικού κράτους και της Ε.Ε. απέναντι στους πρόσφυγες, ακόμη και για τους πιο τυφλούς ή αδιάφορους έδειξε ότι αυτό που ζούμε φυσικά και δεν είναι τα ίχνη μιας κάποιας «ανθρωπιστικής κρίσης», όπως ίσως θέλουν να πιστεύουμε όσοι νομίζουν ότι το πρόβλημα έπεσε απ’ τον ουρανό και «τι να κάνουμε, έχουμε τα δικά μας προβλήματα». Το Πεδίον του Άρεως ήταν αποκαλυπτικό και κατά τη γνώμη μου ο καθένας μπορούσε να βγάλει άπειρα πολιτικά και προσωπικά συμπεράσματα από την πρώτη κιόλας επίσκεψη. Δεν είναι της παρούσης να σκεφτείς ότι μετά από το Πεδίο του Άρεως ό,τι και να πεις για  αυτό το πράγμα που αυτοαποκαλείται «αριστερή κυβέρνηση» θα είναι λίγο. Αυτό το ποστ είναι καλοκαιρινό, μακριά από μας η πολιτική.

Ακόμη υπήρχε όλο το καλοκαίρι η ιδέα ότι αυτό που ακολουθεί μετά από τις όποιες διακοπές θα είναι απείρως χειρότερο απ’ ό,τι έχουμε φανταστεί. Η ιδιαιτερότητα του να ζεις χρεωμένος, εσύ κ οι φίλοι σου για καιρό, είναι ότι το χρέος αυτό διαρκώς μεγαλώνει, ρουφώντας όχι μόνο την όποια οικονομική δυνατότητα για κάτι άλλο, αλλά κυρίως την ψυχική δύναμη να αντιμετωπίσεις τον κόσμο στο σύνολό του. Η κατάργηση του μέλλοντος, η κατάργηση του οποιουδήποτε επιθυμητού ενδεχόμενου στην πραγματικότητά σου, συνιστά ένα χτύπημα πολύ βαρύ, αφού τελικά δεν μπορείς να ζήσεις πουθενά. Το τώρα είναι μια διαρκής αγωνία, το χθες έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να προσφέρει πολλά περισσότερα από λίγη νοσταλγία (που δεν είναι και πάντα ακριβώς βοηθητική) και το αύριο, όπως ξαναείπα, είναι ανύπαρκτο. Συνεπώς είσαι καταδικασμένος στη διαρκή υστερία του παρόντος.

Υπάρχει το άδραξε τη μέρα, υπάρχει και το αν βγάλεις κι αυτή τη μέρα, πάλι καλά να λες.

***

Έχοντας στο νου και τα παραπάνω, κάποιες στιγμές μάλλον έχασα τα λογικά μου, μ’ έπιασε κάτι και σκεφτόμουν σενάρια επιστημονικής φαντασίας.

Ήμουν στη θάλασσα και κοιτούσα το σωρό τα μαγαζιά που συνωστίζονταν πάνω στην παραλία. Καφετέριες – εστιατόρια – μίνι μάρκετ – μπιτς μπαρ – σκέτα μπαρ – ενοικιαζόμενα δωμάτια. Όλα αυτά τα λευκά σπιτάκια, κτιριάκια, μαγαζάκια κολλητά στο μπλε της θάλασσας. Το λευκό και το μπλε. Το λευκό και το μπλε. Και οι κολυμβητές. Και ο ήλιος πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Και ο απόηχος μιας μουσικής από ένα από τα λευκά σπιτάκια. Και οι τεντώστρες με τις ομπρέλες πάνω στο κύμα. Και ο φρέντο εσπρέσο 3,50 ευρώ σε πλαστικό.

Το λευκό και το μπλε.

Ποτέ ξανά δεν φαντάστηκα με τόση λεπτομέρεια ένα drone, μια ρουκέτα, μία έκρηξη, ένα μπαμ, μια καταστροφή, έναν μαύρο καπνό, το τέλος του λευκού και του μπλε.

