ακολουθεί υπερμεγέθες σεντόνι.
Το Σάββατο το βράδυ όταν περνούσα μπροστά από το φλεγόμενο κάδο στη Λεωχάρους, δεν μπορούσα ούτε για ένα δευτερόλεπτο να δω αυτό που σιγόβραζε κάτω από το οδόστρωμα. Το επόμενο πρωί άνοιξα το κινητό και είδα δύο διαφορετικά μηνύματα, από ανθρώπους που έχω ελάχιστη σχέση, που πληροφορούσαν για την πορεία το μεσημέρι της Κυριακής. Κάπου ανάμεσα στο σκονισμένο πληκτρολόγιο και την εξαντλημένη οθόνη αποφάσισα να τα κλείσω όλα και να κατέβω κέντρο. Για να πω την αλήθεια, περίμενα λίγο κόσμο, αφού ήταν σχεδόν αναμενόμενος ο πετροπόλεμος και τα συνεπαγόμενα δακρυγόνα, διαδικασία που θα περιγραφεί με ακρίβεια και αν τη διαβάσεις ανάποδα. Όμως ο κόσμος ήταν πολύς, οι ηλικίες όχι μόνο αυτές που περίμενα και αυτό που κυριαρχούσε δεν ήταν η ένταση, αλλά ένας συνδυασμός νωχελικών συζητήσεων και περίεργης αναμονής (εδώ μπορώ να πω ότι νομίζω ότι μέχρι και την Τρίτη, η πλειοψηφία των ανθρώπων που βρισκόταν στις κεντρικές λεωφόρους της πόλης μας δεν ήταν αυτό που οι αριστεροί με στόμφο λένε νεολαίοι). Ύστερα κι όταν κατά τις 2 περίπου ξεκίνησε η πορεία προς τη ΓΑΔΑ (που τελικά δεν έγινε ποτέ) φανερώθηκε κάπως απότομα νομίζω ένας παλμός ή καλύτερα μια ορμή που εγώ τουλάχιστον σπάνια έχω δει σε συγκεντρώσεις. Όταν λέω παλμό δεν εννοώ προφανώς τις καλοστημένες χορωδίες ανιαρών συνθημάτων ή τα άρτια οργανωμένα μπλοκ διαδηλωτών. Όταν λέω παλμό, εννοώ ότι στο κάπως γρήγορο και βαρύ περπάτημα των μεγάλων κυρίως ανθρώπων, στα βλέμματα ή μάλλον για να μη γίνομαι μελό στην ίδια την ατμόσφαιρα, μπορούσες να διακρίνεις χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία την πρωτοφανή ένταση. Κάτι σπαστικές κινήσεις στο στόμα και τα δάχτυλα. Μια ανυπόφορη σιωπή παρά τα συνθήματα, μια οργισμένη αμηχανία που δεν μπορεί να βρει έκφραση ή σώμα να ξεσπάσει. Απ’ την αρχή μπορούσες επίσης να καταλάβεις ότι όποιος περίμενε μια ήσυχη κι ειρηνική διαμαρτυρία ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Θυμός και μπαρούτι, ή αλλιώς τις φωτιές στις χούφτες αυτών που ανέβαιναν την Αλεξάνδρας τις έβλεπαν ακόμη κι οι τυφλοί. Η αστυνομία με σαφή τρόπο κατά τη γνώμη μου έδειξε ότι δεν θα είχε σημασία ποιός θα ανάψει την πρώτη σπίθα. Έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να αφήσουν την πορεία να φτάσει μέχρι τη ΓΑΔΑ. Βέβαια οι πρώτες πέτρες, ξεκίνησαν σχεδόν αυτόματα με την θέαση του πρώτου ΜΑΤατζη. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Δακρυγόνα, φωτιές, καταστροφές σε συγκεκριμένους βέβαια στόχους, πέτρες κι ύστερα τα γνωστά γύρω από το Πολυτεχνείο. Γύρισα σπίτι καπνισμένος, αλλά ακόμη εντελώς ανυποψίαστος. Ακόμη δεν είχα βρεθεί παρά ελάχιστα μέσα στο σώμα της πορείας, αφού ήμουν κυρίως μπροστά με τους φωτογράφους και τους δημοσιογράφους.
