Category Archives: lost in hollywood

το σκηνικό της αγάπης

Ξυπνάει πρώτος. Ανοίγει λίγο τα μάτια, κοιτάζει το ταβάνι. Θέλει βάψιμο. Σηκώνεται με προσοχή. Μια σέρνει τα πόδια του, μια πατάει στα ακροδάχτυλα. Θέλει να κάνει ησυχία. Νυστάζει και ξεχνιέται. Κατεβαίνει στην κουζίνα. Η τηλεόραση χαμηλά και τα πρωινά να ετοιμάζονται. Ύστερα από δέκα λεπτά μπαίνει εκείνη. Καλημέρα. Μετά από λίγο τα παιδιά. Καλημέρα.

Καφές σκέτος. Άνθρωποι, που φοράνε απογευματινά πρόσωπα ή ακοίμητες φάτσες, τη μια γελάνε, την άλλη φωνάζουν στην οθόνη. Οι τρομοκρατικές ενέργειες ντύνονται την ενημέρωση για την νέα εισοδηματική πολιτική. Οι απειλές κυκλοφορούν με τη στολή διαγράμματος ή ενός επεξηγηματικού πίνακα. Οι αυριανοί φόβοι συνομιλούν με τα πανάρχαια άγχη σε ζωντανή σύνδεση. Η ανάλυση του επόμενου καλεσμένου, ίδια με το κατακάθι που λες και φτάνει λίγο πάνω απ’ το μισό του φλιτζανιού.

Σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Το παιδί του γελάει. Κυνηγάει με το κουτάλι ένα πολύ συγκεκριμένο δημητριακό και αυτό όλο ξεφεύγει. Το παιδί επιμένει, έχει γουρλώσει τα μάτια, τελικά τα καταφέρνει. «Α χα» φωνάζει μεγαλοπρεπώς.

Ντύνεται, βάζει ένα καθαρό λευκό πουκάμισο. Κάθεται σε μια καρέκλα κι αναρωτιέται για ποιο λόγο διάλεξε σήμερα το αγαπημένο του πουκάμισο. Αυτό που φοράει όταν έρχονται οι αλλόκοτες Κυριακές, όταν τριγυρίζει χειμώνα στη θάλασσα, όταν πάει να χαιρετήσει αυτούς που έχουν πάψει χρόνια ν’  απαντούν, όταν θέλει να μεθύσει αργά και ισοπεδωτικά. Τώρα; Μια Τρίτη πρωί με το λευκό του πουκάμισο κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο παράθυρο.

Τη φωνάζει. Της ζητάει να πάει αυτή τα παιδιά στο σχολείο. Αυτή λέει «πώς κι έτσι;», αλλά δε δίνει σημασία. «Οκ». Ύστερα ετοιμάζονται τα μπουφάν, οι τσάντες, τα μολύβια και ύστερα η πόρτα κλείνει με ένα θερμό και κάπως αστείο χαιρετισμό.

Βάζει ένα ποτήρι νερό. Τα πρόσωπα στην οθόνη επιμένουν να μοιράζουν σε μεγάλες δόσεις απόγνωση, δημόσια μυστικά, ιδιωτικές ζωές και γουλιές αρωματικού καφέ. Ένα γυαλιστερό αυτοκίνητο με θαυμαστές επιδόσεις πάνω στο χιόνι, μακριά γυναικεία πόδια, η ευτυχία ισοδυναμεί με το μείον μπροστά σε ένα ποσοστό.

Κάθεται στην καρέκλα. Η καρέκλα δεν είναι πολύ βολική. Του έχει πει εδώ και μήνες να πάρουν καινούριες. Αυτός το αναβάλει. Έχει συνηθίσει να βλέπει τα παιδιά του πάνω σ’ αυτές τις καρέκλες. Ανεβαίνει πάνω σε μία απ’ αυτές. Όρθιος, τεντώνει τα χέρια κι ακουμπάει το ταβάνι. Κατεβαίνει, ψάχνει σε ένα ντουλάπι, παίρνει το σχοινί και ξανανεβαίνει στην καρέκλα. Στο τραπέζι της καρέκλας υπάρχουν διάσπαρτοι λογαριασμοί της ΔΕΗ, μια μπροσούρα της τράπεζας με υπογραμμισμένες τις λέξεις προσφορά και ευκαιρία, ένας ρεπόρτερ που ρωτάει ένα κορίτσι κάπου στο Σύνταγμα αν της άρεσε το καινούριο τραγούδι της Τάδε Ταδοπούλου, μια διαδήλωση που διασχίζει την πανεπιστημίου, ένα αγόρι με μαύρο κράνος και καθόλου μάτια. Πατάει πάνω τους. Οι λογαριασμοί, η φάτσα της Τάδε Ταδοπούλου και η Πανεπιστημίου γίνονται τρακτερωτοί, ενώ ακριβώς στο σημείο που αναγράφεται το όνομα του καναλιού και το συνολικό ποσό του λογαριασμού υπάρχει πια μόνο σκούρο χρώμα. Φαίνεται, κάτι θα είχε πατήσει χθες.

Προσαρμόζει την πρόχειρη και γερή θηλιά. Λένε πως είναι άσχημη επιλογή να κρεμαστείς. Θα πρέπει να έχεις υπολογίσει καλά το ύψος, αλλιώς κινδυνεύεις να πηγαίνεις πέρα δώθε σαν το τσαμπί για ώρα. Ο ίδιος προβληματίζεται γιατί στις ταινίες συνήθως το κρέμασμα συνοδεύεται από έναν απότομο θόρυβο, έναν γδούπο που κάθε φορά τον ανατριχιάζει. Κάτι πρέπει να κάνει να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο. Θυμάται τις ωτοασπίδες που είχε κρατήσει από κάποιο αεροπορικό ταξίδι. Ασυναίσθητα πάει να κατέβει από το τραπέζι, αλλά ξεχνάει ότι έχει ήδη φορέσει τη θηλιά. Γλιστράει πάνω στον ίδιο ρεπόρτερ που πριν λίγο ήταν στο Σύνταγμα και τώρα παρουσιάζει ένα κομμάτι για τον ευρωπαϊκό Τύπο και το πώς αυτός παρουσιάζει την Ελλάδα. Προς στιγμή ισορροπεί, ψελλίζει μάλιστα ένα ουφ. Τότε όμως πατάει πάνω στον υπουργό οικονομικών που ανταλλάσσει χειραψία με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και σε συνδυασμό με τα μαγικά φτερά της σερβιέτας που βρίσκονται στο ένθετο της εφημερίδας που έχει σταματήσει εδώ και δύο χρόνια ν’ αγοράζει, γλιστράει πια οριστικά. Ο λαιμός του πιέζεται από το σχοινί, από το συνολικό ποσό του λογαριασμού που όχι μόνο δε λέει να σβήσει απ’ τη βρωμιά του παπουτσιού, αλλά έχει εντωμεταξύ αποκτήσει την ιδιότητα να είναι ζωντανός και να μεγαλώνει σε κάθε ματιά. Τα νούμερα ζωντανεύουν και κινούνται με ανοδικές τάσεις σε ένα σωρό χαρτιά και αποκόμματα μέσα στο σπίτι. Οι ανάσες μοιάζουν όλο και πιο δύσκολες, δεν μπορεί να καταπιεί, ενώ το ταβάνι έχει ψηλώσει επικίνδυνα, έτσι που τα πόδια του δεν φτάνουν το τραπέζι. Είναι χαμένος.

Κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας. Παρατηρεί τον εαυτό του να αιωρείται, στάζοντας αίμα και οξυγόνο. Αγγίζει το λευκό του το πουκάμισο να θυμηθεί την αίσθηση των αγαπημένων. Φορώντας το λευκό πουκάμισο πήγε στο κρεβάτι της, ξεΐδρωσε κάτω απ’ τον ίσκιο της μουριάς, λερώθηκε από νερομπογιά, σκεπάστηκε στην παραλία έναν Ιούλιο του κάποτε, τράκαρε στη Μεσογείων, μέθυσε με τις λέξεις του Κάμινγκς και πήρε μεγάλες αποφάσεις με τη στιγμιαία νηφαλιότητα μιας μποτίλιας ουίσκι ή μιας φαντασίας που ζωγράφιζε γυναικείους λαιμούς και γεμάτες πλατείες.

Με μια γρήγορη κίνηση σπεύδει και κρατάει απ’ τα πόδια τον κρεμασμένο εαυτό του. Ακριβώς όπως στις ταινίες, που ο έκπληκτος κάποιος, μπαίνει ανυποψίαστος στο δωμάτιο για να αντικρύσει το κρεμαστό θέαμα κάποιου άλλου και τον σηκώνει λίγο μπας και γλιτώσει το κακό. Το γελοίο θέαμα της προσπάθειας σωτηρίας του εαυτού διακόπτεται από τον ήχο του τηλεφώνου.  Η φωνή λέει σχεδόν ψιθυριστά: «πού’ σαι ρε μαλάκα; γιατί άργησες τόσο πολύ; Ο άλλος μέσα τα ‘χει πάρει. Μας έχει ζαλίσει. Τι να του πω ρε; Ότι έχεις καμιά ίωση; Ότι πήγες το παιδί οδοντίατρο; Λέγε ρε μαλάκα.»

