πώς είδα τη Ν.

Ακολουθεί παραληρηματικό σεντόνι (υπέρδιπλο) συνεχίζεις με δική σου ευθύνη.

Τελευταία μέρα των διακοπών στο νησί η Ν. ξυπνάει απότομα στο κρεβάτι του. Φταίει η ζέστη. Είναι μισόγυμνη και το σεντόνι έχει τυλιχτεί στα πόδια της. Παίρνει ανάσα, τα ρουθούνια της κάνουν αυτό το γνωστό παιχνίδισμα, όπως κάθε φορά που είναι νευρική. Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια, πιάνει το πεταμένο στο πάτωμα πακέτο Lucky Strike κι ανάβει ένα τσιγάρο. Τέτοιες μέρες σκέφτεται δεν χρειάζεται κανείς νερό ή κάτι να φάει. Χρειάζεται μόνο ένα ωραίο τσιγάρο κι όλοι οι άλλοι πρέπει απλά να σκάσουν. Να μην μπορούν να πουν ούτε μισή κουβέντα. Το φως μπαίνει απ’ το παράθυρο και διαλύει το σκοτάδι, που ξέρει τουλάχιστον αυτό, τίποτα δικό του να μην κάνει οριστικό(οι νύχτες είναι μια παύση της ζωής, τη μέρα συνηθίζεις να αποφασίζεις, τη νύχτα απλά να μεθάς και να απελπίζεσαι. Έτσι το σκοτάδι μοιάζει με αναβολή, με παράταση ή ίσως με τη μόνη ώρα που όλα είναι πιθανά).

Πέρασε η ώρα. Πετάει κάτω τα τσιγάρα κι αυτά σκορπίζουν ολόγυρα. Ανοίγει τα μάτια της και γυρίζει προς εκείνον. Εκείνος ακόμη κοιμάται. Κοιμισμένος και ευτυχισμένος, σκέφτεται. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό απ’ το σβησμένο χαμόγελο και το χέρι του που ακόμη μένει πάνω στην άσπρη κοιλιά της και ασυνείδητα σχεδόν τη χαϊδεύει. Σκέφτεται τη νύχτα. Τα φιλιά και τα λόγια του. Σκέφτεται τη χθεσινή νύχτα απ’ την αρχή στο bar μέχρι το τέλος στο δωμάτιο. Στο τέλος αυτή καπνίζει ένα Lucky Strike πάνω από το ακίνητο σώμα του. Τον κοιτάζει και μοιάζει πιο όμορφος από χθες.

Θυμάται τα χθεσινά. Θυμάται τις στιγμές μαζί του. Όλα φαίνονται ωραία, πολύ ωραία. Αλλά τώρα τι δουλειά είχε στο δωμάτιο μαζί μ’ ένα ξένο; Τι σκατά να κάνει τώρα; Ένα φιλί, λίγος ύπνος ακόμη, να σηκωθεί να φύγει. Απλώνει το χέρι της μα δε θέλει να τον αγγίξει. Ολόκληρο το πρόσωπό της είναι μια έλλειψη επιθυμίας. Αν μόνο γινόταν όλα να σβήσουν τώρα και απλά να αιωρείται αυτή, μ’ ένα τσιγάρο κάπου ανάμεσα στην απουσία όλων. Όλοι. Αυτό που πρέπει όλοι να κάνουν, είναι να διεκδικήσουν επιτέλους για χάρη της τη δική τους προσωπική, γαμημένη ανυπαρξία.