«Ότι βλάπτει την Τάξη συντείνει στη γαλήνη μου »
Η. Πετρόπουλος
Εκείνη τη Δευτέρα
Το απόγευμα της Δευτέρας όταν έφτασα στα Προπύλαια άρχισα να υποπτεύομαι ότι το ξέσπασμα της προηγούμενης μέρας θα γινόταν σήμερα ένας τρομερός ίλιγγος. Αν μας αρέσει πού και πού να κυριολεκτούμε θα πρέπει να μιλήσουμε για τέτοια ένταση, που σχεδόν μπορούσες να την αγγίξεις, για ηλεκτρισμό που ένωνε και χώριζε όλους όσους ήταν παρόντες. Αυτό που συνήθως αποκαλούμε επεισόδια ουσιαστικά άρχισε αμέσως. Το ΚΚ ήταν στην Ομόνοια, όλοι οι υπόλοιποι στα Προπύλαια. Το λέω έτσι «οι υπόλοιποι» γιατί αν μου πείτε πού ήταν ή αν υπήρχε μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την ημέρα, θα σας πω ότι εκείνη την ημέρα κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν έψαχνε για τίποτα. Γιατί απλούστατα δεν υπήρχαν κόμματα, οργανώσεις, μπλοκ. Υπήρχε ένα πλήθος ακαθόριστο και σχεδόν έτοιμο όπως αποδείχτηκε αργότερα. Έχω ξαναδεί τους «κουκουλοφόρους» (τη βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη και δεν την αναφέρω ξανά, γιατί είναι λάθος αυτές τις μέρες να χρησιμοποιούμε τις ίδιες φθαρμένες λέξεις που πια δεν ερμηνεύουν τίποτε). Αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο, κάθε άλλη φορά, κάθε υπερβολικό δελτίο ειδήσεων, κάθε τρομολαγνικό τηλεπαρουσιαστή. Αν ο κόσμος που ήταν κάτω μου φάνηκε πολύς, εξίσου πολύς ήταν και ο κόσμος που περπατούσε με διαφορετική ταχύτητα στα πλαϊνά της πορείας και εκσφενδόνιζε πέτρες, ξύλα και μολότοφ.
Για την ανοργανωσιά της περίστασης τα έχουμε ξαναπεί. Η πορεία έπεσε πάνω στη στιβαρή κι αμετακίνητη συγκέντρωση του ΚΚ, αυτοί που έσπαγαν, πίεζαν απ’ την άλλη μεριά. Άλλοι έστριψαν στην Πατησίων και άλλοι έκαναν το γύρο της Ομόνοιας και στέκονταν εδώ και κει. Η πορεία τελικά συνεχίστηκε στη Σταδίου. Για λίγο διάστημα όμως ειδικά στην πλατεία Ομονοίας επικρατούσε το απόλυτο χάος. Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι Κουκουέδες κι αυτοί σε σύγχυση, να κινηθούν ή να σταθούν, να δείρουν ή να κοιτάξουν, να βοηθήσουν άσχετους διαδηλωτές ή να σταθούν τσολιάδες. Τελικά μετά από λίγο και μ’ ένα έξοχο, ταχύτατο, τακτικό ελιγμό, που θα ζήλευε ας πούμε το υπό διάλυση τάγμα στο οποίο υπηρέτησα στον ΕΣ, έφυγαν.
Η υπόλοιπη πορεία από την Ομόνοια έφτασε στο Σύνταγμα κι από κει, αφού πρώτα πυρπόλησε το δεντράκι, έφτασε στη Δ. Αρεοπαγίτου και όλα τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Τί έγινε λοιπόν εκείνη τη μέρα και έγιναν τόσες πολλές καταστροφές; Τί έγινε και το πράγμα ξεπέρασε κάθε άλλη γνωστή κατάσταση; Τη Δευτέρα το βράδυ και για πρώτη φορά ίσως και πριν ακόμη το γράψει ο Talos, είδαμε τα λόγια του λεζάντα πλάι στο δρόμο. «η εξέγερση δεν είναι βόλτα στο πάρκο». Λοιπόν αυτό που είδα εγώ τη Δευτέρα ήταν ότι οι καταστροφές ήταν ταυτόχρονα ανεξέλεγκτες αλλά και όχι. Ήταν έργο μιας μειοψηφίας (αυξημένης σε σχέση με παλιότερα) αλλά και όχι. Η κατηγορία την οποία εξαπολύουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ οι τηλεοπτικοί φωστήρες κι οι σε αφασία πολιτικοί, θα έπρεπε στην πραγματικότητα να αποδοθούν σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος. Τη Δευτέρα, όταν ακόμη δεν είχαν αναλάβει τις μέρες αυτές εκ μέρους μας τα πιτσιρίκια, η βία ήταν αν μου επιτρέπεται ο όρος συλλογική. Όταν έπεσαν οι πρώτες τζαμαρίες τραπεζών, όταν μπήκαν οι πρώτες φωτιές σε ATM, δεν υπήρχε η γνωστή δυσφορία των ειρηνικών διαδηλωτών. Μάνες με παιδιά, 40άρηδες, 30άρηδες που δε θα σήκωναν ποτέ το χέρι τους να σπάσουν κάτι οι ίδιοι, έβλεπαν σχεδόν με ικανοποίηση κάποιους να το κάνουν εξ ονόματός τους. Η χαμένη τιμή ενός ολόκληρου πλήθους με κάποιο αλλόκοτο τρόπο συρρικνώθηκε σε μια πέτρα και έψαχνε στόχο σ’ αυτό το σύμβολο της ευμάρειας και του χρέους. Φυσικά όλο αυτό δεν ήταν προαποφασισμένο ή έστω συνειδητό. Κανείς δεν πολυήθελε τα επεισόδια, κανείς δεν αισθανόταν άνετα ανάμεσα σε φλεγόμενα κτίρια, σπασμένα τζάμια και σύννεφα από δακρυγόνα. Ο κόσμος όμως ώρες ώρες και με τον τρόπο του καθοδηγούσε τους «μπάχαλους». Όταν έβλεπε ότι κάποιος πλησίαζε κάποιο μικρό μαγαζί γιούχαρε. Όταν έβλεπε κάποιον να πλησιάζει μια τράπεζα, σιωπούσε ή χαμογελούσε. Όλο αυτό δεν ήταν μια πολιτική πράξη ή μια εμπεριστατωμένη στάση που θα μπορούσε κάποτε να επαναληφθεί. Ήταν οργή, ωμή οργή όχι τόσο για τη δολοφονία ενός παιδιού το σαββατόβραδο, αλλά για την ίδια τη ζωή που ζούμε. Μπορεί να είμαι υπερβολικός, μπορεί να κάνω λάθος.