Ο εαυτός και αυτός, ήρεμοι και ασφαλείς πια, μισογελάνε με το σύντομο δραματάκι που σκαρώσανε ο ένας στον άλλο. «Λέγε ρε», επιμένει η φωνή. Κοιτάζει την οθόνη που μιλάει τη γλώσσα της απελπισίας και της ανίας. Η οθόνη δεν ξέρει καμία άλλη γλώσσα, υπάρχει για να διαμεσολαβήσει τη βουβαμάρα. Κοιτάζει το τραπέζι. Σε αντίθεση με την οθόνη, το τραπέζι ξέρει να σου πει άπειρες ιστορίες. Ιστορίες για διαφυγόντα δημητριακά, άθλιους καφέδες, φιλιά που μυρίζουν τζατζίκι, μπιφτέκια που κάηκαν, λογαριασμούς που βρικολάκιασαν, βραδιές που αφιερώθηκαν σε πιθανούς τρόπους δολοφονίας των βρικολάκων, ολονύχτιες εκστρατείες για την ανεύρεση ενός χαμένου μπικ και τραγούδια που ερμηνεύτηκαν με τρομακτική φιλική παραφωνία, δηλαδή μοναδικά και ανεπανάληπτα.

«Τι σκατά κάνεις ρε; Θα μιλήσεις; Τι να του πω;»

«Ε ναι. Πες του κάτι. Πες του ..ξέρω ‘γω; Κάτι ρε παιδάκι μου. Α ναι βέβαια. Πες του να πάει να γαμηθεί».

17 Σχόλια

Filed under παρένθεση, lost in hollywood

η σκάλα

Τώρα είχε σταματήσει σ’ ένα σκαλοπάτι ανάμεσα στο δεύτερο και τον τρίτο όροφο. Ακουμπούσε το δεξί της χέρι και στηριζόταν στον τοίχο, γυρεύοντας σ’ αυτό το παλιό ντουβάρι, σ’ αυτήν την άθλια κατασκευή, κάτι να την κρατήσει. Μπορεί κάτι να υπήρχε εκεί μέσα, κάτι που παρόλα τα χιλιάδες δράματα, τα χειρουργεία και τα, σκεπασμένα με σεντόνια, πτώματα να μπορεί ακόμη να στέκεται όρθιο.

Ιπποκράτειο νοσοκομείο, 4ος όροφος, δωμάτιο 441. Δυο βδομάδες κάθε μέρα στην ίδια άβολη και βρώμικη καρέκλα. Να κρατάει το χέρι και το κουράγιο της μάνας, που έπαιζε με τις πιθανότητες της ηλικίας της. Όταν την έφεραν, μ’ ένα αμήχανο τηλεφώνημα, στο νοσοκομείο, εκείνη ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη με κάτι οριστικό και αμετάκλητο. Έσερνε τα πόδια της στις κυλιόμενες του μετρό και στα πεζοδρόμια, αδυνατώντας να τρέξει ή έστω να περπατήσει με τη στοιχειώδη βιασύνη. Ρώτησε με δυσκολία κάποιες νοσοκόμες και μετά από λίγα λεπτά βρέθηκε στην αίθουσα αναμονής ή καλύτερα σ’ ένα αποστειρωμένο τοπίο, με φως τόσο εκτυφλωτικό ώστε ακόμη και τυφλοί να μπορούν να δουν καθαρά την αγωνία και την ερημιά. Σαν υπόδικος που περιμένει τους τυπικούς και βαριεστημένους δικαστές ν’ αποφασίσουν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά ευλαβικά να αφήσει κάθε ελπίδα στα χέρια και τις ορέξεις κάποιας μακρινής και άγνωστης φιγούρας. Ύστερα ήρθαν οι άλλοι, γεμίζοντας τις καρέκλες γύρω της και λίγο αργότερα το άγχος μετατράπηκε σε ανακούφιση με τη μορφή της απλής και φοβερής φράσης : «όλα θα πάνε καλά».

Οι μέρες πια κυλούσαν όλο και πιο ήρεμα, κάνοντας παρέα στη μάνα της και ρωτώντας τους γιατρούς κάθε πιθανή κι απίθανη απορία. Το δωμάτιο, γεμάτο με εγγόνια, περιοδικά, λουλούδια και γλυκά, μοιράζονταν η μάνα της με άλλη μια κυρία. Η κυρία Ζωή, η οποία έκανε εξετάσεις και ακόμη κανείς δεν ήταν σίγουρος για το είδος της ασθένειας που έτρωγε τις μέρες της και κερνούσε κάθε τόσο αφόρητους πόνους. Οι γιοί της έκαναν ό,τι μπορούσαν. Της έδιναν κουράγιο, της μιλούσαν, της έλεγαν αληθινά και φανταστικά κουτσομπολιά που θα της έφτιαχναν το κέφι. Οι γιατροί όμως με ύφος που δε σήκωνε την ελάχιστη αισιόδοξια, έλεγαν ότι χρειάζονταν μερικές ακόμη εξετάσεις για να καταλάβουν.

Μέσα στο γενικό χαμό κι όταν η μάνα της ασχολιόταν με τις ζωγραφιές ή τα τεράστια προβλήματα της εγγονής της (ας πούμε το κατά πόσο το γαλάζιο είναι πράγματι το ωραιότερο χρώμα), πήγαινε δίπλα στην κυρία Ζωή και πιάνανε την κουβέντα. Τίποτα το ιδιαίτερο, γενικόλογες συμβουλές και συνηθισμένες ανησυχίες για τα μικρά. Σιγά σιγά μιλούσαν όλο και πιο πολύ κι έτσι εκείνη ανέπτυξε μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τη συγκάτοικο της μητέρας της.

Το πρωί που θα έφευγαν, η κυρία Ζωή έλειπε από ώρα στους κάτω ορόφους για ενέσεις, ακτινογραφίες και κάθε είδους εξετάσεις. Αφού μάζεψαν όλα τα πράγματα και ετοίμασαν βιβλιάρια, εξιτήρια και την υπόλοιπη χαρτούρα, περίμεναν να φέρει ο άντρας της το αυτοκίνητο ακριβώς στην είσοδο του νοσοκομείου. Έριχνε συνέχεια ματιές έξω απ’ την πόρτα και μέχρι την άκρη του διαδρόμου. Πουθενά δε φαινόταν η άρρωστη ή έστω κάποιος από τους γιούς της, να μάθει μήπως είχαν κάποιο νεότερο ή έστω να την χαιρετήσει. Χτύπησε το τηλέφωνό της. Της είπε να κατέβουν. Έπιασε τη μάνα της, τη βοήθησε να καθίσει καλά στο καροτσάκι και αφού έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο, την οδήγησε μέχρι το ασανσέρ.

Κοιτάζοντας το σοβά που ανέβαινε προς τα πάνω, σκεφτόταν να πατήσει πάλι το κουμπί που αντιστοιχούσε στον τέταρτο όροφο. Να πάει πίσω και να ρωτήσει τι έγινε. Να μάθει και να αποχαιρετήσει τη φίλη της. Ξαφνικά εκεί, μεταξύ πρώτου και ισογείου, της ήρθε αυτή ακριβώς η λέξη. Η φίλη της. Στο ισόγειο περπάτησε αργά σαν να μετεωριζόταν σε κάθε βήμα της μεταξύ εξόδου και τετάρτου ορόφου. Έφτασε έξω, είδε το αυτοκίνητό τους. Βάλανε μαζί μέσα τη μάνα της. Έκανε λίγο πίσω σα να ήταν έτοιμη να τρέξει πάλι μέσα στο νοσοκομείο, στους διαδρόμους, στις σκάλες και να μάθει τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Δίστασε πάλι. Η φωνή του άντρα της ακούστηκε αχνά απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Ήθελε να ανέβει πάλι πάνω. Ήθελε να χαιρετήσει τη φίλη της. Ήθελε να ακούσει καλά νέα. Μπήκε στο αμάξι, ένοχη γιατί βαρέθηκε να ανέβει 4 πατώματα, αλλά και με τη σκέψη πως αύριο μπορεί να ξανάρθει, να περάσει από κει και να κάνει έκπληξη σ’ αυτή τη γυναίκα, που δύο βδομάδες φάνηκαν αρκετές για να μπορέσει έστω και από μέσα της να την αποκαλεί φίλη της. Αύριο, σκέφτηκε και ηρέμησε.

