Ο ολντ μπόι όταν μιλάει για ταινίες είναι ενοχλητικά επιεικής. Αυτό όμως το ξέραμε. Ο Ξυδάκης γράφει ένα κείμενο πολύ καλύτερο απ’ την ταινία. Αυτό το περιμέναμε. (Συμφωνώ – δυστυχώς συχνά τον τελευταίο καιρό- με τον Σραόσα. Θα το κοιτάξω όμως). Κανονικά θα έπρεπε να αφήσω την άνοιξη να μ’ αρπάξει απ’ το μανίκι, αλλά τί να κάνεις, που πριν βγεις στις παραλίες και τον ήλιο, θες να απαλλαγείς από λίγο απ’ το δηλητήριο του χειμώνα.
Κατ’ αρχάς όποιος δεν έχει δει (και θέλει να δει) το wasted youth ας μην συνεχίσει παρακάτω. Δεν χάνει και τίποτα άλλωστε. Επαναλαμβάνω, ακολουθεί spoiler και γκρίνια.
Στην ταινία βλέπουμε τις παράλληλες ζωές του 16χρονου (;) Χάρη και ενός 40χρονου (;) αστυνομικού. Η ταινία τελειώνει με τη δολοφονία του 16χρονου απ’ τον συνάδελφο του πρωταγωνιστή. Ενδιαμέσως παρακολουθούμε τις ζωές των δυο στην καλοκαιρινή Αθήνα. Αποσπάσματα απ’ τις ατέλειωτες βόλτες του πιτσιρικά, σκέιτ στο Σύνταγμα, φλερτ στα βράχια, σουβλάκια στο Μοναστηράκι. Αν μπορώ να βρω ως θετικό ότι η ταινία επιτρέπει στην απεικόνιση του παιδιού αυθεντικότητα, απ’ την άλλη νομίζω ότι οι σχέσεις του παιδιού παρουσιάζονται σχηματικά. Η σχέση με τον πατέρα σε ένα δυο λεπτά. Κάπου σ’ αυτά υποτίθεται ότι πρέπει να δούμε το χάσμα και να καταλάβουμε ένα χαστούκι και μια επαναλαμβανόμενη προτροπή «θα βρεις δουλειά;». (εδώ παρεμπιπτόντως απορώ, γιατί δουλειά το 16χρονο; Είναι φτωχοί; Για χαρτζιλίκι; Γιατί δεν πρέπει να γυρνάει βολτάροντας άσκοπα;). Για τη σχέση του μικρού με τη μητέρα δες τον Ξυδάκη παραπάνω, κάνει μια έξοχη υπερερμηνεία. Γενικά παρακολουθούμε διάφορες σκηνές, σπαράγματα της ζωής του παιδιού. Αν εξαιρέσεις το άσχετο (και κτγμ αστείο) αρχικό μέρος, όπου ο μικρός βρίσκεται σε ένα άσχετο σπίτι κάποιας πλούσιας φίλης της μάνας, μπορώ να δω μια ειλικρινή διάθεση κινηματογράφησης κλπ.
Ο άλλος ήρωας της ταινίας, ο παραιτημένος, πικρός, αγωνιώδης αστυνομικός του Καλετσάνου δίνεται κτγμ ακόμη πιο ωραία. Το πνιγηρό σπίτι, η κόρη με το ipod, η γριά, οι διαρκείς νυχτερινές βάρδιες, τα ματαιωμένα οικονομικά ανοίγματα.
Όλα αυτά όμως δεν έχουν απολύτως καμία σημασία. Γιατί η ταινία, απ’ την στιγμή που επιλέγει αυτό το τέλος, δεν θέλει απλά να μας δείξει δύο παράλληλες ζωές, ένα χάσμα, την Αθήνα κλπ. Η ταινία υπάρχει για 90 λεπτά, μόνο και μόνο για να μας δείξει τα τελευταία 8. Καλώς ή κακώς το fight club υπάρχει γιατί ο Τάιλερ Ντέρντεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αφηγητή. Θα ήταν άλλη ταινία αν ο Πιτ δεν ήταν ο Νόρτον και αλλιώς θα την σχολιάζαμε. Παρομοίως, δεν υπάρχει Κάιζερ Σόζε χωρίς το στραβό περπάτημα.