Δεν υπάρχει ομορφιά που να έμεινε ανέγγιχτη από τη λαχτάρα αυτού του άπληστου και παμφάγου τρόπου ζωής. Το λευκό και το μπλε, αυτό το λευκό και αυτό το μπλε, είναι μόνο οφθαλμαπάτη, άλλοθι, ντροπή. Αλλά ο ποιητής συνεχίζει να μιλάει για το λευκό και το μπλε, σα να μην είμαστε εμείς οι ίδιοι άνθρωποι των λευκών σπιτιών που συνωστίζονται πάνω στην ακτή, οι ίδιοι ακριβώς που το μπλε μας είναι γεμάτο πτώματα.

Με τι καρδιά και τι βλέμμα βλέπουμε την ομορφιά; Κι είναι αυτή πια κάτι αόριστο, ασαφές, αιώνιο, πέρα απ’ τα ανθρώπινα;

***

DSC_0033

μπορεί κάποιος να μας πάρει και μας αφήσει σ’ αυτή την πλατεία. υπόσχομαι ότι θα πάψω να γκρινιάζω. (προσωρινά)

Είμαι υπερβολικός το ξέρω. Υπάρχει ακόμη κρυμμένο μπλε και λευκό, αθώο του αίματος. Και ο κυνηγημένος του χειμώνα χρειάζεται και αξίζει ένα διάλειμμα ομορφιάς. (Για να μπορεί μετά με άνεση να διαιωνίσει την ασχήμια, αλλά κι αυτό είναι ένα άλλο θέμα).

Επιστροφή καλύτερα στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας.

Είμαι σε παραλία της Μεσσηνίας, με φοβερά νερά και φοβερή άμμο και η παραλία έχει καταληφθεί κατά το ήμισυ από το συνολάκι ξαπλώστρα/ ομπρέλα/ σκαμποτράπεζο για φρέντο και κατά το υπόλοιπο ήμισυ από μόνιμες κατασκευές (τις τέντες κήπων που πουλάει το πράκτικερ) που έχουν τοποθετήσει οι ντόπιοι, δένοντας και με αλυσίδες στα στηρίγματα της τέντας, καρέκλες, παιχνίδια, σακούλες τζάμπο.

Φαντάζομαι με κάθε λεπτομέρεια την ομάδα των μαυροφορεμένων κουκουλοφόρων που κατεβαίνουν νύχτα στην παραλία με ένα τεράστιο φορτηγό. Με πριόνια και εργαλεία όλων των ειδών, κόβουν τις μόνιμες κατασκευές και διαλύουν τις προσωρινές. Τα απομεινάρια τοποθετούνται όλα στο φορτηγό και απομακρύνονται πριν ξημερώσει. Το πρωί, ντόπιοι και τουρίστες, καταστηματάρχες, αποικιοκράτες και αποικιοκρατούμενοι, σοκάρονται μπροστά στη θέα της άδειας παραλίας. Βουβαμάρα, άμμος και ελαφρύ κυματάκι.

Φαντάζομαι με κάθε λεπτομέρεια μια απόφαση που λέει ότι ο τουρισμός, εξωτερικός και εσωτερικός, σταματάει για δύο χρόνια. Δε με συμφέρει είμαι αθηνέζος*, αλλά δεν πειράζει. Για δύο χρόνια τίποτα, μέχρι το τοπίο και οι άνθρωποι να ‘ρθουν λίγο στα συγκαλά τους.

Αλλά αυτά είναι αυτά που είναι, δηλαδή φαντασίες και μάλιστα όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες. Το ερώτημα όμως παραμένει. Τι ακριβώς συνέβη αυτό το καλοκαίρι; Ή μάλλον, μπορέσαμε να δούμε καθόλου ομορφιά ή η πραγματικότητα το έκανε αδύνατο;

***

Θα πάρω τα λόγια του σφου Χρήστου σοβαρά, θα τον πιστέψω και θα δεχτώ ότι ναι, είδαμε ξανά τις τρίχες που ξάνθυνε ο ήλιος στα χέρια, το πίσω μέρος του λαιμού, στα σημεία που φυτρώνουν λίγες, εκεί φαίνεται όλη η τρυφερότητα με την οποία φέρεται ο ήλιος, τα μαλλιά που δείχνουν ότι ένας άνθρωπος προέρχεται από τη θάλασσα.

Κι είδαμε και τον κρίνο της θάλασσας. Την ακτή να αδειάζει αργά το απόγευμα, το αεράκι να μας ξαναγεννάει, το νερό να μας καταπίνει συμπονετικά. Το είδαμε το κρινάκι. Και μας είδε κι αυτό.