Το επόμενο πρωί πήγε ξανά στο νοσοκομείο. Καθώς πλησίαζε στο συγκεκριμένο κτίριο που βρισκόταν η κυρία Ζωή, ένιωθε μια παράξενη αγωνία. Φοβόταν για ό,τι θα άκουγε σα να βρισκόταν ακόμη στην ίδια αίθουσα αναμονής, όπως 2 βδομάδες πριν, περιμένοντας την είδηση για κάποιο δικό της άνθρωπο. Δεν μπορούσε να στέκεται ακίνητη μπροστά στο ασανσέρ, έτσι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά. Σκεφτόταν ότι θα έδινε μεγάλη χαρά στην κυρία Ζωή, πηγαίνοντας να τη δει. Το έβλεπε σαν μια ευγενική χειρονομία, σχεδόν σα μια ευεργεσία. Έτσι θα έπρεπε να ενεργεί πιο συχνά. Να προτάσσει τη φιλία, ή μάλλον γιατί να μην το πει ξεκάθαρα, την αγάπη της. Γιατί τί άλλο είναι η αγάπη αν όχι ένα δόσιμο χωρίς ανταμοιβή; Σε λίγο, φτάνοντας, θα έκανε το σπουδαιότερο δώρο, θα χάριζε την παρουσία της, τον ίδιο της το χρόνο, σε μια φίλη της. Χωρίς να αναζητεί κάποια πληρωμή ή ανταπόδοση, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να κάνει το παραμικρό. Πατώντας στο πλατύσκαλο έξω από τη μονάδα εντατικής θεραπείας, δηλαδή στον πρώτο όροφο, ένιωθε ότι αγωνιούσε και νοιαζόταν για την κυρία Ζωή, ένιωθε ότι η κυρία Ζωή ήταν ένας αληθινά δικός της άνθρωπος.

Στάθηκε λίγο να πάρει ανάσα, τα σκαλιά την είχαν κουράσει. Τις προηγούμενες μέρες παρατηρούσε την συμπεριφορά της μεγάλης της κόρης. Ερχόταν τακτικά στο νοσοκομείο. Ρωτούσε με ενδιαφέρον τα νέα της γιαγιάς της. Της έκανε παρέα και βοηθούσε σε ό,τι προέκυπτε. Όμως μπορούσε να διακρίνει ότι σε όλα υπήρχε μια απόσταση. Αγαπούσε τη γιαγιά της, δεν υπήρχε αμφιβολία. Αλλά δεν υπήρχε καμία ιδιαίτερη σχέση ανάμεσά τους. Οι αλλεπάλληλες γέννες είχαν ιδρύσει ένα επιβαλλόμενο δεσμό, μια αγάπη σχεδόν αναγκαστική. [Ο Κούντερα, στις Προδομένες Διαθήκες, αναφέρει ότι στα ισλανδικά οι οικογενειακοί δεσμοί λέγονται fjölskyldabönd (ετυμολογικά skylda: υποχρέωση, fjöl: πολλαπλή), δηλαδή νήματα πολλαπλών υποχρεώσεων.]

Έτσι η κόρη της, παρόλο που είχε πολλές ερωτήσεις για το παρελθόν της οικογένειας ή για τον από καιρό πεθαμένο παππού, δεν ρωτούσε ποτέ τη γιαγιά της. Έμοιαζε να βαριέται την πιθανότητα του αραδιάσματος πληροφοριών. Αυτή ήλπιζε σε μια μεγάλη αφήγηση. Έτσι δεν είναι παράδοξο αν πούμε ότι αγαπούσε περισσότερο τον παππού που δε γνώρισε, παρά τη γιαγιά που τη μεγάλωσε. Όπως και να το κάνουμε είναι ευκολότερο να συνομιλείς με τους πεθαμένους. Ακούς μόνο τις ιστορίες που θες να ακούσεις, φαντάζεσαι νιάτα, δύσκολους έρωτες και βάσανα που ο χρόνος έκανε να ξεθωριάσουν. Αντίθετα οι εξιστορήσεις της γιαγιάς σήμαιναν μεγάλα διαλείμματα, ανιαρές παύσεις, αντιφάσεις, επαναλήψεις και ακόμα χειρότερα άσπρα μαλλιά που λιγοστεύουν, ζαρωμένα χέρια, προβλήματα με τη μασέλα, βοήθεια με τα κολλύρια, δυσκολίες με την τουαλέτα, πάπιες και κλεισούρα. Η κόρη της ήθελε να έχει σχέση μόνο με τις αναμνήσεις, τα αστεία, τη συγκίνηση. Δεν απέφευγε συνειδητά την καθημερινή δυσκολία, απλά έμοιαζε να μην την βλέπει. Ήταν πάντα εκεί, όποτε τη χρειάζονταν αλλά ένα τεράστιο χάος τη χώριζε από όλους τους υπόλοιπους. Όπως και η ίδια άλλωστε, εκτιμούσε απεριόριστα την αξία της μοναξιάς της. Οι άλλοι ήταν μόνο το περίβλημα της δικιάς της αυτονομίας. Αλλά όταν μιλάμε για το ανθρώπινο είδος, πόσο μπορούμε να αναφερόμαστε σε αυτονομία;

Συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Η αγωνία της μεγάλωνε και αυτή η σχεδόν ανυπομονησία της να φτάσει στο δωμάτιο οφειλόταν κυρίως σ’ αυτό. Ότι δηλαδή ένιωθε για μια φορά να ενεργεί πέρα απ’ το πλέγμα των ως τότε γνωστών σχέσεων. Δεν μπορούσε να αμφιβάλλει μήπως η κινητήρια δύναμη είναι οι νόμοι του πολιτισμού ή πολύπλοκοι οικογενειακοί δεσμοί που την έσπρωχναν να πηδάει τα σκαλιά. Ήξερε ότι ενδιαφερόταν για μία εντελώς ξένη, για μια άγνωστη γυναίκα.

Όταν έφτασε στον τέταρτο είχε ιδρώσει. Πλησίασε στο διάδρομο με τις αντικριστές άσπρες πόρτες. Κοιτούσε τα νούμερα προχωρώντας. Σχεδόν έτρεμε, ενώ αν έπρεπε να πει κάτι εκείνη τη στιγμή, το πιο πιθανό είναι να μπέρδευε τις λέξεις της. Η κυρία Ζωή στην τέταρτη πόρτα αριστερά. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ήταν μια περίεργη ησυχία ή εκείνη δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τους ήχους, τις φωνές και τα τριξίματα.

Έσπρωξε την πόρτα για να δει το γιο της κυρίας Ζωής καθισμένο στη καρέκλα δίπλα στο ορθάνοιχτο παράθυρο. Ήταν σκυμμένος στα γόνατά του και είχε σκεπάσει με τα χέρια το κεφάλι του. Το κρεβάτι που μέχρι χτες κοιμόταν η μάνα της ήταν καλά στρωμένο, δεν είχε έρθει κάποιος καινούριος στο δωμάτιο. Έτσι ήταν καλύτερα, θα είχε και η κυρία Ζωή την ησυχία της. Η κυρία Ζωή δεν ήταν στο κρεβάτι της. Το κρεβάτι της ήταν άδειο, τα σεντόνια ανάκατα και ο γιός της καθισμένος στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Στο δωμάτιο ησυχία, η τηλεόραση κλειστή, απ’ το παράθυρο ακούγονταν μόνο τα σκυλιά που γάβγιζαν στο διπλανό οικόπεδο. Αυτή ακίνητη στην πόρτα, δε μιλούσε να ρωτήσει κάτι, να πει μια κουβέντα, να καταλάβει ο άνθρωπος ότι κάποιος είχε έρθει. Ο γιος της κυρίας Ζωής σε μια στιγμή σήκωσε το κεφάλι. Φάνηκε πια στα μάτια του όλη η προηγούμενη νύχτα. Φάνηκαν καθαρά τα γνώριμα στεγνά δάκρυα, οι μαύροι κύκλοι της απορίας και της απώλειας. Αυτή δε μιλάει, μόνο πάει στο κρεβάτι της κυρίας Ζωής, ξαπλώνει και τραβάει το σεντόνι να σκεπάσει τα πόδια και τη μέση της. Έπειτα απλά γυρνάει στο πλάι και κοιτάει έξω από το παράθυρο τη Μεσογείων που τρέχει, τα νοσοκομειακά που βουίζουν, τους περαστικούς που περιμένουν στο φανάρι, τις άγνωστες φιγούρες που χάνονται στην πνιγμένη λεωφόρο.

Υγ. στη φωτό η Rachel Weisz αναρωτιέται πώς να προσευχηθεί, αυτή, που δεν πιστεύει σε καμία προσευχή.

4 Σχόλια

Filed under παρένθεση, lost in hollywood

4. ο σταθμός

(ακολουθεί υπερβολικά μεγάλο σεντόνι. το ξέρω το παράκανα)

Το ρολόι του σταθμού έδειχνε 5:23. Την ίδια αυστηρή απάντηση της είχε δώσει ο υπάλληλος του ΟΣΕ στο γκισέ πριν κάποιες ώρες. «Άφιξη 5:23 κυρία μου, ευχαριστούμε πολύ».Αυτό το και 23 αν και θα περίμενε κανείς να την καθησυχάσει με την συνέπεια και τη σιγουριά που ακτινοβολούσε, είχε το ακριβώς ανάποδο αποτέλεσμα. Το κοφτό και άμεσο 5:23 της δημιουργούσε μια αλλόκοτη αίσθηση αμηχανίας ή μάλλον μια έντονη νευρικότητα.