Όλη η «ειλικρινής» κινηματογράφηση λοιπόν συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, μόνο και μόνο για να συναντηθούν οι δύο κόσμοι στο τέλος. Μόνο και μόνο για να δούμε την ακριβή αναπαράσταση, την οπτική του πραγματογνώμονα, την κατασκευασμένη απεικόνιση. Ότι κι αν έλεγα κατά τη διάρκεια της προβολής, η τελευταία σκηνή μου έφερε ντροπή. Αυτή είναι η λέξη. Ντροπή. Πρόκειται για εκμετάλλευση, δυστυχώς. Εξηγούμαι:
Η σκηνή στην οθόνη είναι ότι θα περιέγραφε ένας αυτόπτης μάρτυρας στο δικαστήριο. Παιδιά μαζεμένα, που πίνουν μπύρες έξω από μαγαζί στο πεζοδρόμιο. Λογομαχίες, δυο τρία σκόρπια «άντε γαμήσου», «είσαι μάγκας;», ένα μπουκάλι που φεύγει προς το μέρος των αστυνομικών. Το 16χρονο έχει παρόμοιο μαλλί. Ο αστυνομικός σηκώνει παρομοίως ξαφνικά το όπλο. Θα μπορούσε το γύρισμα να γίνει και στην Μεσολογγίου.
Εκμετάλλευση λοιπόν, όπως εκμετάλλευση και αθλιότητα είναι όταν στα παράθυρα των ειδήσεων, βουλευτές αριστερών και όχι μόνο κομμάτων μιλάνε για τον «Αλέξη». Όπως αθλιότητα είναι όταν γράφουν στους τοίχους οι επαγγελματίες εξεγερμένοι και όχι τα παιδιά που καίγονται το Δεκ. του 08 «αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη». Το παιδί είχε και επώνυμο. Η χρήση του μικρού επιχειρεί να δείξει οικειότητα, συμμετοχή στη θλίψη. Τρίχες φυσικά.
Επανέρχομαι. Στην ταινία τον 16χρονο δεν σκοτώνει ο πιεσμένος ήρωας, αλλά ο συνάδελφός του. Αυτός υπάρχει στο φιλμ για περίπου δύο λεπτά. Όταν βλέπει τσόντες στο iphone και όταν σχολιάζει για την κόρη του ήρωα «Άμα είναι όμορφη, δεν χρειάζεται τρεις γλώσσες. Θα της έρθουνε πιο καλά τα πράγματα». Μάλιστα στο σημείο αυτό έχουμε αλλαγή, αφού αρχικά ο πρωταγωνιστής θα σήκωνε το όπλο, αλλά μετά κρίθηκε ότι καλύτερα ο συνάδελφός του, αφού έτσι θα υπήρχαν «λιγότερες εξηγήσεις» (ο σκηνοθέτης το είπε αυτό). Τι σημαίνει άραγε ότι αυτόν που σκοτώνει τον έχουμε δει μόνο σε δύο σχολιάκια σεξουαλικού περιεχομένου; Ευκολία ανυπολόγιστη. Φτήνια.