Βέβαια σε τέτοιες καταστάσεις κι όπως αρκετά γρήγορα έγινε αντιληπτό ο έλεγχος ή έστω ακόμη και κάποιο υποτυπώδες όριο είναι λέξεις άγνωστες. Η κατάσταση ξέφυγε, οι στοχευμένες καταστροφές έγιναν πλιάτσικο, η σπίθα έγινε κανονική φωτιά. Η οργισμένη αντίδραση έγινε κανονικό χάος. Τώρα ως προς την αντίδραση της αστυνομίας και το αν υπήρχε ή όχι, μπορώ να πω ότι αν ο δικός μου ατομικός κερδισμένος καρκίνος απ’ τα δακρυγόνα μόνο εκείνης της μέρας είναι λίγος, τότε δεν ξέρω τί άλλο μπορούσε να γίνει. Όποιος ήταν στην πορεία εκείνης της μέρας νομίζω ότι ξέρει ότι κάποια πράγματα δύσκολα μπορούσαν να αποτραπούν. Αν μιλάμε λοιπόν για εξέγερση είναι κυρίως γιατί υπήρξε εκείνη η μέρα. Όχι για τις καταστροφές, όχι για τη μαζικότητα της συμμετοχής, αλλά γιατί τη Δευτέρα το βράδυ αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο μια κοινωνία εν βρασμώ.
Πάντως προσωπικά ακόμη ήμουν εκτός τόπου και χρόνου. Κατά τη διάρκεια της πορείας δεν μπορούσα να αντέξω το μπάχαλο. Αν και ποτέ δε θα διαμαρτυρόμουν για το σπάσιμο μιας τράπεζας, στη συγκεκριμένη περίπτωση ένιωθα πως έχει παραπάει το πράγμα. Ακόμη ήμουν εγκλωβισμένος στη γνωστή δειλία και μιζέρια μου. Δεν έβλεπα ολόκληρη την εικόνα, αλλά διατηρούσα το τηλεοπτικό μου βλέμμα κι ας ήμουν στο δρόμο. Σε κάποιες στιγμές λοιπόν ένιωθα πως η πορεία περπατώντας στον ένα ή τον άλλο δρόμο ήταν σα να αποφάσιζε στην πραγματικότητα ποιό κτίριο θα καταστραφεί. Νόμιζα πως οδηγούσαμε την καταστροφή. Το ίδιο βράδυ όταν έκλεισα τα μάτια, ένιωθα μια φοβερή δυσαρέσκεια ή απογοήτευση.
Απ’ την Τρίτη το πρωί και πέρα όμως, όλα έμοιαζαν αλλιώς. Η ένταση των επόμενων ημερών είχε μια άγρια ομορφιά, οι δρόμοι καίγονταν, αλλά ήταν τουλάχιστον ζωντανοί, ο κόσμος μετά από καιρό συζητούσε. Αυτό που δυσκολευόμουν να συνειδητοποιήσω είναι ότι τη λέμε εξέγερση ακριβώς γιατί δεν είναι επανάσταση. Δεν έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο, δεν έχει συγκεκριμένο αίτημα, δεν έχει καμία σχεδόν κοινή βάση. Άνθρωποι σαν κι εμένα, τους οποίους αποκαλώ τουρίστες της επανάστασης, έχουν την τάση να πιστεύουν μέσα από βιβλία, τραγούδια, ταινίες ότι αυτές οι οριακές καταστάσεις είναι ολόκληρα ποιήματα, έργα τέχνης, πράξεις στις οποίες δίνεσαι ολόψυχα και συμφωνούν με όλες σου τις ιδέες. Λάθος. Πριν όμως μιλήσω λίγο πιο αναλυτικά για όλα αυτά, θα ξαναθυμηθώ τρία ασήμαντα περιστατικά αυτών των ημερών, κάπως σαν ανέκδοτα.
Για την αγαπημένη ερώτηση των καναλιών «ποιοί είναι οι κουκουλοφόροι» έχουν ήδη ειπωθεί πολλά. Τα έχει γράψει σοβαρά ο Ν. Ξυδάκης. Σημειώνω μόνο τα εξής δύο:
1. Δύο πολλοί μικροκαμωμένοι νεαροί – τους έκανα με το ζόρι 15 – κρατάνε βαριές και βαράνε ρυθμικά τη τζαμαρία μιας τράπεζας. Ακολουθεί ο διάλογος, χωρίς την παραμικρή διακοπή του σφυροκοπήματος (σαν ταμπούρλο ένα πράγμα):
– ρε μαλάκα, πήρες τηλέφωνο σπίτι;
– είσαι τρελός ρε μαλάκα; Αφού η μάνα μου δε μ’ αφήνει να κατεβαίνω σε πορείες.
