Είδα την Anouk Aimée χθες το βράδυ έξω απ’ το Grain. Φορούσε λευκό πουκάμισο και ονειρευόταν ένα ποτήρι κονιάκ. Περπατούσε πάνω κάτω στην Ομήρου. Όταν περνούσε έξω απ’ το Γκαίτε, μουρμούριζε το γράμμα του Βέρθερου. Στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου παριστάνοντας το εκκρεμές, φτάνοντας τη μία στα κάγκελα και την άλλη στις ρόδες των αυτοκινήτων. Χαμογελούσε σε μερικά κορίτσια και ζητούσε πληροφορίες για εκείνο το bar που ακόμη και τώρα ήταν bar κι όχι κάτι άλλο. Θέλω να πάω εκεί που μπορεί κανείς να είναι μεθυσμένος νωρίς το απόγευμα, είπε. Αγόρασε από έναν περαστικό πωλητή δύο λαχεία και τα χάρισε σ’ έναν άντρα με μαύρο παλτό και καπέλο, ξεκαθαρίζοντας έτσι οριστικά, ότι η τύχη δεν βρίσκεται σ’ αυτό που σου δίνει, αλλά σ’ Αυτή που σου δίνει. Πέρασε με κόκκινο διαγωνίως την Πανεπιστημίου. Στάθηκε για λίγο μπροστά απ’ τις άδειες βιτρίνες του Άττικα και κοίταξε τα κινηματογραφικά πρόσωπα που παρίσταναν τις κούκλες. Ο θίασος έφυγε με όλα τα ρούχα και τώρα χορεύει πιασμένος χέρι χέρι γύρω απ’ τους περαστικούς.
Όταν με ρώτησε τι είδα σήμερα της είπα:
– Στο Μετρό το πρωί, νεαρή αλλοδαπή συνόδευε τη μάνα της. Εκείνη εμφανώς πρώτη φορά στο Μετρό, κρατιόταν γερά, κοιτούσε ανήσυχη την ώρα, τις στάσεις, το σχεδιάγραμμα πάνω απ’ την πόρτα. Η κόρη γελούσε κι έλεγε μην άγχεσαι. Θα πάμε γρήγορα και όπου θέλουμε. Έπειτα της εξηγούσε τη διαδρομή, σαφώς και με ακρίβεια. Στο Μετρό το πρωί είδα μια Αθηναία.
– Στο Μετρό το μεσημέρι, κάθισε δίπλα μου μια γυναίκα με τεράστια γυαλιά, κασκόλ τυλιγμένο γύρω απ’ το λαιμό της και μάσκα νοσοκομείου, προφανώς για τη γρίπη. Έτσι όπως είχε κρύψει το πρόσωπό της, μου ήρθε να πάω πάνω από το κεφάλι της και να αρχίσω να βήχω και να ανασαίνω πάνω της. Σαν άλλος Τάιλερ Ντέρντεν που ποτίζει με το αίμα του τον ιδιοκτήτη του υπογείου.
– Στο λεωφορείο το απόγευμα δύο κορίτσια μιλούσαν επί τουλάχιστον είκοσι λεπτά για το ΙΚΑ. Κάτι σαν 6,80 την ώρα αν σου βάζει ΙΚΑ, 7,10 αν όχι. Δεν θυμάμαι καλά τα νούμερα. Θυμάμαι πόσο λάθος έμοιαζε η συζήτηση όμως.
Είδα την Anouk Aimée χθες το βράδυ να κάθεται σταυροπόδι στην Πανεπιστημίου. Πλησίασε τον αυτοσχέδιο βιολιστή στον πεζόδρομο και του είπε μια σύντομη ιστορία για τον άγιο Donizetti. Αμέσως άρχιζε να παίζει. Αυτή πλησίασε ένα νεαρό που καθόταν στο Ζόναρς και αφού του έδωσε το πορτοφόλι της, του είπε να πάει να την κεράσει κάπου, που οι γυναίκες είναι ζωντανές και οι σερβιτόροι ξέρουν ότι άλλο το κονιάκ που ζητάει αυτή κι άλλο αυτό που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Μετά μου ψιθύρισε ότι θέλει απόψε να χορέψει, να κρυφτεί, να πηδήξει απ’ το παράθυρο ενός ξενοδοχείου, να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών και να ακούει όλη τη νύχτα το “violin concerto in D major” του Brahms. Ύστερα μου υποσχέθηκε ότι μια βραδιά που θα φοράει αυτή το πουκάμισό μου κι εγώ το παλιό γκρι παλτό θα με πάει εκεί που ακόμη και σήμερα οι ερωτευμένοι ακούνε Enrico Caruso.
Είδα την Anouk Aimée χθες το βράδυ, κοίταζε περίεργα τους θαμώνες του Pop. Μου είχες πει ότι ήταν ωραία εδώ, παραπονέθηκε. Κι όμως κι αυτοί ποζάρουν όπως οι άλλοι στο Σύνταγμα, μπροστά στο δέντρο. Θέλω galaxy μου λέει. Αν ήταν Πέμπτη θα σε πήγαινα στο Godot, αν ήταν Κυριακή θα σε πήγαινα στο Σούνιο, αν ήταν αλήθεια κάτι έστω απ’ όλα θα σε πήγαινα απλά σπίτι, απαντάω. Όταν αναρωτήθηκα μήπως είναι ήδη αργά απάντησε, με το στόμα του Ελύτη, πως εδώ και τώρα είναι Άνοιξη παρά τέταρτο και πως «εντελώς αντίθετα απ’ τον (…) Hervey de Saint-Denys, που ζητούσε να φωτίσει τον ύπνο απ’ τη μεριά του ξύπνιου εαυτού του, επεδίωκα εγώ να συλλαμβάνω την καθημερινή ζωή από τη μεριά του ονείρου». Όταν επέμεινα, μου έδωσε ένα φιλί με γεύση πραγματικής Γυναίκας και είπε πολύ γλυκά, σκάσε επιτέλους και άκου τη μουσική.
υγ. η βόλτα μου ξεκίνησε από εδώ βέβαια.