Ξυπνάει πρώτος. Ανοίγει λίγο τα μάτια, κοιτάζει το ταβάνι. Θέλει βάψιμο. Σηκώνεται με προσοχή. Μια σέρνει τα πόδια του, μια πατάει στα ακροδάχτυλα. Θέλει να κάνει ησυχία. Νυστάζει και ξεχνιέται. Κατεβαίνει στην κουζίνα. Η τηλεόραση χαμηλά και τα πρωινά να ετοιμάζονται. Ύστερα από δέκα λεπτά μπαίνει εκείνη. Καλημέρα. Μετά από λίγο τα παιδιά. Καλημέρα.
Καφές σκέτος. Άνθρωποι, που φοράνε απογευματινά πρόσωπα ή ακοίμητες φάτσες, τη μια γελάνε, την άλλη φωνάζουν στην οθόνη. Οι τρομοκρατικές ενέργειες ντύνονται την ενημέρωση για την νέα εισοδηματική πολιτική. Οι απειλές κυκλοφορούν με τη στολή διαγράμματος ή ενός επεξηγηματικού πίνακα. Οι αυριανοί φόβοι συνομιλούν με τα πανάρχαια άγχη σε ζωντανή σύνδεση. Η ανάλυση του επόμενου καλεσμένου, ίδια με το κατακάθι που λες και φτάνει λίγο πάνω απ’ το μισό του φλιτζανιού.
Σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Το παιδί του γελάει. Κυνηγάει με το κουτάλι ένα πολύ συγκεκριμένο δημητριακό και αυτό όλο ξεφεύγει. Το παιδί επιμένει, έχει γουρλώσει τα μάτια, τελικά τα καταφέρνει. «Α χα» φωνάζει μεγαλοπρεπώς.
Ντύνεται, βάζει ένα καθαρό λευκό πουκάμισο. Κάθεται σε μια καρέκλα κι αναρωτιέται για ποιο λόγο διάλεξε σήμερα το αγαπημένο του πουκάμισο. Αυτό που φοράει όταν έρχονται οι αλλόκοτες Κυριακές, όταν τριγυρίζει χειμώνα στη θάλασσα, όταν πάει να χαιρετήσει αυτούς που έχουν πάψει χρόνια ν’ απαντούν, όταν θέλει να μεθύσει αργά και ισοπεδωτικά. Τώρα; Μια Τρίτη πρωί με το λευκό του πουκάμισο κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο παράθυρο.
Τη φωνάζει. Της ζητάει να πάει αυτή τα παιδιά στο σχολείο. Αυτή λέει «πώς κι έτσι;», αλλά δε δίνει σημασία. «Οκ». Ύστερα ετοιμάζονται τα μπουφάν, οι τσάντες, τα μολύβια και ύστερα η πόρτα κλείνει με ένα θερμό και κάπως αστείο χαιρετισμό.
Βάζει ένα ποτήρι νερό. Τα πρόσωπα στην οθόνη επιμένουν να μοιράζουν σε μεγάλες δόσεις απόγνωση, δημόσια μυστικά, ιδιωτικές ζωές και γουλιές αρωματικού καφέ. Ένα γυαλιστερό αυτοκίνητο με θαυμαστές επιδόσεις πάνω στο χιόνι, μακριά γυναικεία πόδια, η ευτυχία ισοδυναμεί με το μείον μπροστά σε ένα ποσοστό.
Κάθεται στην καρέκλα. Η καρέκλα δεν είναι πολύ βολική. Του έχει πει εδώ και μήνες να πάρουν καινούριες. Αυτός το αναβάλει. Έχει συνηθίσει να βλέπει τα παιδιά του πάνω σ’ αυτές τις καρέκλες. Ανεβαίνει πάνω σε μία απ’ αυτές. Όρθιος, τεντώνει τα χέρια κι ακουμπάει το ταβάνι. Κατεβαίνει, ψάχνει σε ένα ντουλάπι, παίρνει το σχοινί και ξανανεβαίνει στην καρέκλα. Στο τραπέζι της καρέκλας υπάρχουν διάσπαρτοι λογαριασμοί της ΔΕΗ, μια μπροσούρα της τράπεζας με υπογραμμισμένες τις λέξεις προσφορά και ευκαιρία, ένας ρεπόρτερ που ρωτάει ένα κορίτσι κάπου στο Σύνταγμα αν της άρεσε το καινούριο τραγούδι της Τάδε Ταδοπούλου, μια διαδήλωση που διασχίζει την πανεπιστημίου, ένα αγόρι με μαύρο κράνος και καθόλου μάτια. Πατάει πάνω τους. Οι λογαριασμοί, η φάτσα της Τάδε Ταδοπούλου και η Πανεπιστημίου γίνονται τρακτερωτοί, ενώ ακριβώς στο σημείο που αναγράφεται το όνομα του καναλιού και το συνολικό ποσό του λογαριασμού υπάρχει πια μόνο σκούρο χρώμα. Φαίνεται, κάτι θα είχε πατήσει χθες.