Το τρένο πάντως είπα ήδη πως έφτασε την προκαθορισμένη ώρα, χωρίς να χάσει ή να κερδίσει δευτερόλεπτο. Σήκωσε με δυσκολία τις δύο βαλίτσες της, κατέβηκε από το βαγόνι και στάθηκε στην άκρη. Προσπάθησε να καθίσει όσο πιο πίσω μπορούσε ώστε να διακρίνεται εύκολα από όποιον έφτανε στην αποβάθρα. Κοίταξε λίγο μήπως ξεχωρίσει κάποια γνωστή φυσιογνωμία μέσα στο πλήθος, αλλά με τόσο κόσμο ήταν αδύνατον. Δεν ανησύχησε όμως. Το μήνυμα το έλεγε ξεκάθαρα. Πεντέμιση, το αργότερο παρά τέταρτο θα έρχονταν να την πάρουν από το σταθμό.

Παρατηρούσε τους ανθρώπους που αποβιβάζονταν και αυτούς που τους υποδέχονταν. Αγκαλιές, φιλιά, εγκάρδιοι χαιρετισμοί. Σκεφτόταν τη δική της υποδοχή. Ανυπομονούσε να έρθουν. Είχε πολύ καιρό να τους δει. Η σημερινή γιορτή θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία. Θα ήταν όλοι μαζεμένοι στο παλιό σπίτι στο χωριό. Κανείς δε θα ήθελε να αρνηθεί αυτή την απρόσμενη πρόσκληση. Μετά από τόσα χρόνια θα μαζεύονταν όλοι γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι της αυλής κάτω απ’ τη γέρικη μουριά. Εκεί, κάτω απ’ τον ίσκιο της, θα έτρωγαν και θα συζητούσαν ξανά όλοι μαζί, όπως τότε.

Η ώρα ήταν πέντε και μισή. Κανείς δεν είχε έρθει ακόμη. Της φάνηκε λογικό. Ποιος θα περίμενε τέτοια συνέπεια από το τρένο; Άλλωστε το μήνυμα έλεγε πέντε και μισή, το πολύ παρά τέταρτο θα έρχονταν. Τώρα αναρωτιόταν ποιόν θα έβαζαν να κάνει τη διαδρομή από το χωριό μέχρι το σταθμό και πίσω. Αν θυμάται καλά πρέπει να ήταν περίπου 40 λεπτά απόσταση. Το πιο πιθανό είναι να ερχόταν ο θείος Τ. Πάντα πρόθυμος και γελαστός. Τρελαινόταν να σε εξυπηρετήσει και έτρεχε για όλους. Τα τελευταία χρόνια είχαν χάσει επαφή καθώς αυτός τώρα είχε τρεχάματα με την αρρώστια της γυναίκας του. Μια ύπουλη ασθένεια, που απαιτούσε συνεχή φροντίδα και ατελείωτα πήγαινε έλα στα νοσοκομεία. Όσοι τον είχαν δει πρόσφατα έλεγαν πως άσπρισε απότομα, ενώ και εκείνο το τόσο χαρακτηριστικό γέλιο του είχε μάλλον ατονήσει.

Αν δεν ερχόταν αυτός, μάλλον θα έστελναν τον μικρό, τον Σ. Ανιψιός της και πολύ καλό παιδί. Φοιτητής ιατρικής στη Θεσσαλονίκη, ήταν το καμάρι της οικογένειας. Ευγενικός και συνεπής, πάντα άκουγε με προσοχή τα λόγια των μεγαλύτερων που στα οικογενειακά τραπέζια δεν έπαυαν να τον ζαλίζουν με άπειρες απορίες σχετικά με υπαρκτούς και φανταστικούς πόνους. Πρόσφατα πήρε το δίπλωμα οδήγησης, άρα ίσως να έρθει αυτός, αν ο θείος Κ. είναι κουρασμένος.

Βέβαια, σκέφτηκε, δεν θα είναι έκπληξη αν τελικά εμφανιστεί η Μ. Παιδική φίλη της απ’ το χωριό, που παντρεύτηκε τον ξάδερφό της το Χ. Στα νεανικά τους χρόνια, ήταν συνέχεια μαζί, κάτι παραπάνω από φίλες, μάλλον αδερφές. Συνομίληκες, μαζί πέρναγαν τα καλοκαίρια στην επαρχία. Έφταναν κι οι δύο σκασμένες απ’ τα διαβάσματα του χειμώνα και ξέδιναν παρέα στη ζεστή καλοκαιρινή επαρχία. Μαζί βγήκαν τα πρώτα ραντεβού, μαζί πήγαιναν ατελείωτες βόλτες στο ποτάμι δίπλα στο χωριό, μαζί έκλεψαν –πρώτη και τελευταία φορά τέτοιο πράγμα- τέσσερα ολόκληρα παγωτά απ’ το περίπτερο του κυρ Μανόλη. Ακόμη μαζί, και αυτό το είχε ξεχάσει όλα αυτά τα χρόνια, είχαν σχεδιάσει μια Κυριακή του Αυγούστου να φύγουν. Έπεφτε μια απ’ τις γνωστές θερινές καταιγίδες, οι γονείς φώναζαν όλη την ημέρα, οι διακοπές τελείωναν, το σχολείο επέστρεφε απειλητικά κι εκείνες σκασμένες και μελαγχολικές κάθονταν στο πεζούλι κάτω απ’ το υπόστεγο του παρατημένου σχολείου και κοίταζαν ανόρεχτα το νερό που έπεφτε. Το καλοκαίρι ακόμη και όταν έβρεχε ήταν υπέροχο. Το καλοκαίρι που περνούσαν μαζί ήταν υπέροχο. Έτσι, ξαφνικά και αναπόφευκτα, μέσα σ’ ένα λεπτό, μέσα σ’ ένα βλέμμα το αποφάσισαν. Θα έφευγαν μαζί. Η χαρά τους όμως κράτησε ελάχιστα. Τόσο, όσο έκανε να εμφανιστεί από τη γωνία ο παππούς της Μ. και τείνοντας απειλητικά τη μαγκούρα να τις κυνηγήσει μέχρι το σπίτι, όπου και τα άκουσαν κανονικά για την ενδεχόμενη πνευμονία που θα εισέπρατταν εκείνο το βροχερό μεσημέρι.

Πάντως, σκεφτόταν, ίσως το πιο πιθανό, είναι να τρέξει να την παραλάβει ο Π. Ο αγαπημένος της ξάδερφος, ο πιο κοντινός της άνθρωπος όλα αυτά τα χρόνια. Αυτός που τη βοήθησε όταν έχασε τους γονείς της, αυτός που της στάθηκε ψυχολογικά και οικονομικά. Πόσες μέρες και νύχτες δεν είχαν περάσει μαζί. Σε μπαρ, στο σπίτι, σε μικρά γλέντια και συγκεντρώσεις. Για ατέλειωτες ώρες κουβέντα για τα πολιτικά, τα γκομενικά, το οτιδήποτε. Αλλά και να μη μιλούσαν, πάλι μια ματιά ήταν αρκετή να συνεννοηθούν. Κάθε φορά που κάτι συνέβαινε, κάθε φορά που υπήρχε πρόβλημα σ’ εκείνον θα τηλεφωνούσε. Και κάθε φορά αυτός θα έτρεχε, ποτέ δε θα την απογοήτευε. Μόνο που τον σκεφτόταν, χαμογελούσε.

Εκείνη την ώρα σα να ξύπνησε απότομα από ένα λήθαργο, κοίταξε το ρολόι στον τοίχο πίσω της. Η ώρα ήταν έξι και μισή. Μ’ αυτά και μ’ αυτά αφαιρέθηκε και δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε. 6 και μισή είπε δυνατά. Άρχισε να ανησυχεί. Μήπως την ξέχασαν; Αποκλείεται. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. 5:30, 6 παρά το αργότερο θα ήταν εκεί. Τώρα όμως στεκόταν μόνη στο σταθμό. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Ούτε επιβάτης να περιμένει, ούτε υπάλληλος μέσα στο παλιό πέτρινο κτίριο. Απόλυτη ησυχία. Αυτή ακίνητη μέσα στο μαύρο παλτό της, για λίγο νόμισε πως μπορούσε να ακούσει την ανάσα της. Κοίταξε δεξιά αριστερά. Δεν υπήρχε κάποιο τηλέφωνο εκεί και το κινητό της από ώρα ήταν άδειο από μπαταρία. Η ανησυχία άρχισε να γίνεται εκνευρισμός.