Δηλαδή μήπως μπορεί να πει κανείς τίποτα; Υπάρχουν λόγια; Καλύτερα να είναι σίγουρη. Να φύγω είπε δυνατά σχεδόν και σηκώθηκε. Ντύθηκε γρήγορα. Ο καθρέφτης μπροστά της, σαν οθόνη που δε μπορεί να συλλάβει καμιά πραγματικότητα. Δεν της δημιουργεί κανένα συναίσθημα η αντανάκλαση, η γύμνια των κορμιών, η ομορφιά που περισσεύει. Είναι μια εικόνα αδιάφορη. Γυρίζει και τον κοιτάζει δίχως μεσάζοντες. Και τι μπορεί άραγε να νοιώσει κανείς μπροστά σ’ ένα γυμνό όμορφο άνθρωπο; Γι’ αυτήν οι μέρες της ηδονής δεν ήταν λόγος να χαμογελά κάποιος. Γι’ αυτήν οι μέρες της αγάπης είχαν ήδη περάσει. Κλείνει την πόρτα αντικρίζοντας στιγμιαία στον καθρέφτη του διαδρόμου ένα ετοιμόρροπο πρόσωπο που μοιάζει με κακή απομίμηση του πρώην εαυτού της.

Στα σκαλιά ενός σπιτιού κάπου μακριά από εκεί, κοιτάζει ανήσυχα δεξιά αριστερά, μα δε βλέπει τίποτα. Η ζέστη διαλύει τις σκέψεις και κάνει το πρωινό ανυπόφορο. Δεν ιδρώνει, δε βλέπεις σταγόνα πάνω της. Μα είναι σε άθλια κατάσταση. Βράζει το κεφάλι της, τα πόδια της πάνε πέρα δώθε, δε μπορεί να ησυχάσει. Πόσο μακριά ή πόσο άσχημα είναι στη χώρα των τρελών;

Όμορφοι άντρες, άγριες νύχτες, ολοήμερες γιορτές, αγκαλιές, ατέλειωτος χορός, χέρια απλωμένα, ονόματα, ποτήρια άδεια, θάλασσες, ο ήλιος, άγνωστα κρεβάτια, αγάπη. Τόνοι σκατά αυτό το πρωινό, μαζεύτηκαν και βαραίνουν δύο όμορφους ώμους σαν τους δικούς της. Όλος ο κόσμος έγινε ένα τεράστιο βάρος. Ο ουρανός γέμισε από ό,τι εσύ θα ονόμαζες ευτυχισμένες στιγμές και τώρα αυτή πρέπει να τον σηκώσει. Πόσες φορές άκουσες σ’ αγαπώ; Πόσες το είπες; Πόσες φορές χάθηκες στην αγκαλιά του αγαπημένου; Πόσες φορές χάρισες τα χάδια σου; Πόση αγάπη πήρες από ειλικρινείς φοβισμένους μαλάκες; Πόση ηδονή, πόση απόλαυση ξέκλεψες από τα γαμήσια σου; Πόσο τυχερή ή πόσο μόνη ήσουν; Όταν βρέχει σκατά κανείς δε μπορεί να κάνει κάτι.

Η φυλή των ανθρώπων γεμίζει τα στενά σοκάκια. Είναι ήδη έντεκα. Η Χώρα σε λίγο θα σείεται απ’ τις φωνές, τα γέλια, τα βήματα. Κόσμος θα μπαίνει στα μαγαζιά, εκεί όπου με αντάλλαγμα μικρά χρηματικά ποσά θα παίρνουν ελάχιστες αποδείξεις ύπαρξης (στο ταμείο είμαστε ακόμη ζωντανοί). Το φως καίει περίεργα σήμερα. Σηκώνεται να περπατήσει, μπερδεύεται στον κόσμο. Τα χάνει. Πιάνει την τσάντα της να πάρει ένα τσιγάρο. Τίποτα. Τα ξέχασε εκεί, στο δωμάτιό του. Ο κόσμος πηγαινοέρχεται γύρω της κι εκείνη στέκεται ακίνητη. Δεν αναγνωρίζει πρόσωπα ή κατευθύνσεις. Κλείνει τα μάτια και τραβάει προς το πλήθος, να εξαργυρώσει κάτι απ’ την ανωνυμία της. Περπατάει όλο και πιο γρήγορα. Χάνεται ανάμεσα στα πρόσωπα. Πηγαίνει κατά κει που καμιά πυξίδα ποτέ δε θα καταλάβαινε. Ανεβαίνει τα σκαλιά, ανοίγει την πόρτα. Γδύνεται γρήγορα και πέφτει πάλι δίπλα του, ενώ εκείνος ακόμη κοιμάται. Μαζεύει ένα τσιγάρο από κάτω και τ’ ανάβει.