2. Στα προπύλαια εν μέσω του γνωστού πετροπόλεμου – χημικών κλπ. Ακούω μια φωνή δίπλα μου.
– έλα ρε γαμώτο, σου είπα τώρα ξεκινάω. Τώρα ρε παιδί μου έρχομαι. Δηλαδή γιατί πρέπει να φωνάζεις; Ναι σου είπα ξεκινάω, σε είκοσι λεπτά θα είμαι σπίτι.
Αμέσως μετά, κλείνει το κινητό, βγάζει απ’ την τσάντα μια τεράστια αντιασφυξιογόνα μάσκα, απ’ αυτές που βλέπεις στις πολεμικές ταινίες, τη φοράει, ψάχνει στις τσέπες του, βρίσκει μια κοτρώνα και ξεκινάει για τη μάχη εξαπολύοντας το πρώην πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου.
Τα δύο παραμύθια.
«Οταν δηλώνεται, ανοιχτά, όπως γίνεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες, ότι η μοναδική αξία είναι το χρήμα, το κέρδος, ότι το υπέρτατο ιδεώδες του κοινωνικού βίου είναι το «πλουτίστε», μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν είναι ποτέ δυνατόν μια κοινωνία να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται μονάχα σε αυτή τη βάση»
Κ. Καστοριάδης
Παραμύθι 1: Δεν είναι εξέγερση, γιατί δεν έχουν συγκεκριμένο κοινωνικό αίτημα.
Φαγώθηκαν τηλεοπτικοί σχολιαστές αλλά και προοδευτικοί δημοσιογράφοι σε εφημερίδες, για να μην μιλήσω για τους εκτός τόπου και χρόνου πολιτικούς, να μας πετάνε στα μούτρα με κάποια θλίψη το συγκεκριμένο επιχείρημα. Οι συγκεκριμένοι κύριοι μπέρδευαν εξαρχής τις πολιτικές οργανώσεις και τις ΜΚΟ με το οργισμένο ή απλά χαοτικό πλήθος. Είναι οι ίδιοι κύριοι που δεν χάνουν ευκαιρία να μας πουν ότι η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα κι ότι όποιος θέλει μπορεί να ακολουθήσει τις κατάλληλες θεσμικές οδούς και να διαμαρτυρηθεί ή να προτείνει. Η διαμαρτυρία λοιπόν είναι ζήτημα πρωτοκόλλου πια. Κι όμως μπορούμε νομίζω να δούμε μερικούς λόγους για τους οποίους απουσίαζε το διαμορφωμένο αίτημα. Στην εξέγερση, όπως και σε κάθε εξέγερση αυτό που προτάσσεται δεν είναι οι λογικές λύσεις για κάποια προβλήματα, αλλά η εσωτερική ορμή και ο θυμός. Οι γεμάτοι δρόμοι είναι η έκφραση μιας γενικής και αόριστης δυσθυμίας. Χωρίς προτεραιότητες, συνισταμένες ή γραμμές. Αν είχαν ήδη διαμορφωμένες προτάσεις και αιτήματα θα ήταν πολιτικός σχηματισμός (ακόμη και στο Μάη του ‘68 και χωρίς να κάνω απαραίτητα παραλληλισμούς, τα αιτήματα ήταν περισσότερο καλλιτεχνικά σλόγκαν και ποιητικά συνθήματα παρά συντεχνιακές διεκδικήσεις, βλ. «είμαστε ρεαλιστές, ζητάμε το αδύνατο»).
Όμως πόσο μπορεί να κρατηθεί ή να διευρυνθεί μια κατάσταση που βασίζεται στο «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι»; Εδώ νομίζω ότι μεγάλο έως καταλυτικό ρόλο παίζει αυτή η καταραμένη γενιά των σημερινών 25-40 (φυσικά δε μιλάω για όλους αλλά για τη μεγάλη πλειοψηφία). Η απουσία τους αυτές τις μέρες ήταν για μένα τρομαχτική, όχι τόσο ως προς τη φυσική συμμετοχή, όσο στις ελλειμματικές ζυμώσεις που δεν έγιναν σχεδόν ποτέ. Οι άνθρωποι αυτοί (μέσα σ’ αυτούς κι εγώ βέβαια) είναι αυτοί που ο τυφώνας του lifestyle έχει χτυπήσει με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Η πόζα, η καταναλωτική μανία, οι γυαλιστερές σελίδες και η αποθέωση της κοινωνικής επιτυχίας με τους όρους του συστήματος φωλιάζουν για τα καλά στα σώματά μας. Ποτέ άλλοτε δεν έλειψε η πολιτικοποίηση τόσο πολύ, ποτέ άλλοτε δεν αποτέλεσε συλλογικό όνειρο τόσο έντονα η παρουσία σε μια γυαλιστερή σελίδα, ποτέ άλλοτε ένα πρώτο τραπέζι σε μια πίστα δεν σήμαινε τόσα πολλά, ποτέ άλλοτε το τίποτα δεν στολίστηκε με τόσο φως. Μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων φοβισμένων, αγράμματων πτυχιούχων και εθισμένων στην «καταξίωση». Είναι αυτή η γενιά που χτυπήθηκε από την αθλιότητα της τηλεόρασης και αυτή που θεώρησε ότι βιβλίο σημαίνει η ανάγνωση εγχειριδίων αυτοβοήθειας. Είμαστε οι άνθρωποι που εξορίσαμε την δημιουργική απαισιοδοξία για χάρη μιας λεύκανσης που θα σήμαινε τον οριστικό παραδομό στη χαζοχαρούμενη καθημερινότητα.