Γιατί δεν έχουν έρθει ακόμη;

Ξαφνικά η αναμονή και η ερημιά έμοιαζαν ανυπόφορες. Η απίστευτη σιγή του σταθμού ήταν εξωπραγματική, βγαλμένη από κάποιο μακρινό φόβο. Λύγισε για λίγο τα γόνατα, σκέφτηκε να καθίσει κάτω, να ξεκουραστεί για λίγο. Πέρασαν άλλα πέντε λεπτά. Στάθηκε πάλι στα πόδια της. Δεν είναι δυνατόν να εξαντλείται έτσι από μια ελάχιστη αργοπορία. Δεν είναι δυνατόν έτσι απότομα να καταρρέει λόγω μιας μικρής ασυνεννοησίας. Πάλευε να κρατήσει το κορμί της στητό, το κεφάλι ψηλά σα να μην τρέχει τίποτα, σα να μην περιμένει κανένα. Το μήνυμα, σκέφτηκε, το μήνυμα, πώς μπορεί να το ξέχασαν;

«Γιατί δεν είναι εδώ ο θείος Τ.;» μονολόγησε. Τον έψαχνε με το βλέμμα ανάμεσα στα παγκάκια του σταθμού κι ας ήξερε πως δεν ήταν εκεί. Άλλωστε είναι κοινό μυστικό ότι ο θείος Τ. εδώ και καιρό δεν είναι πια αυτός που ήταν. Δεν γελάει δυνατά και ξάστερα, όπως παλιά, παρά έχει μια μόνιμη θλίψη στα μάτια. Τα ξενύχτια στα νοσοκομεία, τα φακελάκια στους γιατρούς και η συνεχής ανάγκη να περιποιείται τη θεία τον είχαν καταβάλλει. Η ίδια με τα χρόνια παραξένεψε. Δεν ήθελε ξένη γυναίκα να τη φυλάει, δεν άφηνε κανέναν άλλο εκτός από το θείο να την βλέπει με τη νυχτικιά ή γυμνή, τσακωνόταν για το παραμικρό με τους γιατρούς, έδιωχνε τις νοσοκόμες. Ο Τ. είχε γίνει ένα αμίλητο και στεγνό ανθρωπάκι, που περιφερόταν στους κρύους διαδρόμους ψάχνοντας νέα για την άρρωστη ή εκλιπαρώντας για κάποια δευτερόλεπτα ηρεμίας. Οι πόνοι της θείας κάθε μέρα όμως δυνάμωναν. Αυτός τα είχε χαμένα. Τον ανάγκασε να την πάρει από το νοσοκομείο και να αφοσιωθεί στη φροντίδα της στο σπίτι τους. Εκεί, έπειτα από μήνες στο ίδιο δωμάτιο, που είχε ποτιστεί από τη μυρωδιά φαρμάκων και την κλεισούρα, ο Τ. άρχισε να τα χάνει. Τα μπουκαλάκια, οι ενέσεις, οι πάπιες, τα σφαλισμένα πατζούρια, το μόνιμο σκοτάδι πείραξαν το μυαλό του. Μια μέρα τον άκουσαν να ουρλιάζει απειλώντας θεούς και δαίμονες. Ύστερα, το ίδιο βράδυ κιόλας, την έκλεισε σε μια κλινική κι από τότε το μόνο που τους συνδέει είναι μια επιταγή που κάθε μήνα ανανεώνει το δικαίωμά της να πεθάνει σ’ ένα κρεβάτι με καθαρά σεντόνια εκεί. Ο ίδιος λέει ότι όλα αυτά είναι ψέματα. Λέει ότι η θεία είναι ακόμη στο κρεβάτι που ξάπλωναν μαζί τόσα χρόνια κι ακόμη τη φροντίζει όσο μπορεί. Αυτοί όμως όσο κι αν δε μιλάνε, ξέρουνε.

Κοίταξε πάλι το ρολόι. 7 παρά δέκα. Ούτε ο θείος ούτε κι ο Σ. Τον Σ. όμως, ποτέ δεν το περίμενε στ’ αλήθεια. Ο Σ. ήταν ένας μικρός απατεώνας. Δεν το ήξερε κανείς, αλλά εδώ και έξι μήνες είχε παρατήσει τη σχολή. Κάποιες φήμες λένε πως πηγαινοέρχεται στα σύνορα κάνοντας ύποπτες δοσοληψίες κι άλλοι ψιθυρίζουν πως το παιδί απλά τρελάθηκε. Λένε πως τον είδαν να κοιμάται μαζί με αδέσποτα σκυλιά κι άλλοι πως ένα βράδυ χτυπούσε με μανία μια Ρουμάνα πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό. Ήταν ένας φευγάτος, βλάστημος διάολος που παρενοχλούσε τους γονείς του στέλνοντάς τους πότε επιστολές αυτοκτονίας και πότε ψεύτικες κάρτες από τη Βραζιλία. Βέβαια μετά απ’ όλα αυτά δε θα εμφανιζόταν σ’ αυτή τη συγκέντρωση.

Καθόλου σίγουρη δεν ήταν πως θα εμφανιζόταν κι η παιδική της φίλη η Μ. Γι’ αυτήν το σχέδιο εκείνης της Κυριακής φαίνεται ότι δεν ήταν μια απλή φευγαλέα έκλαμψη, ένα παιχνίδι δύο κοριτσιών. Η φυγή την κυνηγούσε και δεν μπορούσε να σταματήσει να πιστεύει ότι υπάρχει μια στενή φυλακή και ένα κελί χτισμένο ειδικά για εκείνη. Αυτά φυσικά δεν τα είπε ποτέ στον άντρα της. Πίστεψε ότι αυτό το φόβο, την υπερβολική ανησυχία θα τα εξαφανίσει η αγάπη του. Αργότερα, πίστεψε ότι το παιδί θα δείξει και σ’ αυτή ότι υπάρχουν αγκαλιές που δεν σε λιώνουν με τη δύναμή και την απαίτησή τους. Έκανε λάθος, έκανε συνεχόμενα λάθη. Η ασφυξία μέρα τη μέρα μεγάλωνε. Ασφυξία, είπαν οι γιατροί, ήταν η αιτία θανάτου για το ενός έτους παιδί της. Το πλάκωσε στον ύπνο της, ήταν εξαντλημένη και δεν μπόρεσε να ξυπνήσει, είπαν οι αστυνομικοί και οι δικηγόροι. Ο άντρας της το δέχτηκε αναντίρρητα και μεγαλόψυχα, δεν είχε λόγο να την αμφισβητήσει. Αυτή όμως, που ήξερε καλύτερα, αυτή μπορούσε να φανταστεί το σφίξιμο των χειλιών, το πλάκωμα, το κλάμα και την οργή. Αυτή μπορούσε να φανταστεί τη Μ. να ζητάει συγχώρεση από το παιδί της πριν αρχίσει να ρίχνει το βάρος μιας ζωής κι ενός κόσμου ολόκληρου πάνω στο μικρό του σώμα.

Ούτε αυτή βέβαια θα ερχόταν. Ούτε στο τραπέζι, ούτε στο σταθμό να την παραλάβει. Δε θα τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά στον παππού που κάνοντας κύκλους μες στην αυλή μπορούσε μόνο να ψελλίσει «φόνισσα, αλλοίμονο. Φόνισσα»

Ήταν 7. Δεν μπορεί. δεν θα έρθει κανείς, σκέφτηκε. Και το μήνυμα, το μήνυμα που έλεγε ότι θα την έπαιρναν από το σταθμό; Όλα είναι μια φάρσα λοιπόν, ένα κακόγουστο αστείο. Η μόνη της ελπίδα ήταν πια ο Π. Ο αγαπημένος της Π. Ο φίλος κι αδελφός. Ο Π. Ο Π. που φυσικά δε θα ερχόταν. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει ο Π. Γιατί, όπως ήδη κατάλαβες, δεν υπάρχει Π. Γιατί οι γονείς της είναι ζωντανοί, αυτή δε συζητάει με κανέναν τα δικά της, ούτε φυσικά έχει κάποιον να παίρνει τηλέφωνο οποιαδήποτε ώρα θελήσει. Στην πραγματικότητα η ατζέντα της είναι γεμάτη από τηλέφωνα νεκρών συγγενών και αντιπαθητικών συναδέλφων. Το μήνυμα δεν ήταν καν ένα αστείο ή κάποια μασκαρεμένη κακεντρέχεια. Όλα ήταν ψέματα. Το μήνυμα, το τραπέζι, η μουριά, το χωριό. Η θείος Τ., η παιδική φίλη Μ., ο Σ. ή ο Π. Ανύπαρκτα πρόσωπα, πλάσματα της φαντασίας της. Η αναμονή ήταν μια δοκιμασία στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό της. Όταν μπήκε στο τρένο το πρωί δεν ήξερε που θα πάει. Δεν είχε καμία πρόσκληση. Όταν κατέβηκε σ’ αυτόν τον τυχαίο σταθμό, σ’ αυτό το ετοιμόρροπο πέτρινο κτίριο δεν περίμενε κανέναν. Έπαιζε θέατρο συνεχώς, έδινε μια παράσταση χωρίς θεατές. Με άλλα λόγια δημιούργησε και έζησε μία ήρεμη απελπισία δίχως αποδέκτες ή προοπτική.