Ποιος ξέρει αν θα το ξαναδούμε ή αν η βαριά βιομηχανία της χώρας θα τα σαρώσει όλα τυφλωμένη από το κοινό όραμα δεξιών και αριστερών. Ανάπτυξη μέχρι τέλους, αυτός είναι ο φάρος που φέγγει μέχρι τα πέρατα του μπλε και του λευκού.

***

DSC_0111-001

«Συνεχίζουμε να πίνουμε, τίμιες μερίδες, μπουκάλια γενναιόδωρα, λογαριασμός σε δυσθεώρητα ύψη αλλά όλα εδώ πληρώνονται, τι ωραία που γυαλίζουν τα γόνατά σας στο σκοτάδι κορίτσια», έγραψε κάποια στιγμή ο ΚΚΜ. Στο σκοτάδι ναι, αλλά και στο φως.

***

Το καλοκαίρι κάτι γενέθλια, αλλά κυρίως κάτι θάνατοι όχι πολύ κοντινοί αλλά όχι και τόσο μακρινοί, επαναφέρουν το ζήτημα ότι το πικ (ας το πούμε) της ζωής ήταν, είναι αλλά δε θα ‘ναι για πολύ ακόμη στο εδώ και τώρα. Οι συζητήσεις για την ηλικία συνήθως δεν έχουν πολύ νόημα, παρά χρησιμεύουν για αυτομαστίγωση και επί τούτου μελαγχολία, αλλά και πάλι σκεφτόμουν όχι τόσο αν είμαι πια μεγάλος, μικρός ή κάτι το ενδιάμεσο, αλλά μάλλον σε τι συνίσταται αυτό το πικ του βίου, το οποίο ας πούμε ότι διανύουμε. Τι κάνει κανείς στο πικ; Δουλεύει περισσότερο από ποτέ; Βγάζει περισσότερα λεφτά από ποτέ; Δημιουργεί περισσότερο από ποτέ; Κάνει περισσότερες τρελές από ποτέ; Στρώνει το μέλλον; Βουτάει στις καταχρήσεις; Γίνεται άσωτος υιός ή προσεχτικός σχεδιαστής; Χαλαρώνει τώρα που μπορεί ή φορτσάρει σε όλα; Φεύγει για διακοπές τρώγοντας τα τελευταία δανεικά κι αγύριστα ή εργάζεται πυρετωδώς κυνηγώντας την προκοπή;

***

Δεν μπορώ να δώσω καμία απάντηση φυσικά. Σκέφτομαι μόνο ότι τώρα στο πικ, μπορώ να κάθομαι στην αυλή του χωριού ακίνητος για δέκα μέρες, μόνο με τα βιβλίο μου και καφέ. Ή ακόμη περισσότερο μπορώ να πηγαίνω στο καφενείο στο χωριό Πιτσινιάνικα στα Κύθηρα και να πίνω τη μία μπύρα πίσω απ’ την άλλη αλλά όχι με την αγωνιώδη ταχύτητα του αθηναίου, παρά με την βραδύτητα του ανθρώπου που βουλιάζει στο τοπίο και στις γουλιές.

Και τότε το ερώτημα θα επανέρχεται αλλιώς. Γιατί δε μένουμε ήδη στα Κύθηρα; Γιατί δε βιαζόμαστε περισσότερο να μείνουμε εδώ; Και η απάντηση δεν είναι τόσο πρακτική (τι δουλειά να κανείς), όσο θα πίστευε κανείς. Η απάντηση είναι κάπως πλαγίως πολιτική, αφού κι εκεί, στο ύστατο καταφύγιο, η επέλαση δεν σταματάει, δεν ανακόπτει τον καλπασμό της, δεν διστάζει να προαναγγείλει τον ερχομό της με σημαίες και με ταμπούρλα και με πινακίδες που γράφουν πάνω ΕΣΠΑ.

***

(..)μια νύχτα στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας

(..)μια νύχτα στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας

Ίσως ποτέ να μην το πίστεψα, γιατί δε με συνέφερε, αλλά η ομορφιά, αυτή η ομορφιά, πάει αγκαζέ με μια επιθυμία ελευθερίας. Κι όπως κάθε επιθυμία ελευθερίας, δεν μπορεί να αγοραστεί, να μπει σε πακέτο προσφοράς, να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, να διαφημιστεί ως διάλειμμα από την κανονικότητα.

