ένα στέρεο πράγμα

Την είδε πρώτη φορά πριν τρία χρόνια. Στη δημόσια υπηρεσία που τον έστελναν από τη δουλειά, αυτή είχε μόλις αρχίσει να δουλεύει. Στη μεγάλη αίθουσα του αρχείου, καθόταν στο τρίτο γραφείο στα αριστερά. Κάθε φορά που κοιτούσε νούμερα και γράμματα και το μάτι του περνούσε απ’ την αριστερή μεριά της αίθουσας, έκανε μια παύση. Η αναζήτηση του σωστού αρχείου σταματούσε, γιατί δεν μπορούσες να αναζητάς κάτι όταν το είχες ήδη βρει. Δέκα δεκαπέντε δευτερόλεπτα παύση και παρατήρηση. Η μάχη των δαχτύλων με το πληκτρολόγιο, ένα χαμόγελο απ’ το αστείο της διπλανής, μια απάντηση σ’ έναν άγνωστο που ζητούσε να εξυπηρετηθεί.

Την είδε πρώτη φορά πριν τρία χρόνια. Στη δημόσια υπηρεσία σε ένα γραφείο με τα γυαλάκια της και τα κασκολάκια της. Εκεί που πάνε οι ιδέες για να πεθάνουν. Στο βασίλειο της ανίας των άχρηστων κανόνων (αν υπάρχουν κι άλλου είδους είναι έτσι κι αλλιώς συζητήσιμο). Εκείνη επέμενε. Κατέβα στην κόλαση που παγώνουν τα πάντα, στο μηδέν που στεγνώνει ακόμη κι ο ιδρώτας, στο κενό που όλα αιωρούνται και τίποτα δεν κινείται. Εκεί ήταν κι όμως εκείνη επέμενε. Επέμενε με τα δάχτυλά της, με το σβηστό χαμόγελο, με τα μαύρα γυαλιά της. Φυσικά και γίνεται να φυτρώσει λουλούδι στην άσφαλτο, φυσικά και γίνεται να βγει μουσική από την κατσαρόλα, φυσικά και μπορεί να ζήσει έρωτας σε ένα άθλιο room to let βγαλμένο από κακή φωτοτυπία, φυσικά και γίνεται αυτό που δεν μπορείς να φανταστείς ότι μπορεί να γίνει. Εκείνη επέμενε και η ύπαρξή της ήταν η πιο χειροπιαστή απόδειξη ότι μπορείς να αντισταθείς στα πάντα. Ακόμη και στην κατάρρευση του τοπίου και της ζωής που συμβαίνει στο χώρο της δουλειάς.

Μετά από τρία χρόνια διαρκώς πήγαινε έλα, αυτοκίνητο κίνηση, δοκιμές με το λεωφορείο, μετακίνηση με βιβλίο, μετακίνηση με ακουστικά, εκείνη παρέμενε εκεί. Στο τρίτο γραφείο στ’ αριστερά.

Τώρα την είχε ρουφήξει το πληκτρολόγιο, το αστείο της διπλανής, ο άγνωστος που ζητούσε να εξυπηρετηθεί. Στο τηλέφωνο έκλεινε τραπέζι στον Μαραβέγια ή τον Χατζηγιάννη. Συζητούσε με την συνάδελφο για την καινούρια συνοικιακή καφετέρια με τους καναπέδες και το brunch. Αρχειοθετούσε και αρχειοθετούνταν. Τα μάτια πίσω απ’ τα γυαλιά κρύφτηκαν, βούλιαξαν, τα δάχτυλα δεν ήταν πια μακριά, το χαμόγελο δεν ήταν σβηστό ήταν φορετό.

Τι ζητάμε από έναν άνθρωπο για να τον δούμε όμορφο. Να μην μοιάζει, να μην στέκεται στην πεπατημένη, να μην κόβει τις άκρες του για να χωρέσει στο πλαίσιο. Να μην βουλιάξει. Να μην ακούγεται η φωνή του σαν του συναδέλφου στο αριστερό γραφείο, να μην φαίνεται το χαμόγελό του σαν του συναδέλφου στο δεξιό γραφείο. Η ομορφιά καταργείται από μια απόφαση, που δεν πάρθηκε ποτέ στ’ αλήθεια, αλλά είχε τις πιο μη αναστρέψιμες συνέπειες . Η απόφαση να συμμετέχεις στη συλλογική παράνοια, να κάνεις τη δουλειά σου, να βγεις για ποτό και να πας για ύπνο. Η ροή των πραγμάτων σε πήρε και σε σήκωσε και ξυπνάς μια μέρα και να που όντως δεν φυτρώνει λουλούδι στην άσφαλτο, δεν παίζει μουσική η κατσαρόλα, δεν υπάρχει έρωτας στο room to let.

Από κει και πέρα δεν υπάρχει ομορφιά, μόνο η δικαίωση της συμπόρευσης με την «κοινή λογική».