7:23. Έφτασε το επόμενο τρένο. Χωρίς να πάρει τις βαλίτσες της, που έτσι κι αλλιώς ήταν άδειες, ανέβηκε στο βαγόνι που ήταν σταματημένο μπροστά της και ακολούθησε τον κόσμο στην ατέλειωτη ροή του. Κάθισε, απελπισμένη κι ήρεμη, και κοίταξε το τοπίο που έτρεχε παράλληλα με τις ράγες.

Στη φωτό η Hilary Swank παρακολουθεί, μες στην ερημιά του σταθμού ή του studio, τη σκιά της που μάταια προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τον εαυτό της.

9 Σχόλια

Filed under παρένθεση, lost in hollywood

3. το μαχαίρι

Περίμενε ακόμη στο μαγαζί. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε 4. Δηλαδή είχε ήδη καθυστερήσει δύο ώρες. Κοίταζε συνεχώς μια την πόρτα, που έχασκε μισάνοιχτη, μια τους αργοκίνητους λεπτοδείκτες. Το μεσημέρι ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση. Μοναδικοί πελάτες μερικοί γείτονες που έμεναν από τσιγάρα ή κάποιος διψασμένος περαστικός που σταματούσε για αναψυκτικό. Ο Ιούλιος έσταζε από τα air condition και τον ιδρώτα και εκείνη ήταν κολλημένη μέσα στο στενόμακρο χώρο, πνιγμένη από πατατάκια και περιοδικά ποικίλης ύλης.

Της είχε πει δύο το αργότερο θα είναι εκεί. Θα πήγαινε πρωί πρωί στην τράπεζα και μετά θα καθόταν λίγο σπίτι, ίσως να έριχνε μια ματιά στο φως της τουαλέτας που είχε χαλάσει, θα έπαιρνε απ’ το σχολείο το παιδί, θα το άφηνε στη μάνα του και θα ερχόταν στο μαγαζί. Της είχε υποσχεθεί το αργότερο 2 θα είναι εκεί. Τώρα αυτή έλιωνε μαζί με το πεζοδρόμιο ανίκανη να αντιμετωπίσει το ασφυκτικό μεσημέρι.

Σηκώθηκε. Δεν άντεχε άλλο. Άρχιζε να κόβει βόλτες μέσα έξω στο κατάστημα. Η μπλούζα είχε κολλήσει πάνω της. Άνοιξε μια μπύρα και την κατέβασε σχεδόν μονορούφι. Αυτό ήταν. 4:30 πήγε. Πήρε τα κλειδιά που ήταν ακουμπισμένα όπως πάντα δίπλα στην ταμειακή μηχανή, τράβηξε την πόρτα πίσω της, και έφυγε. Περπατούσε γρήγορα. Με τεράστιες, πρωτοφανείς για τα μέτρα της, δρασκελιές πέρασε μπροστά από το κλειστό μανάβικο, το περίπτερο του Γιώργου, την πλατεία που λιάζονταν τα αδέσποτα, το video club που ήταν ακόμη κλειστό λόγω ανακαίνισης και το άδειο καφενείο. Δε σταμάτησε στο φανάρι, ούτε άκουσε τις βλαστήμιες του ταξιτζή που αναγκάστηκε να φρενάρει εντελώς απροσδόκητα για να μη τη χτυπήσει, έστριψε στο φούρνο και έφτασε στη γνώριμη πολυκατοικία.

Με ένα συνδυασμό εξαντλητικού θυμού και ανατριχιαστικής ηρεμίας άνοιξε την εξώπορτα. Δεν μπορούσε να περιμένει το ασανσέρ και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Ο ιδρώτας τώρα πλημμύριζε το πρόσωπο, χωνόταν ανάμεσα στα πόδια και σχημάτιζε μικρούς λεκέδες στο παντελόνι.

μου είχε πει, δύο το αργότερο. Είναι ήδη 4:30. Δεν αντέχω άλλο αυτό το κωλομεσημέρι. Αυτή η ζέστη με τρελαίνει. Δε μ’ αρέσει μεσημέρια να κάθομαι εκεί μέσα. -δε γίνεται αλλιώς, της είχε πει- Και του απάντησα χίλιες φορές, τότε να βάλουμε ένα κλιματιστικό. Αυτός εκεί κολλημένος, το θεωρεί περιττό. Περιττό είναι απ’ ότι φαίνεται να μιλάω. Περιττό να λέω ότι χρειάζομαι κλιματιστικό. Περιττό είναι να ζεσταίνομαι.

Πρώτος όροφος. Τρέμουν τα πόδια της. Ακούει φωνές απ’ το διαμέρισμα της κυρίας Κ. Τσακώνεται φαίνεται με τον άντρα της. Αυτή η κάψα θα μας διαλύσει όλους, σκέφτεται. Ακούει την κυρία Κ. να εκτοξεύει βρισιές, ποτήρια και χολή στον απέναντι ξένο, που κάποτε, μπορεί και να ήταν ο σύντροφός της. Πνιγμένες φωνές κι ύστερα βήματα βιαστικά στο πάτωμα. Αυτός δεν μιλάει καθόλου. Ποτέ δεν μιλάει, άμα τον πετύχεις στο διάδρομο απλά σου γνέφει. Συνεχίζει να ανεβαίνει.

Σκαλοπάτια βρώμικα, πατημασιές και χώματα στις άκρες. Αρχίζει και κουράζεται. Κόβεται η ανάσα. Σήμερα άργησε πάρα πολύ. Δε μπορεί να περιμένει όλη μέρα εκεί μέσα. Την ενοχλούν τα κουτάκια, οι τσίχλες, η μαλακία που έχει βάλει στην πόρτα και κάθε τόσο χτυπάει τάχα να καταλάβεις ότι κάποιος μπήκε. Η μαυρίλα των εφημερίδων στα χέρια της, η γαμημένη η κυρία Κατερίνα με το κωλοπεριοδικάκι της. Μια φορά την εβδομάδα έρχεται να αγοράσει το πρόγραμμα της τηλεόρασης με εξώφυλλο κάποιον άθλιο, χαμογελαστό ηθοποιό. Την επόμενη φορά δε θα της το δώσει, θα τη διώξει. Θα την πετάξει έξω κι αυτήν και το αδιάφορο περιφρονητικό της ύφος.

Δεύτερος όροφος. Τα παιδιά λυσσάνε, γέλια, στριγκλιές, σπρωξίματα. Κανείς δεν κοιμάται στην πολυκατοικία. Σφίγγει τα δόντια. Το αίμα της βράζει. Τα παιδιά που παίζουν. Το δικό της στο σπίτι της μάνας του. Να δεις που θα το άφησε εκεί και θα γύρισε να δει τηλεόραση. Κάθεται με τις ώρες σιωπηλός και χαζεύει τα πόδια μιας πλαστικής παρουσιάστριας. Λαχταράει να χωθεί ανάμεσα στα σκέλια της. Τον βλέπει να κοιτάζει σαν έφηβος που ψήνεται στον πυρετό μπροστά σε αφίσες περιοδικών. Δεν έχει καν το θάρρος να της πει μια κουβέντα, να παραδεχτεί τη δίψα του. Μόνο κάθεται εκεί και ακούει για το καινούριο cd μιας ημίγυμνης καριόλας.

Τρίτος όροφος. Έφτασε. Ανοίγει την πόρτα. Ησυχία. Μόνο η τηλεόραση ξεχασμένη να παίζει κάποιο τηλεπαιχνίδι. Εκεί, όλοι περνάνε καλά. Πηγαίνει στην κουζίνα. Κοιτάζει τα ντουλάπια, το καινούριο ψυγείο. Πιάνει την ποδιά της, ύστερα σιγά παίρνει τα καθαρά και τα τακτοποιεί στη θέση τους. Ξεχνιέται για λίγο μόνο κι έπειτα θυμάται ότι αυτός είναι εκεί. Ξαπλωμένος. Κοιμήθηκε και την ξέχασε. Ακουμπάει και το τελευταίο ποτήρι στο ράφι και πηγαίνει προς την κρεβατοκάμαρα. Κρατάει ακόμη ένα μαχαίρι. Αγνοεί κι η ίδια αν πρόκειται για αφηρημάδα ή για μια αόριστη υπόσχεση.

Μπαίνει στο δωμάτιο και τον βλέπει ξαπλωμένο να βαριανασαίνει. Δίπλα του κοιμάται το παιδί. Δεν το πήγε τελικά στη γιαγιά του. Πλησιάζει στο κρεβάτι. Αρχίζει να ονειρεύεται το δευτερόλεπτο εκείνο που το μαχαίρι θα κόβει μέχρι μέσα το λαιμό του. Φαντάζεται την πληγή που θα ανοίγει το μαχαίρι, που τόσα χρόνια ακουμπισμένο στο τραπέζι της κουζίνας χρησιμοποιούσαν για να κόβουν ψωμί. Κάθε βράδυ, κάθε μέρα το ίδιο αυτό αντικείμενο σημαντικό μέρος της ζωής και της ευτυχίας τους. Τώρα θα χαράξει ένα τέλος στο στήθος του άντρα της.