Κοιτάζει το ταβάνι και βλέπει ανθρώπους κουβάρι να ξετυλίγονται. Άνθρωποι πνιγμένοι, νεκροί. Περπατούν εδώ κι εκεί στο ταβάνι. Ένας στρόβιλος τους ρουφάει, τους γυρνάει γύρω γύρω κι έπειτα πάλι τους ξερνάει. Χαιρετιούνται, ανταλλάσσουν φιλιά στα μάγουλα, φιλοφρονήσεις, συμπάθειες, κάποιος χαμογελάει. Του ανακοίνωσαν την πολυαναμενόμενη προαγωγή. Ώρες κι άλλες ώρες στο γραφείο κι οι τοίχοι στάζουν χρήματα. Άντρες περνούν μπροστά της, ανοιγοκλείνουν πόρτες, γδύνονται, την προσκαλούν. Την κυκλώνουν, πέφτουν πάνω στο κορμί της. Κολλάνε πάνω της. Της δίνουν τα πάντα. Σεξ, αγκαλιές, βόλτες, χιλιάδες δώρα, συζητήσεις κολλημένοι στην κίνηση. Κι ύστερα πάρτι στο σπίτι, τόσοι υπέροχοι, όμορφοι καλεσμένοι κι όλοι την κολακεύουν, σχεδόν την αγαπούν. Έρωτες υπέροχοι, έρωτες αφόρητοι, κρατάνε αιώνες και όλοι μοιάζουν χθεσινοί και απέραντοι. Έρωτες που κρατούν για αιώνες, τατουάζ πάνω στο κορμί της τα ονόματα όλων, στα ημερολόγια γιορτές κι έχουν αποτυπωθεί στα μάτια της. Μπορεί να σου τις πει όλες. Μία προς μία, θυμάται τις ημερομηνίες. Σήμερα αυτός, αύριο ο άλλος. Δώρα, ευχές σε όλους. Στέλνει τα φιλιά της, στέλνει τα λόγια της, στέλνει τον εαυτό της.

Πηγαίνει σ’ αυτούς, τους λέει την ακριβή της γνώμη, διαλέγει ρούχα στις βιτρίνες, αλλάζει μπλούζα κάθε μέρα, μαγειρεύει το φαγητό τους, μαγειρεύει το φαγητό της. Βλέπει ωραίες ταινίες και μεθάει με πολύχρωμα κοκτέιλ, χορεύοντας σε χρυσές πίστες. Τεράστιες αίθουσες, χαώδη μαγαζιά, γυναίκες στολισμένες, γυμνές πλάτες που βρωμοκοπάνε υπέροχα αρώματα και το θέαμα μπροστά τους λάμπει, στριγγλίζει, τρέχει πάνω κάτω, κάνει κωλοτούμπες πάνω σε γαρίφαλα που μυρίζουν βότκα, κραγιόν και θανατίλα. Γιορτάζουμε το κέφι μας με τα υλικά του πιο φτηνιάρικου πένθους. Ένας άντρας την προηγούμενη μέρα στην είσοδο του νεκροταφείου της πούλησε το ίδιο λουλούδι που πέταξε πριν λίγο στη γυναίκα που ξελαρυγγιάζεται στο πάλκο. Άραγε αυτή τη μαλακισμένη δεν την ενοχλεί η ανάσα του θανάτου πάνω στο σβέρκο της;