Το επίδικο είναι μια άλλη κανονικότητα. Με κρινάκια, ξανθές τρίχες, χαμηλούς ρυθμούς και χωρίς πτώματα.

***

Πιστεύω ότι το επόμενο ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι το ζήτημα του χώρου. Δεν πρόκειται να μείνει εκατοστό αναξιοποίητο. Όπως εννοούν εκείνοι την αξιοποίηση. Δεν πρόκειται να μείνει χιλιοστό, τοπίου ή ανθρώπου, ελεύθερο. Ήδη, όπως ακούσαμε από διπλανή παρέα σε παραλία, τα καγιέν συνωστίζονταν στην άκρη ενός ημιάγνωστου χωριού, έξω από ένα καφενείο, χωρίς ταμπέλα ή τιμοκατάλογο. Θα πρέπει να δούμε το ζήτημα του χώρου με άλλη ματιά.

*δέχομαι τον θεσ/νικιώτικο όρο αφού οι βόρειοι φίλοι μου έχουν πάντα ένα τρόπο να μιλάνε, που με κάνει ζηλεύω τα ιδιώματα, τις λέξεις, τις παροιμίες. Κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω, νομίζω ότι η γλώσσα η ίδια έχει χιούμορ, φοράει κορδελάκια και καμιά φορά χορεύει από μόνη της.

| στο επόμενο: η μανία για τα πανηγύρια και το κυνήγι της αυθεντικότητας.

5 Σχόλια

Filed under παρατήρηση - σχόλιο - προεκτάσεις (απ' το δρόμο στο πληκτρολόγιο)

ας είμαστε ρεαλισταί

Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές. Να μην επιλέξουμε την καταστροφή, το ακαριαίο θάνατο. Να μην προτάσσουμε το θυμικό. Να σκεφτούμε, να στοχαστούμε, να ζυγίσουμε. Να πούμε ναι, γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική, γιατί η εναλλακτική είναι καταστροφική, γιατί η εναλλακτική είναι κομπογιαννίτικη, γιατί η εναλλακτική δεν είναι επαρκώς σχεδιασμένη και κοστολογημένη. Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές.

*

Πριν από το δημοψήφισμα σε ένα από τα φεϊσμπουκικά καλέσματα του ναι, γράφεται από κάποιον χρήστη: «Το καταλαβαίνουμε πως πολλοί πολίτες είναι σε απόγνωση αυτή τη στιγμή. Αυτό τι σημαίνει πως είναι απαραίτητο να διαλυθεί ολόκληρη η χώρα;». Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές. Οκ, βλέπουμε τους άστεγους, τους άνεργους, τους ανθρώπους που είναι σε απόγνωση. Αλλά αυτό τι σημαίνει; Αλήθεια, σωστή ερώτηση: Τι σημαίνει να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους;

Ή μάλλον, ας πάω ένα βήμα πιο πίσω. Πριν από την «περιπέτεια» του δημοψηφίσματος, βλέπαμε όλοι αυτούς τους ανθρώπους; Βλέπαμε όλοι την απόγνωση;

Και ξανά fast forward στο σήμερα. Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές, δηλαδή να μη διαλυθεί η χώρα, επειδή κάποιοι πολίτες είναι σε απόγνωση. Άρα καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές και όσοι δεν είμαστε ήδη σε απόγνωση να σώσουμε τους εαυτούς μας (ή τη χώρα τέλος πάντων). Συγνώμη, αλλά για τους ανθρώπους που είναι σε απόγνωση δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη. Ίσως μόνο ότι σε λίγο αυτοί θα είναι περισσότεροι.

*

Ο Άδωνις Γεωργιάδης αυτή η εντελώς συμβολική για την ελλάδα προσωπικότητα των τελευταίων ετών σχολιάζει κάπου ότι δεν δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει. Ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει. Το χέρι που σου δίνει 1500 χιλιάρικο, 800 ευρώ, 400 ευρώ, 200 ευρώ ή ένα κομμάτι ψωμί, δεν το δαγκώνεις. Το χέρι που σε ταΐζει το φιλάς. Να είμαστε ρεαλιστές. Να αφήσουμε τις αναλύσεις. Να αφήσουμε τις ξύλινες εκφράσεις: ταξική πάλη. Να αφήσουμε την απόπειρα να κατανοήσουμε τα συγκρουόμενα συμφέροντα εντός της κοινωνίας. Το χέρι του αφεντικού πρέπει να το φιλάμε. Αν μάλιστα είναι και εφικτό, καλό είναι να κουνάμε που και που και την ουρά μας.