Η γενιά αυτή λοιπόν, τις προηγούμενες κρίσιμες μέρες δήλωσε οριστικά απούσα. Όμως η απουσία ήταν σημαντική γιατί οι ζυμώσεις, οι συζητήσεις, οι απόψεις (όποιες κι αν ήταν αυτές) ήταν κυρίως δική τους ευθύνη. Αν οι μαθητές κι οι φοιτητές συνεισφέρουν αυτήν την ατρόμητη διάθεση να αντιμετωπίσουν σώμα με σώμα πάνοπλους αστυνομικούς, οι άλλοι είναι αυτοί που θα περίμενε κανείς να βάλουν στο μπλέντερ όνειρο και λογική, αυτοσυγκράτηση και φαντασία, εμπειρία και πάθος και να διαμορφώσουν κάποιο έστω εντελώς ανέφικτο αίτημα. Δεν έγινε ποτέ. Συνέχιζαν να πίνουν καφέδες και να δουλεύουν ακούραστα για να θρέψουν το ίδιο σύστημα που θα τους στείλει άκλαυτους σ’ ένα τελικά ανακουφιστικό θάνατο.
Έτσι μετά από μιάμιση εβδομάδα που τα γνωστά συνθήματα σέρνονταν στην Πανεπιστημίου, καταλήξαμε όπως όπως σ’ εκείνο το αφοπλισμός της αστυνομίας. Κάτι ήταν κι αυτό.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν τα παιδιά που μετά την Τρίτη δυστυχώς σχεδόν αποκλειστικά είχαν καταλάβει τους δρόμους, αργούσαν να εκφραστούν πολιτικά, είναι γιατί ακριβώς οι ίδιοι οι άνθρωποι που τους κατηγορούσαν γι’ αυτό, έχουν σταματήσει να συζητούν για πολιτική εδώ και χρόνια. Οι μεγαλοδημοσιογράφοι κάνουν εκπομπές βουλευτικής κατινιάς και –έλεος πια- μετράνε με αριθμάκια και μεζούρες τον καταλληλότερο. Αν η πολιτική σκέψη και συζήτηση έχει εξοριστεί σε σημείο να καταστεί άγνωστη χώρα για τους μικρότερους είναι γιατί οι γονείς ξέρουν να συζητάνε μόνο για SUV, κινητά, plasma τηλεοράσεις και μπάλα. Τα παιδιά που ξεσηκώθηκαν άτσαλα, άκομψα, νευρικά είναι τα παιδιά τους και δεν είναι εύκολο μέσα σε 2 βδομάδες να ξεχάσουν αυτά που τόσο καιρό μάθαιναν. Θα ήταν παράλογο να είχαν πολιτική κουλτούρα οι σημερινοί 20άρηδες. Τα παιδιά πάνε στα τυφλά.
Τέλος και πέρα απ’ τα ξένα ΜΜΕ ή τις αντιδράσεις σε άλλες χώρες, αξίζει να κρατήσουμε ορισμένες αντιδράσεις των κατοίκων, όπως στην Αλεξάνδρας να πετάνε νεράντζια από τα μπαλκόνια, στο Κολωνάκι και στα Εξάρχεια να διώχνουν τα ΜΑΤ. Είναι αυτό στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αν θέλουμε να αποφασίσουμε αν ήταν εξέγερση ή όχι;
«απαξ και ο Αλαβάνος τόλμησε να ξεστομίσει, μπροστά στους δύο φαραώ της δημοσιογραφίας, τη φοβερή φράση «υπαρξιακά προβλήματα» (των νέων), ο Γιάννης Πρετεντέρης δέχτηκε σοκ στο σημείο αποσυναρμολόγησης της προσωπικότητάς του, συγκροτημένης εξ ολοκλήρου από ανακυκλούμενα υλικά της άλγεβρας των ποσοστών».
Ε. Αρανίτσης
Παραμύθι 2: Πρέπει επιτέλους να ηρεμήσουμε, να επιστρέψει η κοινωνική ειρήνη.