 *

φωτογραφία (18)

Τους είδα. Ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ανθρώπους. Χαμογελάνε, πάει ο ένας να ανοίξει το στόμα, δεν έχει λέξη. Δεν είναι αμηχανία, είναι που δεν μπορείς να πεις κάτι , γιατί δεν όλα μοιάζουν άκαιρα ή εντελώς άσχετα. Τα τυπικά δεν έχουν νόημα. Θες να πηδήξεις πέντε ώρες συζήτησης και τρεις ώρες αλκοόλ και να βρεθείς κατευθείαν εκεί. Στο μέρος που πάνε οι άνθρωποι για να συναντηθούν. Πλησίασε μια δυο φορές ο ένας τον άλλο, πήγαν κάτι να πουν, δεν είπαν τίποτα, είπαν μισή πρόταση.

Δεν είναι μόνο ερωτικό το θέμα. Γνωρίζεις κάποιον που έγραψε αυτό το συγκεκριμένο κάτι και δεν ξέρεις τι να πεις. Τι να σου κάνουν κι οι λέξεις οι κακόμοιρες που έχουν αρχή μέση και τέλος, που έχουν σειρά και κανόνες; Πώς να μεταφέρεις το απλό καθαρό αίσθημα κι ένα κομμάτι του νοήματος; Θες απλά να απλώσεις το χέρι και να δώσεις σε έναν άνθρωπο λίγη ατόφια συγκίνηση. Να μπορούσες να τη στερεοποιήσεις, να την κάνεις πράγμα, με γωνίες μυρωδιά και βάρος. Να την κρατήσεις στα χέρια και να την παραδόσεις με κάθε έλλειψη επισημότητας σ’ ένα πρόσωπο.

Δεν ξέρω ακριβώς τι να σου πω, με ταράζεις που σε βλέπω δέκα άτομα μακριά, να, πάρε αυτό το πράγμα. Είναι το αίσθημά μου.

Δεν ξέρω ακριβώς τι να σου πω, διάβασα κάποτε εκείνη την κουβέντα, με τάραξες, να, πάρε αυτό το πράγμα. Είναι το αίσθημά μου.

Τους είδα. Ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ανθρώπους. Χαμογελάνε, πάει ο ένας να ανοίξει το στόμα, δεν έχει λέξη. Μην ανησυχείτε, δεν έχετε να πείτε τίποτα, γιατί είναι τέτοια η περίπτωσή σας. Θα πρέπει να συνεννοηθείτε αλλιώς, χωρίς λόγια, με βλέμματα, μάτια, γέλια, τσουγκρίσματα, φιλιά. Ποιος ξέρει; Να βρείτε τρόπο.

*

φωτογραφία (17)

Εσύ θα το είχες γράψει καλύτερα.

Μια κάρτα είναι μωρέ πως κάνεις έτσι. Μια κάρτα είναι. Μα είναι δυνατόν να θες να βάλεις σε τρεις γραμμές όλη την αγάπη και  όλο το μίσος για τον κόσμο; Πώς να τακτοποιήσεις τη σκέψη σου έτσι;

Εντωμεταξύ έξω δεν έχει σταματήσει να βρέχει.

Στο είπα, εσύ θα το είχες γράψει καλύτερα. Εγώ πια ξέρω μόνο να λαϊκίζω και να μιλάω με συνθήματα. Έχω χάσει τις λέξεις μου και ο κόσμος μου ξινίζει.

Χρειάζεσαι μια νίκη.

Χρειάζομαι λίγο οξυγόνο, λίγη επιμονή, ένα μακρινό ταξίδι και δυο ανθρώπους που να πιστεύουν σε κάτι περισσότερο απ’ το εφικτό.

Δοκίμασε ρε παιδί μου, δοκίμασε σου λέω. Μια κάρτα είναι.

Γεια σας.

Ο Χ. έκανε ένα γιο, του έδωσε το όνομα του πατέρα του. Βάζουμε κονιάκ και γελάμε. Μας έστειλε βίντεο από την Ολλανδία, πως αλλάζει τον μικρό. Η δουλειά είναι καλή και οι γείτονες ωραίοι τύποι. Οι Σύριοι είναι ακόμη στην πλατεία. Απ’ ότι φαίνεται ετοιμάζονται να τους διώξουν, χαλάνε το γιορτινό κλίμα. Γενικά, δεν φαίνεται να μπορεί να βρεθεί λύση γι’ αυτούς. Είναι οριστικό.

Καλές γιορτές.

Σας στέλνουμε φιλιά.

Αγάπη σε σας και επίθεση στον κόσμο.

2 Σχόλια

Filed under ασυναρτησίες

2 responses to “ένα στέρεο πράγμα

  1. Παράθεμα: ένα στέρεο πράγμα… « απέραντο γαλάζιο

  2. Παράθεμα: ένα στέρεο πράγμα | κόκκινο γιατί

Σχολιάστε