Προσαρμόζει την πρόχειρη και γερή θηλιά. Λένε πως είναι άσχημη επιλογή να κρεμαστείς. Θα πρέπει να έχεις υπολογίσει καλά το ύψος, αλλιώς κινδυνεύεις να πηγαίνεις πέρα δώθε σαν το τσαμπί για ώρα. Ο ίδιος προβληματίζεται γιατί στις ταινίες συνήθως το κρέμασμα συνοδεύεται από έναν απότομο θόρυβο, έναν γδούπο που κάθε φορά τον ανατριχιάζει. Κάτι πρέπει να κάνει να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο. Θυμάται τις ωτοασπίδες που είχε κρατήσει από κάποιο αεροπορικό ταξίδι. Ασυναίσθητα πάει να κατέβει από το τραπέζι, αλλά ξεχνάει ότι έχει ήδη φορέσει τη θηλιά. Γλιστράει πάνω στον ίδιο ρεπόρτερ που πριν λίγο ήταν στο Σύνταγμα και τώρα παρουσιάζει ένα κομμάτι για τον ευρωπαϊκό Τύπο και το πώς αυτός παρουσιάζει την Ελλάδα. Προς στιγμή ισορροπεί, ψελλίζει μάλιστα ένα ουφ. Τότε όμως πατάει πάνω στον υπουργό οικονομικών που ανταλλάσσει χειραψία με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και σε συνδυασμό με τα μαγικά φτερά της σερβιέτας που βρίσκονται στο ένθετο της εφημερίδας που έχει σταματήσει εδώ και δύο χρόνια ν’ αγοράζει, γλιστράει πια οριστικά. Ο λαιμός του πιέζεται από το σχοινί, από το συνολικό ποσό του λογαριασμού που όχι μόνο δε λέει να σβήσει απ’ τη βρωμιά του παπουτσιού, αλλά έχει εντωμεταξύ αποκτήσει την ιδιότητα να είναι ζωντανός και να μεγαλώνει σε κάθε ματιά. Τα νούμερα ζωντανεύουν και κινούνται με ανοδικές τάσεις σε ένα σωρό χαρτιά και αποκόμματα μέσα στο σπίτι. Οι ανάσες μοιάζουν όλο και πιο δύσκολες, δεν μπορεί να καταπιεί, ενώ το ταβάνι έχει ψηλώσει επικίνδυνα, έτσι που τα πόδια του δεν φτάνουν το τραπέζι. Είναι χαμένος.
Κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας. Παρατηρεί τον εαυτό του να αιωρείται, στάζοντας αίμα και οξυγόνο. Αγγίζει το λευκό του το πουκάμισο να θυμηθεί την αίσθηση των αγαπημένων. Φορώντας το λευκό πουκάμισο πήγε στο κρεβάτι της, ξεΐδρωσε κάτω απ’ τον ίσκιο της μουριάς, λερώθηκε από νερομπογιά, σκεπάστηκε στην παραλία έναν Ιούλιο του κάποτε, τράκαρε στη Μεσογείων, μέθυσε με τις λέξεις του Κάμινγκς και πήρε μεγάλες αποφάσεις με τη στιγμιαία νηφαλιότητα μιας μποτίλιας ουίσκι ή μιας φαντασίας που ζωγράφιζε γυναικείους λαιμούς και γεμάτες πλατείες.
Με μια γρήγορη κίνηση σπεύδει και κρατάει απ’ τα πόδια τον κρεμασμένο εαυτό του. Ακριβώς όπως στις ταινίες, που ο έκπληκτος κάποιος, μπαίνει ανυποψίαστος στο δωμάτιο για να αντικρύσει το κρεμαστό θέαμα κάποιου άλλου και τον σηκώνει λίγο μπας και γλιτώσει το κακό. Το γελοίο θέαμα της προσπάθειας σωτηρίας του εαυτού διακόπτεται από τον ήχο του τηλεφώνου. Η φωνή λέει σχεδόν ψιθυριστά: «πού’ σαι ρε μαλάκα; γιατί άργησες τόσο πολύ; Ο άλλος μέσα τα ‘χει πάρει. Μας έχει ζαλίσει. Τι να του πω ρε; Ότι έχεις καμιά ίωση; Ότι πήγες το παιδί οδοντίατρο; Λέγε ρε μαλάκα.»
Ο εαυτός και αυτός, ήρεμοι και ασφαλείς πια, μισογελάνε με το σύντομο δραματάκι που σκαρώσανε ο ένας στον άλλο. «Λέγε ρε», επιμένει η φωνή. Κοιτάζει την οθόνη που μιλάει τη γλώσσα της απελπισίας και της ανίας. Η οθόνη δεν ξέρει καμία άλλη γλώσσα, υπάρχει για να διαμεσολαβήσει τη βουβαμάρα. Κοιτάζει το τραπέζι. Σε αντίθεση με την οθόνη, το τραπέζι ξέρει να σου πει άπειρες ιστορίες. Ιστορίες για διαφυγόντα δημητριακά, άθλιους καφέδες, φιλιά που μυρίζουν τζατζίκι, μπιφτέκια που κάηκαν, λογαριασμούς που βρικολάκιασαν, βραδιές που αφιερώθηκαν σε πιθανούς τρόπους δολοφονίας των βρικολάκων, ολονύχτιες εκστρατείες για την ανεύρεση ενός χαμένου μπικ και τραγούδια που ερμηνεύτηκαν με τρομακτική φιλική παραφωνία, δηλαδή μοναδικά και ανεπανάληπτα.
«Τι σκατά κάνεις ρε; Θα μιλήσεις; Τι να του πω;»
«Ε ναι. Πες του κάτι. Πες του ..ξέρω ‘γω; Κάτι ρε παιδάκι μου. Α ναι βέβαια. Πες του να πάει να γαμηθεί».