Εδώ πρόκειται για μια τεράστια παρεξήγηση. Θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεχτικοί με τον όρο «κοινωνική ειρήνη». Όποιος δεν είναι τυφλός και ζει σ’ αυτή τη χώρα ξέρει πως και πριν τις 6-12 και γενικά δεν υπάρχει τάξη και ηρεμία στην Ελλάδα. Εκτός αν κοινωνική ειρήνη ονομάζονται τα επεισόδια προ μηνός στον Αγ. Παντελεήμονα, ο θάνατος του μετανάστη στην Π. Ράλλη πριν ενάμιση μήνα, τα δύο πτώματα στην Κόρινθο ακριβώς την προηγούμενη εβδομάδα. Αλλά αυτά όλα αφορούν τους επάρατους αλλοδαπούς, εμείς οι Έλληνες δεν είχαμε ειρήνη; Είχαμε; Δυστυχώς η βία είναι εφιαλτικά παρούσα σ’ αυτή τη χώρα. Περπατήστε στο κέντρο της Αθήνας, στη Σωκράτους, κάτω απ’ την Ομόνοια, στο Μεταξουργείο. Κοιτάξτε τα απλωμένα χέρια στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου. Δείτε τη βία να σας λοξοκοιτάει απ’ το παράθυρο στο φανάρι. Τρελαμένοι οδηγοί. Κάθε 2 λεπτά εξαντλούμε την τύχη μας για να μείνουμε ζωντανοί. Στη Δάφνη οι κάτοικοι βάζουν καρέκλες, καφάσια, ξύλα, τελάρα για να μη χάσουν τη θέση parking (δεν είναι αυτό άραγε μια μορφή βίας;). Στο Βύρωνα, το Κολωνάκι και αλλού τα αστυνομικά τμήματα κλείνουν τα βράδια ολόκληρους δρόμους. Μήπως δεν είναι βία το γεγονός ότι κλείνει η Πλουτάρχου επειδή τυχαίνει να βρίσκεται εκεί μια πρεσβεία; Γιατί δεν ενοχλείστε τόσα χρόνια που στα Εξάρχεια, από τη Ζωοδόχο πηγή μέχρι τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ κυκλοφορούν χύμα αστυνομικοί με τα αυτόματά τους φόρα παρτίδα; Προσωπικά δεν αισθάνομαι καλά όταν συμπολίτες μου, δημόσιοι υπάλληλοι ή όχι, οπλοφορούν και μας κουνάνε στα μούτρα τις υπερευαίσθητες σκανδάλες τους. Όλα αυτά δεν είναι υπερβολές ή αφορισμοί. Δεν αναφέρομαι καν στον οικονομικό τρόμο, την εξαθλίωση, την εργασιακή αστειότητα που επικρατεί στο μικρό μας σπίτι. Η βία κυκλοφορεί σ’ αυτή την πόλη με τη σιωπηλή μας ανοχή χρόνια τώρα. Είναι περίεργο που δεν έχουμε περισσότερα τέτοια ξεσπάσματα. Δεν γίνεται να πιέζουμε μόνο προς τη μία πλευρά. Και η άλλη πλευρά κάποια στιγμή δε θα βολεύεται με μικροκαβγάδες στις διασταυρώσεις και φάπες στις κερκίδες. Γι’ αυτό λοιπόν κ. Πρετεντέρη, κ. Παπαχελά, κ. Μάνο κλπ μη ζητάτε επιστροφή στην ομαλότητα και στην κοινωνική ειρήνη. Αυτή η τελευταία είναι μια μετωνυμία που χρησιμοποιούν αυτοί που περνούν τη ζωή τους μεταξύ Ψυχικού, Σκουφά και τηλεοπτικού studio. Η Αθήνα βράζει εδώ και καιρό, απλά εσείς δεν μπορείτε να το δείτε.
Εδώ δίνουμε προσοχή και σοτν δήμαρχο, ο οποίος μίλησε για αντίδραση του λαού του Παναθηναϊκού και για πράσινο ποτάμι. Αυτοί που διαμαρτύρονται για μια δολοφονία, καλά θα κάνουν να μας αφήσουν να ψωνίσουμε και να κάνουμε με το ζόρι γιορτές. Δεν είναι δα και πράσινο ποτάμι, είναι άνθρωποι που δε σέβονται το εορταστικό πνεύμα.
«η σκονισμένη νεολαία σαβανωμένη συνολάκια
κάνει νάζια
σε ντισκοκαρμανιόλες»
Τζ. Πανούσης
Απελπισία
Η στάση των κομμάτων της φερόμενης ως αριστεράς ήταν απελπιστική. Το ΚΚΕ απουσίαζε σε ένα δικό του κόσμο. Απέφυγε δε όχι να προσπαθήσει να ερμηνεύσει τί συμβαίνει, αλλά και να ανοίξει τα μάτια του να κοιτάξει τη Σταδίου (παρεμπιπτόντως εδώ η ανακοίνωση του ΚΚ για τα προπέρσινα γεγονότα στα προάστια στο Παρίσι). Είναι σίγουροι ότι δεν είναι εξέγερση, άρα δεν τους πολυενδιαφέρει. Η Παπαρήγα στη βουλή λέει κάτι σαν: «η πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν σπάει ούτε μια βιτρίνα». Αυτά η αληθινά εξωπραγματική δήλωση έρχεται από ένα κόμμα, που αν το ρωτήσεις μπορεί να σου πει πως έχει ακόμη το όπλο παρά πόδα. Αλλά για να μην ειρωνεύομαι μόνο, να πω ότι ως ένα σημείο καταλαβαίνω το φόβο να εμπλακείς σε κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις. Αλλά αυτή την τακτική της παντελούς απουσίας από τη φωτιά των εξελίξεων τη θεωρώ απαράδεκτη. Ξεπέρασε νομίζω κάθε όριο αυτή η σφιχτή αλυσίδα, η στενή περιφρούρηση όχι πια της πορείας αλλά της ίδιας της πραγματικότητας. Όταν δεν μπορείς να καταλάβεις απόλυτα κάτι, δεν το ξεπερνάς απλώς, δεν κλείνεις τα μάτια και περιμένεις να περάσει. Δεν χαϊδεύεις τα αυτιά της δημόσιας τάξης. Ειλικρινά ακόμη είμαι τόσο εκνευρισμένος που δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο παρά να ακούω την Αλέκα να λέει «η πραγματική εξέγερση θα έχει ως αφετηρία τους μισθωτούς και τους εργάτες».