*

λολ. Τα λένε και μόνοι τους.

*

εγχειρίδιο μνημονίου ή σύντομες οδηγίες για να είστε ρεαλιστές:
Στον κλάδο τουρισμού – επισιτισμού ο καλεσμένος στο πάνελ μας λέει ότι τα μικρά ξενοδοχεία/ενοικιαζόμενα δωμάτια κλείνουν ή τώρα μετά τα νέα μέτρα θα αναγκαστούν να κλείσουν ή έστω να μην κόβουν απόδειξη (ακόμη κι όσοι έκοβαν). Αντιθέτως ευνοημένες οι αλυσίδες μεγάλων ξενοδοχείων, με αυξημένη κίνηση και αυξημένο κέρδος από το 2010 και μετά. Οι δημοσιογράφοι στο στούντιο κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν και ρωτάνε στο όνομα του καταναλωτή: η αύξηση του ΦΠΑ θα μετακυλυθεί στους καταναλωτές; Καλεσμένος στούντιο: όχι, ο ιδιοκτήτης ξενοδόχος θα συμπιέσει το εργατικό κόστος. Από το 2010 και μετά ο μισθός των εργαζόμενων στον κλάδο έχει πέσει κατά 40 με 50%. Επίσης εντατικοποιείται η εργασία στον κλάδο, αυξάνονται ταυτόχρονα δηλαδή οι ώρες εργασίας.
Στεναγμός ανακούφισης στο πάνελ και συμπέρασμα: Ο απ’ έξω τουρισμός αυξάνεται και θα αυξηθεί (άνοδος στα all inclusive και στις μεγάλες μονάδες), ο εσωτερικός τουρισμός θα εξαφανιστεί (γιατί αν ταιριάζει κάτι με την εντατικοποίηση της εργασίας, αυτό είναι η αδυναμία ξεκούρασης ή διακοπών). Η εσωτερική υποτίμηση και η εντατικοποίηση θα αυξηθεί επίσης, μικρές επιχειρήσεις κλείνουν, οι αλυσίδες θα γνωρίσουν κ άλλη άνθηση.
Με άλλα λόγια σκοτωθείτε εσείς να δουλεύετε για να αυξηθεί το περιθώριο κέρδους των άλλων (ή όπως έγραφε ο Ιωακείμογλου, ιδού το επίδικο της διαπραγμάτευσης).

Στεναγμός ανακούφισης στο πάνελ: Η βαριά βιομηχανία της χώρας αντέχει. Όσο για τους εργαζόμενους ας το αφήσουμε για τώρα. Δεν είναι αυτοί το θέμα μας.

*

εδώ θα έμπαινε τουίτ παπαδημούλη, αλλά εντάξει κρίμα είναι ο άνθρωπος. Ξεφτιλίζεται τόσο πολύ μόνος του.

*

Ρεαλισμός. Οι διατάξεις που διευκολύνουν τις τράπεζες στον πλειστηριασμό είναι προαπαιτούμενα. Μα και τι θέλετε, να καταστραφούμε ακαριαία; Έτσι κι αλλιώς, δεσμεύτηκε ο κύριος πρωθυπουργός, θα την προστατεύσει την α’ κατοικία. Και άλλωστε καούρα έχουν οι τράπεζες να πάρουν τα σπίτια του κοσμάκη στον Κορυδαλλό, το Βύρωνα και τα Πατήσια. Τι να τα κάνουν;

Ας είμαστε ρεαλιστές. Ο πλειστηριασμός είναι απλά μία μέθοδος για να εξασφαλιστεί η προθυμία, η εργατικότητα και η εξάλειψη των υπερβολικών απαιτήσεων του εργαζόμενου και άνεργου πληθυσμού. Χρειάζονται μερικές ιδιαίτερες προϋποθέσεις για να εργαστεί κανείς για 200 ευρώ δέκα ώρες. Στα πλαίσια του ρεαλισμού θα επανεξετάσουμε τα εργασιακά δικαιώματα και την ιδεοληψία της ιδιοκατοίκησης.