Έσφιξε στα χέρια της το μαχαίρι, το έφερε κοντά στο λαιμό του και έμεινε ακίνητη. Ο ιδρώτας έκανε τα δάχτυλα να γλιστράνε. Κοίταξε τον άντρα της που αγκάλιαζε, σα να σκεπάζει, το παιδί τους. Δε μπορούσε να τον σκοτώσει. Σχεδόν ακούμπησε το μαχαίρι στην καρωτίδα του. Δε μπορούσε να τον σκοτώσει. Κράτησε την ανάσα για δύο δευτερόλεπτα και αμέσως, με μια αστραπιαία κίνηση, έσπρωξε το μαχαίρι, με όση δύναμη είχε, στο στομάχι της. Ύστερα ξάπλωσε δίπλα τους ήσυχα και παρόλο που ο πόνος και το κάψιμο γίνoνταν όλο και πιο αφόρητα μέσα της, δεν έβγαλε άχνα. Έτσι πεθαίνει λοιπόν κανείς. Γρήγορα κι επώδυνα, χωρίς να σ’ αγκαλιάζουν γλυκές μνήμες ή αιθέριες μουσικές. Έμεινε εκεί να κρατάει σφιχτά με το ένα χέρι το μαχαίρι και με το άλλο το στόμα της. Δεν ήθελε να φωνάξει, να κλάψει ή να προσπαθήσει να σωθεί. Δε θα διόρθωνε το λάθος της (κι όταν λέει λάθος αναρωτιέται κι η ίδια αν τελικά το λάθος ήταν η απροσδόκητη και αιματηρή παρόρμηση ή όλη η ζωή της). Περίμενε απλά ακίνητη να τελειώσουν όλα, σα να ήταν ο θάνατος αυτός κάτι αναπόφευκτο κι οριστικό.

Αυτός δεν κατάλαβε τίποτα. Μόνο όταν, χωρίς να το θέλει, ακούμπησε πάνω στο σεντόνι που είχε πια μουσκέψει. Το παιδί ξύπνησε απ’ τις φωνές του.

Υγ. στις φωτό η Nurgül Yesilçay ρίχνει μια ματιά σε κάθε παράλογο ή αναμενόμενο τέλος και ήρεμα αντιλαμβάνεται και τα δύο.

7 Σχόλια

Filed under παρένθεση, lost in hollywood

2. ο δρόμος

Την κοιτάζω σχολαστικά και δύσπιστα. Αυτή τη γυναίκα που λείπει απ’ το σπίτι εδώ και μήνες. Μ’ ένα μικρό αμαξάκι τριγυρνάει στους επαρχιακούς δρόμους και τις ατελείωτες λεωφόρους. Μερικοί λένε πως την είδαν στη λίμνη της Καστοριάς, στο δέλτα του Έβρου να χαζεύει τα πουλιά, στη μεγάλη ευθεία της Τρίπολης να τρέχει σαν παλαβή τα μεσημέρια, σε εγκαταλελειμμένους σταθμούς τρένων στην Αρκαδία, σε κάποιο σπίτι στη Λουιζιάνα, στο αεροπλάνο για τη Λισαβόνα, σε ένα καραβάκι στα κανάλια του Άμστερνταμ και πάει λέγοντας. Εσύ βέβαια να μην πιστέψεις τίποτα.

Αυτή χαμογελάει σα να άκουσε μόλις το καλύτερο νέο του κόσμου. Φοράει ένα χιλιοφθαρμένο τζιν και το κόκκινο κοντομάνικο που κόλλαγε πάνω της, όταν ακόμα ήταν στη σχολή. Χαμένη για μήνες από την οικογένεια, τους φίλους, τον προϊστάμενο, απολαμβάνει το σάστισμά μου. Λέει πως πρέπει να φτάσει με κάποιο τρόπο στην Καβάλα. Εκεί έχει αφήσει το αυτοκίνητό της. Το παράτησε στην άκρη του δρόμου ξαφνικά, όταν σε μια καντίνα στο πλάι της εθνικής γνώρισε εκείνο τον περιπλανώμενο μηχανόβιο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα έβαλε τη μηχανή ανάμεσα στα πόδια της και τον ακολούθησε για μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Έπειτα τον παράτησε σ’ ένα παρακμιακό εστιατόριο της εθνικής οδού, την ώρα που αυτός πήγε μέσα να κατουρήσει. Όταν βγήκε πάλι έξω, αυτή και ο σάκος της έλειπαν. Δεν την πολυέψαξε, το είχε ήδη καταλάβει.

Τη ρωτάω τί έχει σκοπό να κάνει τώρα. Έχω σκοπό να μην έχω σκοπό, μου απαντάει και πάλι μου χαμογελάει πλατιά. «Κουράστηκα φίλε μου. Θα πάω να κάνω την αγρότισσα στην Ημαθία, να στάζει χώμα απ’ τα νύχια μου. Ή θα πάω στα ποτάμια της νότιας Αμερικής ή ίσως σε ένα κοινόβιο στο Βερολίνο. Στη χειρότερη θα αφήσω στην άκρη ενός δρόμου τα ελληνικά μου και θα περιμένω να με σκοτώσουν όπως τις Βουλγάρες στα επαρχιακά σκυλάδικά». Είναι αδύνατο να καταλάβεις, αν κοροϊδεύει ή όχι. «Έχω σκοπό να βγω στο δρόμο και να καταπιώ τις λεωφόρους. Να πατάω μόνο γκάζι και να κάνω έρωτα με τα χιλιόμετρα. Να γνωρίζω συνέχεια στριφνούς και μοναχικούς ανθρώπους, έρημα χωριά, παγωμένα καφενεία, άθλιες στροφές, άγνωστες λέξεις. Έχω σκοπό να μην έχω κανένα σκοπό. Ακούω τον παλιόφιλο τον Springsteen να μου τραγουδάει:

Someday girl I don’t know when

We’re gonna get to that place

Where we really wanna go and we’ll walk in the sun

But till then tramps like us baby

We were born to run.

Κατάλαβες τί σου λέω; Ανήκουμε σε μια άλλη φυλή. Χωρίς σπίτι ή τόπο, αλλά με χιλιάδες σπίτια και τόπους. Είμαστε νομάδες κι οδοιπόροι αγόρι μου. Μας χτυπάει ο αέρας στο πρόσωπο και ανοίγουμε τα χέρια να χωρέσουμε το τοπίο. Είμαστε η πέτρα που σκάει στον τοίχο. Θα διαλυθούμε γελώντας. Δεν είμαστε γεννημένοι δολοφόνοι, αλλά γεννημένοι δραπέτες. Καθημερινοί προδότες της μονιμότητας, ανίκανοι να απαντήσουν στην αδιάκοπη απαίτηση για αποκατάσταση».

Την κοίταζα και δε μιλούσα. Τη φανταζόμουνα τσιγγάνα σε καταυλισμό. Με τρυπημένα χέρια να κοιμάται μέσα στις λάσπες ή να πίνει μπύρες παρέα με τους χτίστες που μόνοι στα άδεια νησιά του χειμώνα, φτιάχνουν εξοχικά και βίλες για τους καλοκαιρινούς τουρίστες. Δεν είχα τίποτα να πω ή να της θυμίσω. Το σπίτι της, η οικογένεια, οι φίλοι, η δουλειά. Ποιόν να πείσεις και γιατί; Μήπως άλλωστε είναι ανθρώπινη όλη αυτή η ευθύνη; Όλο αυτό το πλέγμα κανόνων και υποχρεώσεων, επιλογών και σχέσεων δεν είναι άραγε μια παράλογη σύμβαση που τρέξαμε να υπογράψουμε μπας και φάμε πόρτα από την κυρίαρχη φυλή; Δεν ξέρω καν τί είναι φυσιολογικό.

Μια γυναίκα, όμορφη σαν κι αυτή, νέα και δυνατή σαν κι αυτή, χαμένη σε χιλιομετρικές αποστάσεις, άγνωστες πόλεις, ζόρικες γνωριμίες. Όποιο μέλλον κι αν φανταστείς, θα τη βρεις ξένη, μες στο ξένο τοπίο κι όμως τώρα με κοιτάει και γελάει. Γελάει μέσα σε ένα ευγενικό χάος, μια στιγμιαία περιπλάνηση, ένα συνεχόμενο τέλος. Τρελή και υπέροχη, με εκατομμύρια φόβους και καμιά εκτίμηση στην ασφάλεια, έτοιμη για κάθε είδους έρωτα και κάθε αλλόκοτη επιθυμία. Φευγάτη, ονειροπαρμένη, αλαφροΐσκιωτη. Σκληρή μ’ αυτούς που άφησε πίσω, ανίκανη να δει τις παλιές ρίζες, αλλά με ένα βλέμμα σκέτη καταστροφή, να σου καίει τα σωθικά. Τώρα με δυσκολία στέκεται ακόμη εδώ. Ζαλίζεται με την άσφαλτο που βράζει, τον ανοιχτό δρόμο, είναι ήδη εκεί και γεύεται αχόρταγα τη συντριβή. Η μουσική υπαινίσσεται κάτι από τη γεύση που πρέπει να έχει το στόμα της: they dont make them like you anymore.