Απ’ την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανίκανος να απαντήσει κατάλληλα στον κάθε Πρετεντέρη. Ανίκανος να μην χαϊδέψει τα αυτιά της νεολαίας (απαίσια λέξη – νεολαία). Ανίκανος να αφήσει την ψηφοθηρία έστω για δέκα μέρες. Αυτό δεν με πειράζει και τόσο, όσο η προσπάθεια να ερμηνεύσει με την ίδια γνωστή μέθοδο το ότι συμβαίνει. Με συνεχείς κουβέντες σε πάνελ να μας θυμίζει τους αγώνες για το άρθρο 16. Έλεος. Δε μας ενδιαφέρουν τα συντεχνιακά ζητήματα της κάθε κοινωνικής ομάδας αυτή τη στιγμή. Δε θεωρούμε νίκη τα πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια. Δε ξέρω αν θεωρώ καν προοδευτικό να εναντιώνεσαι σώνει και καλά στο άρθρο 16 ή σε κάθε άρθρο 16. Αυτό που δεν κατάλαβε ο Αλαβάνος (φοβάμαι να γράψω τη λέξη Τσ..) είναι ότι τις δύο προηγούμενες εβδομάδες δεν διαδηλώναμε για τα κολλέγια ή για τις πανελλήνιες. Αν ο κόσμος είναι στους δρόμους είναι για τον αβίωτο βίο (και συγχωρείστε μου το κλισέ) που εξαντλεί τα χρόνια μας. Με λίγα λόγια και οι μεν και οι δε ή φοβήθηκαν να πάρουν την ευθύνη ή απλά δεν κατάλαβαν τί συνέβαινε στους δρόμους της πόλης τους. Όπως και να έχει η κατάλληλη φράση είναι ότι κανείς τους δεν ανέλαβε την (να το πω; Το λέω, ιστορική) ευθύνη που τους αναλογούσε. Προσοχή δε λέω να βγουν μπροστά και να αναλάβουν τα ηνία (λες και θα τους ακολουθούσε κανείς). Λέω να βοηθήσουν να μην τρομάζει ο κόσμος. Λέω να μιλήσουν δημοσίως για τη δυσκολία να πετύχουν το οτιδήποτε. Λέω να ανοίξουν την κουβέντα και να μην τη σταματήσουν, αν δε βρουν μια ελάχιστη έστω άκρη.
Έβλεπα την Κυριακάτικη συνεδρίαση της Βουλής. Εμφανίστηκε ξάφνου στην οθόνη της τηλεόρασής μου μια γνώριμη εικόνα. Ένας κύριος αφηνιασμένος φώναζε ασυναρτησίες και το κοινό χειροκροτούσε σαν τρελό. Ήμουν ξανά σ’ αυτές τις άθλιες, οπαδικές, κανιβαλίστικες συνελεύσεις του πανεπιστημίου. Σαν τραγικοί χούλιγκαν στη βουλή, χωρίς καμία υπόνοια για τον εμφύλιο στον οποίο μας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια απλά παίζουν τον ανιαρό ρόλο τους. Ο εκλεγμένος πρωθυπουργός μας μιλάει για «βίαιη επίθεση στην κοινωνική ειρήνη». Δεν είναι 300 φανατισμένα καθάρματα παντρεμένα με την εξουσία. Είναι 300 ανίδεοι, 300 ανόητοι σαν κι αυτούς που κορόιδευα κάποτε στο αμφιθέατρο της Κομοτηνής. Είναι κάποιοι που ζουν σε μια κοινωνία δίπλα σ’ αυτή που ζούμε εμείς. Είναι οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τί συμβαίνει δυο δρόμους κάτω απ’ τη βίλα τους. Τους λυπάμαι ή μάλλον μας λυπάμαι.
Ως προς εμάς δεν πρέπει να παραλείψω να πω ότι κατέληξα ότι προτιμώ τον Μάνο ή τον Άδωνι ή οποιονδήποτε άλλο, από όλους αυτούς που όταν καν εξέφρασαν γνώμη, ούτε καν ασχολήθηκαν, ούτε καν πήραν μυρωδιά απ’ ότι συνέβαινε. Αναρωτιέμαι αν ζούμε όλοι στην ίδια χώρα ή αν κάποιοι μένουν στη χώρα του πρωταθλητισμού και των τηλεοπτικών σειρών.