Η Ελλάδα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική.

*

Ας είμαστε ρεαλιστές και ας κανιβαλίσουμε τους εσωκομματικούς αντιπάλους. Ας μην αναλάβουμε την ευθύνη που δεν είχαμε εναλλακτικό σχέδιο. Ας μην αναλάβουμε την ευθύνη να φτιάξουμε εναλλακτικό σχέδιο. Το σχέδιο είναι πάντα ένα και εμπεριέχεται στο εσωτερικό ενός ιδιότυπου φαύλου κύκλου. Παλεύουμε για να φτάσουμε στον κυβερνητισμό, ο οποίος μας τροφοδοτεί για να συνεχίσουμε να είμαστε κυβερνητικοί, με τρόπο ώστε ο τελικός στόχος να είναι η παραμονή στην κυβέρνηση.

*

Ας είμαστε ρεαλιστές. Πάντα υπάρχουν περιθώρια άσκησης αριστερής πολιτικής εφαρμόζοντας μνημόνιο. Δεν είναι άραγε ο Πανούσης προοδευτικός εγκληματολόγος; Δεν είναι άραγε εφικτή η περαιτέρω φτωχοποίηση του πληθυσμού χωρίς καταστολή; Δεν είναι άραγε εφικτή η αναμόρφωση του δημοσίου αν εκποιηθεί η περιουσία του; Δεν είναι άραγε εφικτή η κοινωνική πολιτική αν είναι ανασφάλιστοι και άνεργοι οι νέοι άνθρωποι;

Ας είμαστε ρεαλιστές και ας υιοθετήσουμε ένα νέο τρόπο σκέψης, ο οποίος συναντιέται τελευταία πολύ συχνά στις δυτικές χώρες. Όποιος εξαθλιώνεται, δεν προσμετράται στις στατιστικές και στους δείκτες. Αν αφαιρέσουμε τώρα ένα 20% από την εξίσωση – ας ζήσουνε σε σλαμς, ας βυθιστούν σε χρέη, ας τους διαγράψουμε κάθε μελλοντικό ενδεχόμενο ζωής – τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Όσο προχωράμε θα αφαιρούμε ένα ποσοστό πληθυσμού από την εξίσωση. Το ξανάπαμε: επειδή υπάρχουν αυτοί «είναι απαραίτητο να διαλυθεί ολόκληρη η χώρα;».

*

Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές. Τι κάνει την αριστερά, αριστερά; Η δυνατότητα να κυβερνά εφαρμόζοντας οποιαδήποτε πολιτική τύχει. Η δυνατότητα ελιγμού. Η μη προσκόλληση στις ιδεοληψίες. Από το πρόγραμμα για την ανθρωπιστική κρίση μέχρι τους πλειστηριασμούς πόση απόσταση χρειάζεται να διανυθεί; Όση απόσταση πιάνει ο χρόνος που χρειάζεται για να πεις την πιο διαβολική φράση: το μη χείρον βέλτιστον.

Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές. Η αριστερά που επιλέγει να κυβερνήσει τώρα, δεν προετοιμάζει άλλες λύσεις, δεν σκέφτεται άλλα πράγματα, δεν κερδίζει χρόνο. Το ξεκαθάρισε ο Βούτσης. Η αριστερά που επιλέγει τώρα να κυβερνήσει θέλει να εφαρμόσει το πρόγραμμα.

Η φράση «δεν υπάρχει εναλλακτική» δεν είναι μια κουβέντα που προκύπτει από τη ζυγισμένη ανάλυση των σημερινών συνθηκών. Είναι μια ολόκληρη οπτική να αντιμετωπίζεις τα πράγματα. Η φράση «δεν υπάρχει εναλλακτική» είναι εντέλει μια δήλωση που υπαινίσσεται τις λέξεις κλειδιά: ΣΥΝΕΧΕΙΑ. ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ. ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ.