Στερεοφωνικά, τηλεοράσεις, ζαρωμένοι γέροι κι όλοι μαζί ένα γύρω στο σαλόνι της. Τι λέτε κι εσείς; ρωτάει, σαν να την ενδιέφερε η απάντηση κι όλοι μαζί γελάνε συντονισμένα πάνω στους καναπέδες της. Αστειεύονται φυσικά. Συμφωνούν και χαμογελάνε. Οι ανάσες τους, ολόκληρη η ύπαρξή τους είναι μια γαμημένη συγκατάβαση. Συγκατάβαση σαν κι αυτή που δείχνει κι αυτή στη βαρετή όσο και λυπημένη θεία της. Την αγαπάει και την σιχαίνεται, μπορείς να το καταλάβεις; Σίγουρα μπορείς. Τώρα της χάρισε μια τοστιέρα. Τι να την κάνει τη γαμημένη την τοστιέρα; Την ευχαριστεί, ήταν για καλό. Την ευχαριστεί με όση ψεύτικη ειλικρίνεια διαθέτει και διαθέτει αρκετή. Εκμεταλλεύεται την σκληρότητά της. Την επόμενη κολλημένη στην κίνηση μαζί του πηγαίνει να την αλλάξει. Βρίζει τους τροχονόμους-τα φανάρια-τη θεία της-το κατάστημα που είναι μακριά-αυτόν που συνέχεια αλλάζει σταθμούς στο ραδιόφωνο και ταυτόχρονα, είναι στα μάτια του ένας γλυκός άγγελος και δεν ξέρει τι θα έκανε χωρίς αυτόν που έχει υπομονή και την πάει να ξεφορτωθεί τη γαμωτοστιέρα. Γέρνει προς το μέρος του και του ψιθυρίζει: «Αγάπη μου».

Έτσι κι αλλιώς δε μπορεί να φταίει η θεία. Η σκέψη μετράει. Σκέψη νεκρή κι αυτή. Στενά μπαλκόνια αερίζουν τα σεντόνια, δε χωράει το σώμα να βγει στον αέρα. Δεν υπάρχει αέρας, τον στέγνωσαν οι γύρω της. Η αγάπη τους τα στέγνωσε όλα.

Πνίγεται. Μα την αγαπούν. Την πηγαίνουν να διαλέξει ένα άσπρο φόρεμα. Στην εκκλησία όλοι θα δακρύσουν (με την καλή της τύχη). Την επόμενη φορά, πάλι αυτή η σπουδαία της ημέρας, στην εκκλησία όλοι θα δακρύσουν (με την κακή της τύχη). Στο μεσοδιάστημα δύο τόσο βέβαιων αθλιοτήτων η αγάπη θα σώζει την παρτίδα. Θα ξερνάει αγάπη απ’ την κοιλιά της. Θα δίνει σε μικροσκοπικά πλάσματα όλο το χρόνο της, θα της ρουφήξουν όλη την αγάπη. Θα γίνει μια σκιά. Θα τελειώνει κάθε μέρα. Κι όλοι θα τη χαίρονται για την καλή της τύχη. Μπλέντερ κι ευτυχία ξερασμένα νύχτα στην ίδια λεκάνη. Ανεμοστρόβιλοι στο ταβάνι τα ρουφάνε όλα και τα ξερνάνε πάλι. Ο πατέρας, η αγκαλιά της μάνας, η ευτυχισμένη αδερφή, οι φίλοι χορεύουν σ’ ένα bar, συγγενείς καθισμένοι αντίκρυ σε άσπρες πλαστικές καρέκλες περιμένουν το τέλος της παράστασης. Είναι αγχωμένοι μήπως δεν καταλάβουν το τέλος και χάσουν την ευκαιρία να χειροκροτήσουν δυνατά. Εξαντλημένοι και ευαίσθητοι μες στον πολιτισμό της απόστασης. Όμως λίγο ουίσκυ, ένα ούζο, το τζιν που πάντα τελειώνει γρήγορα όπως και τα κέφια μας άλλωστε. Καθένας βλέπει τα μούτρα του πρώτα να καθρεφτίζονται στο άδειο του ποτήρι.