Συνεχίζω. Ποιός είναι λοιπόν ο σκοπός της ταινίας; Να παρουσιάσει την ιδρωμένη, αντιφατική και ασφυκτιούσα Αθήνα; Να παρουσιάσει δύο παράλληλες ζωές; Να παρουσιάσει μια δολοφονία; Ο ένας απ’ τους δύο σκηνοθέτες μιλάει, αν τον καταλαβαίνω καλά, για τη συνάντηση των δύο κόσμων. Πώς να μιλήσεις όμως για τη συνάντηση αυτών των δύο κόσμων και μάλιστα όταν ο ένας συντρίβει τον άλλο; Εννοώ αυτών των δύο κόσμων που υπήρξαν πραγματικά, μπροστά στα μάτια μας πριν δύο χρόνια. Αν ήθελαν οι σκηνοθέτες να κάνουν μια ταινία «με την αίσθηση του επείγοντος» όπως χαρακτηριστικά λένε, γιατί έπρεπε να δείξουν την δολοφονία και ειδικά με αυτόν τον τρόπο; Γιατί έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ένα νεκρό παιδί, που ακόμη στοιχειώνει μια παγωμένη κοινωνία; Και στοιχειώνει γιατί εδώ και δύο χρόνια δεν τον πενθούμε, αλλά τον ανάγουμε σε επιχείρημα. Πώς μπαίνει ο Α.Γ. στην ταινία, όταν στην ουσία παρακολουθούμε τις ιστορίες δύο ανθρώπων που ζουν ζόρικες και μισές ζωές; Είχε ο Γρηγορόπουλος ή ο Κορκονέας παρόμοια ζωή; Πώς συσχετίζονται η πραγματική δολοφονία με τις αφηγήσεις των συγκεκριμένων ζωών;
Είναι ένα τέτοιο χάσμα δηλαδή, που οδήγησε εκείνη τη νύχτα στο νεκρό Γρηγορόπουλο; Είναι η αναπόφευκτη σύγκρουση γενιών που ζουν στερημένες, από την μεταξύ τους επαφή και αγάπη; Αυτό μας λέει η ταινία; Κι αν το λέει, γιατί έπρεπε να μας πετάξει στα μούτρα ξαφνικά τον αληθινό θάνατο;
Αν ενοχλήθηκα μια φορά με την ταινία, βλέποντας τη συνέντευξη του γερμανού συν-σκηνοθέτη εκνευρίστηκα πραγματικά. Στις εύλογες (άσχετο αν συμφωνώ ή όχι) απορίες του ανθρώπου που κάνει τις ερωτήσεις (μην τον πω δημοσιογράφο και τον θίξω 🙂 ), απαντάει με μια θλιβερή αμηχανία. Μου δείχνει ότι δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει με το τέλος. Τώρα γενικά δεν έχω ζητήματα, να θέλω συγκεκριμένους σκοπούς, λύσεις και μηνύματα στην τέχνη, αλλά εν προκειμένω υπάρχει τεράστιο πρόβλημα. Δεν χρησιμοποιείς τον πραγματικό νεκρό, χωρίς να ξεχωρίζεις στο μυαλό σου ποιος τον σκοτώνει ή τι ακριβώς θέλεις να δείξεις, εκστομίζοντας επιχειρήματα του στιλ «πήραμε μια απόφαση και την ακολουθήσαμε στην πορεία».
Εν ολίγοις, η ειλικρίνεια ήταν επιδερμική και η αυθεντικότητα πλαστή. Ο τρόπος γυρίσματος ήταν περισσότερο θέμα στιλ παρά άποψης. Γιατί, ενώ δεν έχεις αποφασίσει τι ρόλο παίζει η δολοφονία στην ταινία σου, απλά αποφασίζεις να την βάλεις έτσι κι αλλιώς. Και να την δείξεις μάλιστα βάζοντας τον καθρέφτη, γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Μεσολογγίου. Η προηγούμενη προσπάθεια λοιπόν με αφήνει παγερά αδιάφορο, αφού ο σκοπός της ταινίας είναι φτηνός. Γιατί τελικά, δεν έχει εμπνευστεί απ’ τον θάνατο του Γρηγορόπουλου. Ήθελε απλά να χρησιμοποιήσει μια σκηνή με τον θάνατο του Γρηγορόπουλου.
Αν είμαι υπερβολικός και μίζερος, δεν πειράζει. Ζωή είναι θα περάσει.
Υγ. Σύγχυση ακόμη και για τον (εντελώς μεγαλόστομο) τίτλο της ταινίας βλέπω στο Έλληνα συν-σκηνοθέτη.