*

Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές. Η Μέρκελ με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία του κόσμου και με παντελή απουσία υποκρισίας λέει κοιτώντας την μικρή παλαιστίνια: «κάποιοι θα γυρίσουν πίσω. Δεν θα τα καταφέρουμε αν λέμε ελάτε σε όλους.». Το κοριτσάκι από την Παλαιστίνη λέει ότι έχει όνειρα όπως όλοι. Η ηγέτης του δυτικού κόσμου της απαντάει ότι η δική της ευημερία υπερτερεί. Το δικό της δικαίωμα στη ζωή είναι ανώτερο. Της απαντάει ότι καλώς ή κακώς το μικρό κορίτσι πρέπει να επιστρέψει να πεθάνει στην Παλαιστίνη. Εδώ υπάρχει μια λογική και σε αυτή δεν χωράει το κορίτσι.

Βρίσκω τη σκηνή αυτή από τις σημαντικότερες σκηνές που έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Η ειλικρίνεια απ’ όλες τις πλευρές έφτασε τα ανώτερα όριά της. Η Μέρκελ δεν παρίστανε καν τη λυπημένη, δεν χρειαζόταν, το κοινό της δεν την είχε ανάγκη. Η στάση της είναι προϊόν υπολογισμού, πολιτικής επιλογής και εντέλει ρεαλισμού. Η πλευρά Μέρκελ δεν θα τα καταφέρει αν έρθουν όλοι εδώ, στην Ευρώπη.

*

Καλούμαστε να είμαστε ρεαλιστές.

Σκέφτομαι το δευτερόλεπτο που η Μέρκελ πλησιάζει το κορίτσι. Το παιδί βγάζει ένα μαχαίρι και το κρατάει στο λαιμό της γερμανίδας. Χωρίς κραυγές, συναισθηματισμούς ή επικλήσεις σε κάποια μεγάλη δύναμη, σε κάποιο ιδανικό. Με σκέτο ρεαλισμό σκέφτομαι το κοριτσάκι να λέει: «Καταλαβαίνω τη θέση σας. Με αυτή την πολιτική σας επιλογή, με αυτή την ταξική – αν θέλετε – επίθεση που εξαπολύετε, είναι γεγονός ότι δεν θα τα καταφέρουμε όλοι».

Ο ρεαλισμός φυσικά και υπάρχει, απλά δεν είναι ίδιος για όλους. Η κάθε πλευρά έχει το δικό της ρεαλισμό, τη δική της επιβίωση να κοιτάξει.

Ο μπάτσος που θα έρθει να πετάξει από το σπίτι του έναν άνθρωπο υπηρετεί έναν ρεαλισμό. Κι έναν άλλο ρεαλισμό υπηρετούμε εμείς που θα επιχειρήσουμε να ματαιώσουμε μια τέτοια ενέργεια ωμής βίας (όπως την ερμηνεύουμε εμείς φυσικά).

Το αφεντικό που απλώνει το χέρι του για να το φιλήσουμε, θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπο με το δικό μας ρεαλισμό, έναν ρεαλισμό που δαγκώνει.

Με άλλα λόγια, αν ο κυνισμός (ή έστω ο ρεαλισμός) της Λυμπεράκη επιτάσσει να λέει ότι ας μην αφήσουμε το ενδεχόμενο των πλειστηριασμών να σταματήσουν την υλοποίηση της συμφωνίας, ο δικός μας ρεαλισμός (ή έστω κυνισμός) επιτάσσει να λέμε ότι ας μην αφήσουμε το ενδεχόμενο υλοποίησης της συμφωνίας να σταματήσει την επιβίωσή μας.

*

Δεν μας ζητάνε απλά να είμαστε ρεαλιστές. Μας ζητάνε να συναινέσουμε στην εξαθλίωσή μας, προκειμένου να εξασφαλίσουν λίγο περιθώριο κέρδους ακόμη. Δεν μας ζητάνε απλά να είμαστε ρεαλιστές. Μας ζητάνε να πούμε την δομική αναπροσαρμογή ρυθμίσεις που κρύβουν και αναπτυξιακές πλευρές, προκειμένου να γίνουμε τα υποκείμενα μιας αιώνια κολοβής ζωής χωρίς μέλλον.

*

Χωρίς πολλά πολλά, χωρίς μιζέριες, χωρίς άσκοπη ανάλωση σε αυτά που χάθηκαν, ας ορίσουμε τον δικό μας ρεαλισμό και ας τον προετοιμάσουμε.

6 Σχόλια

Filed under με λύσσα & εν βρασμώ ψυχικής ορμής