Αυτός. Χαμογελαστός, τρυφερός, με βλέμμα βαθύ, στέκεται ψηλά στο τέλος των σκαλοπατιών. Η γραβάτα του είναι λίγο στραβή. Το πρόσωπό του είναι θαμπό, δε διακρίνεται. Κλείνει τα μάτια κι εκείνη.

Οι τοίχοι καίνε απ’ τη ζέστη. Το μαξιλάρι είναι μούσκεμα. Αυτός δίπλα της, όπως είναι λογικό, κοιμάται. Δεν κατάλαβε τίποτα. Είναι ευτυχισμένος. Κοιμάται και βλέπει πράσινα λιβάδια. Σηκώνεται, ανοίγει το παράθυρο, το πατζούρι να μπει ο ήλιος. Σκέφτεται τα πρωινά στους δρόμους και βλέπει τον εαυτό της μια Δευτέρα στο κέντρο. Δείχνει ότι είναι, αυτό που όλοι βλέπουν κι έτσι όλα συνεχίζονται όπως ακριβώς ήταν πριν. Όταν φεύγει η οργή, έρχεται η πίκρα κι όταν φεύγει η πίκρα έρχεται καλπάζουσα η πραγματικότητα. Όλη η ζωή της είναι μια απίστευτη μικρότητα, σκέφτεται. Είναι η απόλυτη απουσία φαντασίας. Μια συνεχής ευθεία, μια γραμμή από μικροσυσκευές, καφέδες σε πλαστικά ποτήρια, γέλια σε bar, σκληρά και τρυφερά γαμήσια, διαφορές του κώλου και περίπου μούτρα.

Όλα φτιάχτηκαν για να ‘ναι έτσι. Το πλαστικό ποτήρι του καφέ έπρεπε να ‘ναι πλαστικό. Οι άνθρωποι έπρεπε ν’ αγαπιούνται. Η αυλαία είναι διάφανη και αυτή φαίνεται πεντακάθαρα. Όλη της η ζωή είναι διάφανη. Βαριέται τον εαυτό της και τις νευρωτικές, αγχωμένες αμπελοφιλοσοφίες της. Φαντάζεται δάση, βουνά, καλύβες, καραβάκια, ξύλινες καρέκλες, μια φωτιά που καίει για κάποιους, ένα φιλί που αθωώνει όλο τον κόσμο, ένα βλέμμα που υπερβαίνει την αιωνιότητα ενός δευτερολέπτου ζωής.

Είναι ακίνητη στο παράθυρο. Γυμνή, αφηρημένη, γέρνει προς τα έξω. Ο ήλιος τη ζάλισε. Κλείνει για λίγο τα μάτια. Αφήνει το βάρος του κορμιού της ελεύθερο, να γίνει ένα με το βάρος όλου του κόσμου. Το κενό ψιθυρίζει τ’ όνομά της. Λίγο πριν την πλημμυρίσει η αγκαλιά του σκοταδιού, το χέρι του την κρατάει σφιχτά. Αμέσως το στόμα του φτάνει στα πόδια της. Σκέφτεται ότι έτσι αποδεικνύει ότι η απόσταση απ’ την πτώση στο κενό μέχρι την πτώση στο κρεβάτι είναι ελάχιστη. Δε γυρνάει να τον κοιτάξει. Δεν έχει τίποτα να δει ή να πει. Ας κάνει ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει τίποτα, μόνο επιθυμία.


16 Σχόλια

Filed under παρένθεση, ασυναρτησίες

16 responses to “πώς είδα τη Ν.

  1. Σελιτσανος

    Θαυμάζω την τόλμη σας:κάπως έτσι φαντάζομαι κι εγώ τις μέσα σκέψεις μιας γυναίκας,αλλά δεν τολμώ…(οι έξω,βλέπετε,είναι κοφτερές σαν ξυράφι…).