«παλιοί μου φίλοι παλιοί μου αγαπημένοι παλιά μου λατρευτά κορίτσια σήμερα πάλι η απελπισία μας καίει τα σπλάχνα μας αναστατώνει κι όσοι αδειάζουν απ’ τις τσέπες τους γλυκά ρεφραίν της ευτυχίας μαστροποί κι ευνούχοι κιβδηλεύουν τη ζωή μας»
Θ. Γκόρπας
Επίλογος (επιτέλους)
Προσωπικά συνειδητοποίησα πόσο τουρίστας της επανάστασης είμαι. Μπορώ να ομολογήσω ότι διασκέδαζα με το χάος και ταυτόχρονα ανησυχούσα για τις πέτρες που σβούριζαν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Μπορώ να ομολογήσω ότι κάθε στιγμή αμφέβαλα για ότι έτεινα να πιστέψω. Αν είναι εξέγερση, γιατί δεν κατεβαίνει περισσότερος κόσμος; Αν είναι εξέγερση γιατί όλοι θέλουν να το μικρύνουν και κυρίως ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ; Τα χρειάστηκα σε πολλές στιγμές γιατί δεν συμφωνώ καθόλου με τη βία. Τη θεωρώ, επαναλαμβάνομαι το ξέρω, τον τρόπο της εξουσίας, κρατικής ή μη. Τα χρειάστηκα γιατί σχεδόν όλοι φώναζαν ότι καμία σχέση δεν έχει το τώρα με το Πολυτεχνείο, το Μάη ή οτιδήποτε άλλο σχετικά. (Κι όμως πόσοι ήταν στο πολυτεχνείο; Πόσοι συμφωνούσαν;) Τα χρειάστηκα γιατί ώρες ώρες και εντελώς ανόητα ένιωθα κάτι σαν ευθύνη να με παραλύει. Έλεγα μήπως είναι λάθος όλη αυτή η βία; Μήπως κατεβαίνοντας στο δρόμο δίνω άλλοθι και βάζω πλάτη για να συνεχιστεί η βία εκατέρωθεν; Μήπως πρέπει όλα να σταματήσουν; Χάος ερωτήσεων και καμία απολύτως απάντηση.
Πάντως μπορώ να πω για το τέλος αυτό. Προσωπικά δε μ’ άρεσε να στοχοποιούνται συνεχώς οι μπάτσοι. Δε μ’ άρεσαν οι συνεχείς φωνές «το αίμα κυλάει εκδίκηση ζητάει». Δε μπορούμε να ζητάμε εκδίκηση για μια δολοφονία. Θα ήθελα πένθος και ορμή. Πάθος όχι για άλλο ένα φόνο, αλλά για κανένα άλλο φόνο. Καταλαβαίνω ότι η κοινωνία είναι ταξική και ο εμφύλιος μοιάζει αναπόφευκτος. Αλλά ο πραγματικός εχθρός είναι ο ΜΑΤατζής δηλαδή; Θα ήθελα να υπάρχει μια αριστερά (σχηματικά χρησιμοποιώ τη λέξη) που θα ενσωμάτωνε εξαρχής μια τέτοια φράση. Δεν μπορώ να θυμάμαι τη σκηνή, όπου εκπαιδευτικός πήγε στα μούτρα μπάτσου και του φώναζε «είσαι άχρηστος, παραιτήσου κλπ». Δηλαδή όλο μας το μίσος εξαντλείται στον διπλανό ένστολο;
Την Κυριακή το μεσημέρι ήμουν στο γνωστό ταβερνάκι της οδού Αλκαμένους που συχνάζω. Τα τραγούδια έμοιαζαν λίγο πιο μελαγχολικά απ’ ότι συνήθως. Οι φωνές κάποια στιγμή νόμιζα πως έσπαγαν. Το μπουζούκι έπαιζε «κάποια μάνα αναστενάζει». Θυμήθηκα για πολλοστή φορά την περιγραφή του Αποστολίδη από τα χαρακώματα. Ένα κύμα έφερνε το τραγούδι από τα βουνά του εμφυλίου στα αδέρφια των οδοφραγμάτων της Στουρνάρη. Κι εκείνο το παιδί που άθελά του με το τέλος του σήμανε την αρχή γι’ αυτές τις μέρες. Πώς να σκεφτείς σοβαρά και να μη σιχαθείς τον εαυτό σου που κάνεις πολιτικές αναλύσεις του κώλου πάνω απ’ το σώμα ενός 15χρονου; Η μάνα μου κατέβηκε τις προάλλες στο κέντρο. Την είδα κάποια στιγμή κάπως περίεργη. Είχε περάσει έξω από το κοσμηματοπωλείο στη Βουκουρεστίου. Είχε μια βαριά καρδιά και ακουμπούσε στο τραπέζι της κουζίνας λες και έψαχνε κάτι να σταματήσει την πτώση. Πριν μερικές μέρες διάβασα και τον καλό μου κήπο. Στο βάθος όλοι κάπου έχουμε κρυμμένο ένα φόβο για τα παιδιά που αγαπάμε.
Υγ. αυτές τις μέρες γράφτηκαν φοβερά κείμενα, έχω σκοπό να τα συγκεντρώσω τις επόμενες μέρες και να τα βάλω κάπου στο βλογ. Για άλλη μια φορά κρατάω αυτό που έγραψε ο Αρανίτσης την Κυριακή και το διαβάζω ξανά και ξανά.