Ετοιμάζεται να φυγει. Χαμογελάει ξανά. «Πού θα πας;» της λέω. «Δεν έχω ιδέα. Ίσως ψάξω για κάποιο ξεχασμένο χωριό της Ηπείρου. Ή ίσως προσπαθήσω να βρω εκείνον τον υπαίθριο μανάβη που είχα γνωρίσει να αναζητά την πελατεία του ανάμεσα στους περαστικούς ταξιδιώτες. Σα να πεθύμησα να φάω κεράσια. Κάπου τώρα δεν είναι η εποχή τους; Να ορίστε. Βρήκα σκοπό λοιπόν. Από σήμερα θα ζω μόνο γι’ αυτό. Θα ζω μόνο και μόνο για να βρω μερικά υπέροχα κεράσια και να τα καταβροχθίσω». Έπειτα είπε κάτι σαν αντίο και έμεινα να βλέπω εκείνη τη μικρή παλλόμενη φλεβίτσα στο λαιμό της να απομακρύνεται.

στη φωτό η Rosario Dawson έτοιμη να μοιραστεί τα κεράσια της, αρκεί να της το ζητήσεις.

5 Σχόλια

Filed under παρένθεση, lost in hollywood

1. η νύχτα

Μήνες κι άλλοι μήνες στο ίδιο κλειστό διαμέρισμα. Τα παντζούρια μονίμως κλειδωμένα και μια μικρή λάμπα στην άλλη άκρη του δωματίου για μοναδικό φως. Στο σαλόνι, ανάκατα πάνω στο ξεφτισμένο χαλί, περιοδικά, φωτογραφίες από προηγούμενους χειμώνες, άδειες θήκες cd και προχτεσινά ποτήρια. Βδομάδες τώρα, ξύπναγε το πρωί, πήγαινε δουλειά, επέστρεφε και όλα έμεναν αμετακίνητα. Οι μουσικές του δωματίου, αλλόκοτα κολλημένες στο spanish key του Miles Davis. Κάθε απόγευμα μπαίνοντας στο διαμέρισμα, πάταγε απλά το play και νόμιζε πως εκείνο το ηχείο όχι μόνο βομβάρδιζε το χώρο με νότες, αλλά άνοιγε κιόλας το μπουκάλι και πάσχιζε να χορτάσει κάθε χιλιοστό του λαιμού της με ένα πικρό ουίσκι. Καθισμένη στον καναπέ ή βολτάροντας στην κρεβατοκάμαρα και πίσω, πάντα με το ποτήρι στο χέρι, κούναγε αργά ολόκληρο το σώμα και με κλειστά τα μάτια αγκάλιαζε αόρατα χέρια ή μύριζε όλα τα αρώματα της νύχτας.

Πίστευε ότι όπου να ’ναι θα άνοιγε την πόρτα του δωματίου και θα εισέβαλλε σ’ εκείνο το παλιό μπαρ της Νέας Ορλεάνης. Η ορχήστρα θα πάλευε με το μεθύσι και το χάραμα και ένας νωχελικός χορός θα άρχιζε ακριβώς την ώρα που όλοι σταματούν να μιλάνε. Ή έκλεινε για ώρα τα μάτια και καθόταν ακίνητη. Όταν πια τα άνοιγε περπατούσε βιαστικά στο νυχτερινό Παρίσι του Λ. Μαλ, ψάχνοντας τον αγαπημένο της, που περίμενε φυλακισμένος σ’ ένα ασανσέρ στο μέσο κάποιου απροσδιόριστου ορόφου.

Πίσω στην πραγματικότητα, στο δεύτερο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας κάπου στο κέντρο, η ζέστη πότιζε τους τοίχους. Ο συνδυασμός του πιοτού με τη αφόρητη υγρασία μπορούσε να αχρηστεύσει κάθε άλλη διάθεση. Δυνάμωσε κι άλλο τη μουσική και χάιδεψε το κεφάλι της με ένα παγάκι. Αμέσως, λες και η δροσιά χτύπησε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του εγκεφάλου που αντιστοιχεί στο κέντρο λήψεως αποφάσεων, τον πήρε τηλέφωνο. «έλα εδώ. Σε περιμένω». Είπε και το έκλεισε ενώ η φωνή του ίσα που πρόλαβε να ακουστεί την ώρα που άρχιζε τις ερωτήσεις.

Όταν άκουσε το κουδούνι είχε προλάβει να αδειάσει τη μποτίλια και το μόνο που έκανε, ήταν να αναρωτηθεί αν αυτός θα σκέφτηκε να φέρει κάτι να πιούν. Για ένα απροσδιόριστο λόγο δεν άνοιξε κατευθείαν, παρά πήγε κάτω μέχρι την πόρτα της εισόδου. Μόλις άνοιξε, αυτός σάστισε. Είχε κατέβει μισόγυμνη. Του έδωσε ένα ήρεμο φιλί κάπου ανάμεσα στο λαιμό και το μάγουλο και έψαξε στα χέρια του για την πολυπόθητη συνέχεια. Τίποτα. Η αδυναμία του να προλάβει την επιθυμία της θα τους άφηνε ακόμη μια φορά στεγνούς. Του έδωσε άλλο ένα φιλί σα να τον συγχωρεί κι άρχισε αργά να ανεβαίνει τις σκάλες.

«Με κοροϊδεύεις; Τί είναι αυτά που κάνεις;» είπε εκείνος αν και ήξερε πως οι λογικές απορίες κι οι ακόμη πιο σωτήριες ενστάσεις του, σχετικά με τη νύχτα που ερχόταν, σε λίγο θα εξαφανίζονταν εντυπωσιακά. «Νομίζεις ότι θα με παίρνεις τηλέφωνο όποτε σου γουστάρει; Έχουμε πει κάποια πράγματα ή όχι;» είπε λες και τα λόγια αυτά θα μπορούσαν ποτέ να έχουν την ελάχιστη σημασία.

Εκείνη συνέχισε να προχωράει την ώρα που το κορμί, το πρόσωπο, τα μαλλιά, τα πόδια της θριάμβευαν, αφού αυτός υποτασσόταν φυσιολογικά στο αναπόφευκτο. Την ώρα που έκλεινε η πόρτα πίσω τους η Etta James πρέπει να έλεγε «and well make love while its burning». Η νύχτα, η απαράμιλλη κάψα του Ιούνη, το ουίσκι, οι μουσικές – υπόγειες και εξουθενωτικές- χόρευαν γύρω από τα σώματα που υπέκυπταν δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο στη γνωστή πάλη.

Εκείνη το ήξερε καλά, ήδη απ’ την ώρα που τον φιλούσε, ή μάλλον απ’ τη στιγμή ακόμη που πατούσε τα νούμερα στο τηλέφωνο. Η νύχτα αυτή, η καλοκαιρινή και αφόρητη, ζητούσε επίμονα αίμα. Οι επιλογές ήταν μετρημένες, όπως ακριβώς όταν οι ήρωες στις ασπρόμαυρες ταινίες συντρίβονταν από τα παλιά καλά διλήμματα. Θα έριχνε τον εαυτό της στις σκάλες, να μετρήσει αργά τα σπασμένα κόκαλα και τα χιλιάδες γυαλιά που θα σκόρπιζαν μέχρι κάτω. Ειδάλλως έπρεπε εκείνος να έρθει και να πατήσει πάνω στις παλιές αποφάσεις και το σκοτωμένο παρελθόν.

Παρόλο τον μελοδραματισμό της, τίποτα απ’ τα δύο δεν ισοδυναμούσε με θάνατο και τίποτα απ’ τα δύο δεν τον έδιωχνε οριστικά. Όλα ήταν μια αργόσυρτη μελωδία, ένας ήχος που ξεπήδησε απ’ τον αμερικάνικο νότο ή τις ευρωπαϊκές λεωφόρους, μια σταγόνα bourbon που απέμεινε να στάζει στο χαλί. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη νύχτα ήταν ένα αλλοπρόσαλλο πανηγύρι ή μια ακόμη λάθος απάντηση, ένας ζαλισμένος χορός ή το τελευταίο αντίο ενός ακροβάτη. Εκείνη ήταν ζωντανή κι έψαχνε ακόμη εκείνο το μπαρ ή εκείνο τον άντρα. Καλώς ή κακώς, τίποτα απ’ τα δύο δε θα έβρισκε απόψε.

Στη φωτογραφία η Halle Berry από παλιότερη φωτογράφηση στο Esquire, μουρμουρίζει παρέα με την Etta James για τις καμένες αγάπες.

2 Σχόλια

Filed under παρένθεση, lost in hollywood