  2. le vert

    θα σου κάνω σεφτέ λοιπόν. φαντάζομαι θα ακολουθήσουν πολλοί σχολιασμοί. ίσως πας και για πανελλήνιο ρεκόρ. Καταρχάς μαρέσει που κλείνεις με την επιθυμία που αποτελεί ίσως την κινητήριο δύναμη της ανθρωπινης δράσης ως έκφανση δημιουργίας. Είναι το πιο σημαντικό στον ανθρώπινο ψυχισμό. Η καθαρότητα της επιλογής της επιθυμίας μας, το κατα πόσο της ανήκει η επιθυμία της ηρωίδας δείχνει και το μεγαλείο της.

    Επιπλέον να παραθέσω τους στίχους του Χριστιανόπουλου που κατευθείαν το κείμενο με έστειλε σαυτούς :» Σβήσε το φως επέμενε».
    θυμήθηκα μιαν άλλη μου αγάπη,τα ήθελε όλα αναμμένα.Δεν ξέρω τι να προτιμήσω.
    Μες στο σκοτάδι
    χάνεται η ασκήμια μου,
    μέσα στο φως
    λάμπει η ομορφιά σου.

    Μerci bien

  3. le vert

    γαμώτο με πρόλαβε ο από πάνω

  4. @ Σελιτσάνε,
    κοφτερές σαν ακονισμένα μαχαίρια.
    Φυσικά δεν έχω ιδεά αν η συγκεκριμένη που είχα στο μυαλό μου, σκεφτόταν έτσι.
    της επεφύλαξα ένα δύσκολο εαυτό, ίσως γιατί έτσι θα μ’ άρεσε να τη φαντάζομαι. ζόρικη και μπερδεμένη. ίσως έτσι με βολεύει περισσότερο.

    @ vert,
    πολύ ωραίο το ποίημα του Χριστιανόπουλου.
    εδώ να μην περιμένεις ρεκόρ. εμείς ξεπερνάμε όρια μόνο στο φαγοπότι 🙂

    @ vert 2,
    o Σελιτσάνος είναι ανίκητος.

  5. Κάτι τέτοια κείμενα θα έπρεπε να παραμένουν ασχολίαστα, νομίζω. Από σεβασμό.
    Και να γίνονται επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα, για να μην ξεχνιώμαστε.

  6. έχουμε προ πολλού αναλάβει τις ευθύνες μας ως αναγνώστες σας

    τις αγαπάτε πολύ τις γυναίκες τελικά (δεν θα κουραστώ να το επισημαίνω)

  7. φαίδρα φις

    σκέφτομαι να γράψω ένα κείμενο
    αυτό:»αν ήμουν η Ν»

  8. @ theorama,
    σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.

    @ κ Μοίρη,
    σ’ αυτές να το πείτε. (θα σας στείλω με mail κάποια τηλέφωνα, να πείτε καμιά καλή κουβέντα)

    @ φαίδρα φις,
    να γράψετε κι έπειτα να δούμε αν έχουμε φανταστεί την ίδια γυναίκα.

  9. φαίδρα φις

    σαν απειλή μοιάζει αυτό…
    καλημέρα

  10. όχι δα, περισσότερο με απορία.
    καλημέρα σας.

  11. φαίδρα φις

    επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με την κατηγορία ασυναρτησίες,
    από την άλλη,ήταν έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα υπήρξε μόνο στη φαντασία σας

    καλό μεσημέρι

  12. περί ασυναρτησιών πρόκειται. βλέπω δυο φορές μια γυναίκα και της φοράω απευθείας όλο αυτό το παραπάνω. άρα;

    ωραίο ΣΚ να έχουμε.

  13. φαίδρα φις

    άρα ναι,ασυναρτησία…
    σας το εύχομαι κι εγώ το ωραίο σκ
    θα προσθέσω και το εκκεντρικό
    παράλληλα εύχομαι να γράψετε κι άλλο κείμενο μέσα στο σκ αυτό!

  14. ας είναι ωραίο και για τα υπόλοιπα βλέπουμε.
    μέσα στο σκ έχει ματς ρακή – γραφή και η ζυγαριά σ’ αυτές τις περιπτώσεις πάντα γέρνει προς την ίδια μεριά.
    χαιρετώ.

Σχολιάστε